Sebastian Barry
Μέρες δίχως τέλος
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Ικαρος, 2018
σελ. 294, τιμή 15 ευρώ
Δεν χρειάζεται να αναφέρει κανείς ονόματα για να πει το αυτονόητο: πως από την Ιρλανδία είχαμε τον 20ό αιώνα μερικούς από τους κορυφαίους πεζογράφους και ποιητές. Και σήμερα όμως, δύο από τους σημαντικότερους πεζογράφους, ο Τζον Μπάνβιλ και ο Σεμπάστιαν Μπάρι, είναι Ιρλανδοί.
Οι Μέρες δίχως τέλος είναι το έβδομο μυθιστόρημα του Μπάρι, εφάμιλλο των προηγούμενων. Εδώ έχουμε την ιστορία δύο παιδιών που μεγαλώνουν στην Αμερική του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, σε μια κοινωνία αγριότητας, βίας και ανομίας, όπου οι άνθρωποι είναι αναλώσιμοι και όπου η ανάγκη της επιβίωσης τους οδηγεί στα άκρα.
Πρωταγωνιστής και αφηγητής είναι ο Τόμας Μακ Nάλτι που στα δώδεκα χρόνια του φεύγει από την Ιρλανδία, πηγαίνει στην Οτάβα του Καναδά και από εκεί στο Μιζούρι των ΗΠΑ. Στην Αμερική του Λίνκολν συναντά τον Τζον Κόουλ που κατάγεται από τη Νέα Αγγλία και μεταξύ τους αναπτύσσεται βαθιά φιλία κι ερωτικός δεσμός. Πένητες, άστεγοι, φτερά στον άνεμο και οι δύο.
Οι γονείς του Τόμας έχουν πεθάνει στην Ιρλανδία από τον λιμό που μαστίζει τη χώρα.
Η αγριότητα του πολέμου
Τα δύο παιδιά βρίσκουν δουλειά σε ένα σαλούν όπου συχνάζουν μεταλλωρύχοι. Ντύνονται γυναικεία και έναντι ενός μικρού ποσού χορεύουν με τους θαμώνες. Αλλά σε δύο χρόνια έχουν μεγαλώσει και δεν είναι πια κατάλληλα για αυτή τη δουλειά. Κατατάσσονται τότε στον στρατό και ζουν την αγριότητα του εμφυλίου πολέμου και των επιχειρήσεων εναντίον των Ινδιάνων. Σε μια από αυτές παίρνουν μαζί τους τη Γουινόνα, ένα κορίτσι από τη φυλή των Σιού. Κι ο Τόμας, που στον πόλεμο συμπεριφέρεται σαν αρσενικός, αναπτύσσει μητρικά αισθήματα για τη Γουινόνα. «Δεν με νοιάζει αν είναι κόρη μου ή όχι. Ξέρω μόνο τούτη την άγρια αγάπη που νιώθω» λέει.
Οι σκηνές όπου ο στρατός εξολοθρεύει τους Ινδιάνους θα εντυπωθούν στη μνήμη του αναγνώστη μαζί με άλλες, εξίσου σκληρές, στις οποίες περιγράφεται η φρίκη του πολέμου.
Ενα «ανοιχτό» μυθιστόρημα
Υπάρχουν πολλοί Ιρλανδοί στις ΗΠΑ εκείνης της εποχής. Αλλά τι είναι ένας Ιρλανδός; Μπορεί να είναι ένας άγγελος με ρούχα διαβόλου ή ένας διάβολος με ρούχα αγγέλου. Οταν μιλάς μαζί του, είναι σαν να μιλάς και στους δύο.
Αυτό όμως ισχύει και για άλλα πρόσωπα που παρελαύνουν σε τούτο το γοητευτικό μυθιστόρημα, που παραμένει ανοιχτό: στη ζωή, όταν κανείς πετάει από πάνω του το φορτίο των τραγικών εμπειριών, όπως ο Τόμας που λέει στο τέλος: «Σαν να γλίτωσα όχι μόνο από τον θάνατο αλλά κι από ένα κομμάτι του εαυτού μου που μ’ έκανε να νιώθω αμήχανα κι άσχημα».
Είναι εντυπωσιακό το ότι μέσα σε ένα μεσαίου μεγέθους μυθιστόρημα ο Μπάρι κατάφερε να μας δώσει μια ολόκληρη εποχή. Με έξοχο τρόπο και ποιητικότητα που δεν αφίσταται του ρεαλιστικού χαρακτήρα της αφήγησης. Οι πολυπληθείς αναγνώστες του στη χώρα μας θα μείνουν καταγοητευμένοι και από αυτό το βιβλίο του στην προσεγμένη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.