Δύο είναι οι σημαντικότεροι πεζογράφοι που τα μεγάλα τους έργα δεν τα έγραψαν στη μητρική τους γλώσσας αλλά στα αγγλικά: ο Ρώσος Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ και ο Πολωνός Τζόζεφ Κόνραντ. Και οι δύο αναδείχτηκαν σε μάστορες της αγγλικής γλώσσας. Η περίπτωση μάλιστα του δεύτερου είναι εκπληκτική. Ενώ ο Ναμπόκοφ είχε μάθει τα αγγλικά από πολύ μικρός, ο Κόνραντ άρχισε να τα μελετά μετά τα είκοσι χρόνια του. Κι όχι μόνο αυτό: η γλώσσα που είχε μάθει καλά μετά τα πολωνικά δεν ήταν τα αγγλικά αλλά τα γαλλικά. Αργότερα έμαθε και γερμανικά – και κάποια λατινικά και αρχαία ελληνικά.
Ο Κόνραντ δεν υπήρξε καλός μαθητής στο σχολείο και το μόνο μάθημα στο οποίο διακρινόταν ήταν η γεωγραφία. Ισως γι’ αυτό, καθώς λέγεται, όταν του έδειξαν την υδρόγειο έβαλε πάνω της το δάχτυλό του και είπε: «Θέλω να πάω εκεί». Εχουν καταγραφεί πλήθος περιστατικά από την περιπετειώδη ζωή του – και τούτο είναι φυσικό, αφού ανήκει στους μείζονες συγγραφείς της περιπέτειας και μάλιστα από τους ελάχιστους που συνδέουν στο έργο τους τον 19ο με τον 20ό αιώνα.
Το παράδειγμά του τον καθιστά συγγραφέα της εποχής μας, όχι γιατί την προέβλεψε ο ίδιος όσο γιατί προκύπτει μέσα από το έργο του. Μολονότι ισχυριζόταν πως «όπου και να ταξιδεύεις, ταξιδεύεις για την Πολωνία», ο Κόνραντ ήταν και παρέμεινε ξένος παντού. Ξένος κι εξόριστος. Ξένος ακόμη κι όταν επισκεπτόταν τους συγγενείς του στην Πολωνία, ξένος κι ως ναυτικός και καπετάνιος στα βρετανικά πλοία και ξένος ως συγγραφέας που έγραφε σε μια ξένη γλώσσα. «Ο φιλοξενούμενός μας», τον αποκαλούσε η Βιρτζίνια Γουλφ – κι αυτό δεν το έλεγε υποτιμητικά. Κι ούτε θα μπορούσε άλλωστε για έναν συγγραφέα που έγραφε αυτή την απίστευτη και τεχνικά άψογη πρόζα στα αγγλικά, μολονότι είχε μεγαλώσει σε διαφορετικό γλωσσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Τζακ Λόντον με αίσθημα άπειρου θαυμασμού να πει πως είναι ευτυχής που ζει, αν όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά και μόνο από τη χαρά που ένιωσε διαβάζοντας τη Νίκη.
Επιδράσεις στον Ελιοτ και τον Οντεν
Ο Κόνραντ βγήκε από τη ρομαντική παράδοση της Πολωνίας και θαύμαζε τον μείζονα ρομαντικό ποιητή της χώρας του (τον Ανταμ Μίτσκιεβιτς), αλλά τον ενοχλούσε αφάνταστα όταν αργότερα κάποιοι τον χαρακτήριζαν ρομαντικό αφηγητή. Δεν είχε αριστοκρατικές πεποιθήσεις, μολονότι κανείς πριν από τον ίδιο δεν προέβαλε τα παραμορφωμένα είδωλα της αποικιοκρατίας πάνω στον αχανή καθρέφτη των θαλασσών. Η αποικιοκρατία, για τον ίδιο, πέραν των άλλων, απέκοψε την ξηρά από τη θάλασσα. Αν πάμε στο πολιτικό πεδίο, ο Κόνραντ ήταν δύσπιστος σε ό,τι αφορά τη δημοκρατία, γιατί η τελευταία εξαιτίας της αδυναμίας, που αποτελεί γνώρισμα της ατελούς ανθρώπινης φύσης, προσφέρει χώρο στους δημαγωγούς.
Εκείνος ο παγκόσμιος – κι επί της ουσίας άπατρις – συγγραφέας, που μόνο προς το τέλος της ζωής του έλεγε πως ένιωθε Βρετανός, δεν υποστήριζε κόμματα. Και δεν ψήφισε ποτέ. Στο έργο του αναδεικνύονται τα ηθικά διλήμματα μέσω της δραματοποίησης των γεγονότων – κι απ’ αυτή την άποψη το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του είναι Η καρδιά του σκοταδιού που στοίχειωσε τη ζωή πολλών μεταγενέστερων συγγραφέων – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Τ.Σ. Ελιοτ, ο οποίος στο αρχικό μότο της Ερημης χώρας είχε προκρίνει μια φράση από αυτή την εκπληκτική νουβέλα, που κατόπιν σύστασης του Εζρα Πάουντ την αντικατάστησε με ένα μότο από τον Πετρώνιο. Πολλά χρόνια αργότερα στο καλύτερο συνθετικό του ποίημα ο Γ.Χ. Οντεν έδωσε τον τίτλο Η θάλασσα και ο καθρέφτης, χαρακτηρίζοντάς το ως σχόλιο στη σαιξπηρική Τρικυμία. Ο τίτλος είναι βέβαια παραλλαγή της συλλογής αυτοβιογραφικών δοκιμίων του Κόνραντ Ο καθρέφτης της θάλασσας.
Για τον Κόνραντ όλη η λογοτεχνία είναι συμβολική. Συμβολικό είναι και το περιεχόμενο της θάλασσας· κι αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί σχολίαζε ειρωνικά τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του.
Βρετανία: μια θετή πατρίδα
Υπήρξε μετανάστης σε μια εποχή κατά την οποίαν άκμαζαν ακόμη οι αυτοκρατορίες. Για τον ίδιο η Βρετανία ήταν ως το τέλος της ζωής του μια θετή πατρίδα κι όπως προκύπτει από το εκτενές έργο του η Βρετανία δεν είναι αυθεντικά ευρωπαϊκή – και τούτο θα το υποστήριζε κάποιος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ηπειρωτική Ευρώπη: ένας Πολωνός. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να γίνει κατανοητό αυτό που αποτελούσε ενδημικό γνώρισμα σε μεγάλο τμήμα του βρετανικού πληθυσμού: πως οι στενοί του δεσμοί δεν ήταν με την ηπειρωτική Ευρώπη αλλά με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, δηλαδή με τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να γίνει κατανοητό και σ’ εμάς τους εκτός. Θα ήταν ασφαλώς υπερβολικό τουλάχιστον να πούμε ότι στο έργο του Κόνραντ υπάρχουν τα σπέρματα του Brexit – αν και στις μέρες μας παρόμοιες θεωρίες τραβηγμένες από τα μαλλιά διατυπώνονται με ανησυχητική συχνότητα.
Η κυριαρχία της γλώσσας της θάλασσας στο έργο αυτού του κορυφαίου συγγραφέα είναι εμφανέστατη σε όλο του το έργο. Της θάλασσας όμως, όχι της ναυτικής γλώσσας που περιορίζεται στα εμφανέστατα και τα απολύτως κατανοητά. Η αναχώρηση ενός πλοίου, λ.χ., δεν είναι σημαντικότερη από την επιστροφή ή την άφιξη σε κάποιο λιμάνι.
Το λιμάνι και το πλοίο
Η θάλασσα δεν συμπεριφέρεται φιλικά στον άνθρωπο, είναι αφιλόξενη. Για τούτο και το μάτι μεταβάλλεται σε πυξίδα του ναυτικού που στρέφεται στην εικόνα την οποία βλέπει τη στιγμή του απόπλου – κι αυτή τον παρακολουθεί σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Γι’ αυτόν η θάλασσα δεν είναι η πατρίδα του, αλλά η ερωμένη της ύπαρξής του. Εχθροί του είναι οι χιονοθύελλες, οι ομίχλες και οι ανεμοστρόβιλοι γεμάτοι με σύννεφα. Γι’ αυτό και παραμένει αναντικατάστατο το αίσθημα της ευφορίας που προκαλείται από την ένωση της θάλασσας με τον ουρανό σε στιγμές νηνεμίας.
Στο έργο του Κόνραντ το πλοίο δεν είναι αυτόνομο αλλά μέρος ενός ευρύτερου συστήματος όπου ξηρά και θάλασσα φτιάχνουν έναν χάρτη, στον οποίον όμως η θάλασσα είναι κυρίαρχη. Αλλά ποια θάλασσα; Για τον συγγραφέα η Μεσόγειος, επί παραδείγματι, δεν είναι μία αλλά πολλές θάλασσες που τις χωρίζουν νησιά και χερσόνησοι. Το περιβάλλον της ξηράς και το περιβάλλον της θάλασσας ο συγγραφέας του Νοστρόμο μας το παρουσιάζει αντικριστά, όπως και ο Μέλβιλ.
Οι μεγάλες θαλασσινές αφηγήσεις
Η θάλασσα μπορεί να κυριαρχεί σε όλο του το έργο αλλά τα κατ’ εξοχήν θαλασσινά του μυθιστορήματα είναι ο Νέγρος του Νάρκισσου, ο Τυφώνας, ο Λόρδος Τζιμ και τα Νιάτα. Ας προσθέσουμε σ’ αυτά και δύο ιστορίες. Τις Τυφώνας και Φαλκ. Στον Νέγρο του Νάρκισσου ένα ιστιοφόρο με το όνομα «Νάρκισσος» ταξιδεύει από τη Βομβάη για το Λονδίνο. Το πλήρωμα αποτελείται από λευκούς, εκτός από έναν νέγρο από την Καραϊβική. Αυτός καταφέρνει να επιβληθεί στους πάντες, των αξιωματικών συμπεριλαμβανομένων, και να τους καταστήσει σχεδόν υπηρέτες του.
Το πλοίο θα καταφέρει να φτάσει στον προορισμό του και το πλήρωμα να απαλλαγεί από τον τρομερό νέγρο. Στον Τυφώνα έχουμε μια συγκλονιστική ιστορία όπου σ’ ένα πλοίο ο καπετάνιος και το πλήρωμα δίνουν όλοι μαζί έναν τεράστιο αγώνα να σώσουν το πλοίο τους από έναν τυφώνα που απειλεί να το ρίξει στη άβυσσο. Εδώ οι άνθρωποι δίνουν τη μάχη τους ενάντια στις καταστροφικές δυνάμεις της φύσης: Να τις νικήσουν, να σώσουν τις ζωές τους και να αποδείξουν ότι η συνύπαρξη και η αλληλοβοήθεια επικρατούν. Η φύση είναι άγρια, όμως η σιδερένια θέληση και ο αγώνας του πληρώματος αποδεικνύουν πως μπορεί η φύση να είναι αφιλόξενη αλλά ο άνθρωπος την αντιμετωπίζει γιατί σε τελική ανάλυση αυτός αναδεικνύεται ως νομοθέτης της.
Στον Φαλκ έχουμε μιαν απύθμενη κατάδυση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, όπου η θάλασσα του Κακού παρασέρνει τον άνθρωπο σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης, στον οποίον η ζωή του ενός μπορεί να είναι ο θάνατος του άλλου. Η ύπαρξη δεν είναι μόνο ατελής αλλά κι επικίνδυνη. Πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει από τον υδάτινο ζόφο να ξαναβγεί στο φως;
Ο Λόρδος Τζιμ ανήκει στα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Και από αφηγηματικής πλευράς αλλά – και κυρίως – ως καταπληκτική περιγραφή σε πολλές φάσεις του αγώνα ενός ανθρώπου με τη συνείδησή του, τις τύψεις του για τη δειλία που επέδειξε σε μια κρίσιμη στιγμή και το περιβάλλον με το οποίο συγκρούεται καθώς αγωνίζεται με τις πράξεις του να πετάξει από πάνω του την κηλίδα της δειλίας, καταλήγοντας στο τέλος να πληρώσει το τίμημα και να οδηγήσει συνειδητά τον εαυτό του στον θάνατο. Ο Κόνραντ μας δίνει μια θαλασσινή και ταυτοχρόνως υπαρξιακή τραγωδία – ένα ανυπέρβλητο μυθιστόρημα.
Ο Τζιμ εντάσσεται στα τέλη του 18ου αιώνα στο Εμπορικό Ναυτικό ονειρευόμενος ταξίδια κι εξωτικές περιπέτειες, συνεπαρμένος από τις θαλασσινές ιστορίες που έχει διαβάσει. Θα βρεθεί σ’ ένα ατμόπλοιο που οδηγεί 800 προσκυνητές στη Μέκκα. Κατά τη διάρκεια του πλου έχουν ένα ατύχημα κι ο καπετάνιος με τρεις μηχανικούς το εγκαταλείπουν μαζί με τους επιβάτες του. Ο Τζιμ δεν θέλει να φύγει, όμως δειλιάζει στο τέλος και τους ακολουθεί. Το πλοίο ωστόσο δεν θα βυθιστεί και οι επιβάτες θα σωθούν. Οταν φτάνουν στο λιμάνι και το μαθαίνουν, ο καπετάνιος και οι μηχανικοί φεύγουν από την πόλη πριν συγκληθεί το δικαστήριο. Μένει μόνο ο Τζιμ που καταδικάζεται και του αφαιρείται η άδεια του αξιωματικού. Από εδώ και στο εξής η ζωή του θα είναι ένα άθροισμα από τραγικά περιστατικά και ηρωικές περιπέτειες που όμως δεν θα σταθούν ικανές να τον απαλλάξουν από τις τύψεις του. Στο τέλος θα οδηγηθεί στον θάνατο με τη θέλησή του.
Τα Νιάτα είναι μια θαυμάσια νουβέλα που πρωτομεταφράστηκε από τον Αγγελο Τερζάκη και ξανά μετά από χρόνια από τον Αρη Μπερλή. Βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία και περιγράφει ένα ατυχές ταξίδι από το Λονδίνο στην Μπανγκόκ. Και μέσα από αυτό αναδεικνύονται άλλες αρετές, που τις εκφράζουν τα νιάτα (ο πρωταγωνιστής είναι 24 ετών, δεύτερος αξιωματικός στο πλοίο). Τα νιάτα «ρίχνουν ένα μαγικό φως» και «ορμούν παράτολμα στον ουρανό» αλλά το σβήνει γρήγορα ο χρόνος «σκληρός, ανελέητος και πιο πικρός από τη θάλασσα».
Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένα βιβλίο του Κόνραντ που να μη γοητεύει τον σημερινό αναγνώστη – απόδειξη ότι όλα σχεδόν εξακολουθούν να κυκλοφορούν. Ο αναγνώστης μόλις εισέλθει στον μαγικό υδάτινο (αν μου επιτρέπεται) ιστό θέλει να μείνει εκεί μεταβαίνοντας από το ένα βιβλίο στο άλλο. Ακόμη και το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του, ο Μυστικός πράκτορας, που το θέμα του δεν είναι θαλασσινό, έχει εμβληματική θέση σ’ αυτόν τον ιστό, όπου παρελαύνουν ελεεινοί κατάσκοποι, ανόητοι δημόσιοι υπάλληλοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί (ο φανερός και ο κρυφός υπόκοσμος), απατεώνες και κατάσκοποι. Προλέγει άραγε εδώ ο Κόνραντ τον Τζον Λε Καρέ; Και ναι και όχι. Το έργο του όμως είναι προδρομικό και σύγχρονο, ομόλογο των μεγάλων αφηγήσεων της αρχαιότητας, όπως λ.χ. Η αργοναυτική εκστρατεία.
Αργοναύτες μήπως δεν είναι, εκ μεταφοράς βέβαια, και οι ήρωες του Κόνραντ; Για την αργοναυτική εκστρατεία όμως και τη μυθιστορηματική της ανάπλαση από τον Ρόμπερτ Γκρέιβς, την επομένη Κυριακή.
Η αυθαίρετη σύγκριση με τον Κίπλινγκ
Ο Κόνραντ είχε, για τα δεδομένα του καιρού του, παράξενη κι αινιγματική ζωή, συναρπαστική κι αυθεντική ταυτοχρόνως. Ως ναυτικός τη θάλασσα την έζησε αλλά ως συγγραφέας την ονειρεύτηκε, κι εμείς, όταν τον διαβάζουμε, μεταφερόμαστε σε έναν κόσμο που, μολονότι πραγματικός, δεν είναι του κόσμου τούτου. Κάποιοι, αυθαίρετα εν πολλοίς, τον συνέκριναν, όταν ζούσε, με τον Κίπλινγκ. Στον Κίπλινγκ ο εξωτισμός είναι η νέα μορφή του ιμπεριαλισμού, για τον οποίο διέκειτο ευμενώς, όπως γνωρίζουμε. Αλλά για τον μετανάστη Κόνραντ η εξωτική λογοτεχνία μεταβάλλει τον τρόπο τού σκέπτεσθαι και θέτει εν αμφιβόλω τη μορφή και τη συγκρότησή τους. Πάνω από αυτήν αναδύονται τα ηθικά διλήμματα, εξαιτίας των οποίων δεν μπορεί να ακυρωθεί το πολιτικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του. Σύμφωνα με τον Τ.Ε. Λόρενς (Λόρενς της Αραβίας), δεν έγραφε σε προτάσεις αλλά σε παραγράφους μέσα στις οποίες ακούγεται ο ήχος τον κυμάτων. Ηταν μάστορας του υποκειμενικού, σε αντίθεση με τον Κίπλινγκ που ήταν μάστορας του αντικειμενικού. Αραγε απεχθανόταν ο ένας τον άλλον; αναρωτιέται ο συγγραφέας των Εφτά στύλων της σοφίας.
Η κυριαρχία της θάλασσας στο έργο του Κόνραντ δεν σημαίνει ότι αδιαφορούσε για τον κόσμο των πόλεων. Αναπόφευκτα, πολλά από τα γνωρίσματα του λεγόμενου ψυχολογικού μυθιστορήματος υπάρχουν και στο δικό του έργο – χωρίς να σημαίνει ότι και το χαρακτηρίζουν. Οι πόλεις του (το Λονδίνο κατεξοχήν) είναι διαστήματα, γιατί κανένας συγγραφέας άξιος του ονόματος δεν παραγνωρίζει τη σημασία της λειτουργίας του χώρου στην αφήγηση. Στον Κόνραντ όμως ο χώρος (η ξηρά) λειτουργεί ως παγίδα, ενώ η θάλασσα είναι χωροχρόνος· κι εκεί, ακόμη και οι αξιοπρεπέστεροι ήρωές του αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους στη μάχη εναντίον του Κακού, όπως συμβαίνει στο απαράμιλλο Η καρδιά του σκότους.