«Στην Περσεφόνη άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Με εκείνα ισοζύγιαζε τη μαυρίλα του κάτω κόσμου με το φως τού επάνω. Απ’ όταν όμως διάβασε το παραμύθι με το όμορφο εφτάχρονο αγοράκι των αδελφών Γκριμ, που πέθανε και η μάνα του έκλαιγε μέρα νύχτα απαρηγόρητη, δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι…». H μυθική Περσεφόνη, η κόρη της θεάς Δήμητρας, κατάλαβε τότε ότι τα παραμύθια ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τι είναι αυτό που πρέπει να κάνει για να πάψει η μάνα της το κλάμα, κάθε φορά που έφευγε από κοντά της. Η Περσεφόνη και η Δήμητρα πρωταγωνιστούν στα διηγήματα που απαρτίζουν το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο της Δήμητρας Λουκά, Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου (εκδ. Κίχλη).
Γυναίκες ήταν οι βασικοί χαρακτήρες και στα προηγούμενα διηγήματα της από τις ίδιες εκδόσεις (Κόμπο τον κόμπο, 2019 και Η Μούτα και άλλες ιστορίες, 2021), τώρα όμως βάζει στο κάδρο της την αρχετυπική κόρη, την αρχετυπική μάνα, την αρχετυπική σχέση μάνας – κόρης. Οι ιστορίες της αρδεύονται απ’ τον αρχαίο μύθο – που ξεδιπλώνεται, όχι τυχαία, σε τόπους της γενέθλιας Ηπείρου, όπου διαδραματίζονται πολλές ιστορίες της Λουκά –, η Περσεφόνη της όμως πότε βόσκει τα γίδια της στις όχθες της αλλοτινής Αχερουσίας, πότε τη συναντούμε, κόρη μεταναστών, στο Μπιλόξι του Μισισιπί· άλλοτε γίνεται σαμάνα της φυλής στη χώρα των Ιροκουά ή «μπουρνέσα», «ορκισμένη παρθένα», στον αλβανικό Βορρά, πρωτότοκη κόρη μιας μάνας δίχως γιους, αναγκασμένη απ’ τη χήρα μάνα και την παράδοση να πάρει τη θέση του άνδρα της οικογένειας. Πολλές εκδοχές μιας Περσεφόνης που άλλοτε θα υποκύψει στη μοίρα της, ανεβοκατεβαίνοντας στον Αδη με μουσκεμένα μάτια, κι άλλοτε αποφασιστικά θα της αντισταθεί.
Ο μύθος μέσα από τα κάτοπτρα
Παραλλαγές στο ίδιο θέμα, στη σχέση μάνας – κόρης, είναι τα διηγήματα της πρώτης ενότητας «Η Περσεφόνη που όλο επιστρέφει» που εξετάζουν όλο το φάσμα των συναισθημάτων που γεννά αυτή η πρωταρχική σχέση: ενστικτώδης αγάπη και θλίψη του αποχωρισμού, υπακοή στις μητρικές επιταγές, στο καθήκον και σε ρόλους κοινωνικά επιβεβλημένους αλλά και θυμός απέναντι στην αυταρχική ή επικριτική μάνα, επακόλουθες ενοχές ύστερα απ’ την ταύτιση και την κοινή εμπειρία της γυναικείας υπόστασης, αλληλεγγύη και συνενοχή σε πράξεις τιμωρητικές για τον άνδρα κατακτητή και καταπιεστή.
Φιλόλογος στην κατάρτιση και στο επάγγελμα, η συγγραφέας κοιτάζει τον μύθο της Περσεφόνης μέσα από πολλά κειμενικά κάτοπτρα. Η Περσεφόνη γίνεται Κοκκινοσκουφίτσα ή μια απ’ τις γυναίκες του Κυανοπώγωνα του γάλλου παραμυθά Σαρλ Περό, είναι μια σκοτεινή παρθένα ή εκδικήτρια ηρωίδα βγαλμένη απ’ τα παραμύθια των αδερφών Γκριμ, βρίσκει μια θέση στα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου και στο Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, μεταμορφώνεται σε νεράιδα κέλτικου παραμυθιού και συναντιέται με την ουγγαρέζα κόμισσα του Καχτίτσε, που, κατά τα θρυλούμενα, ξανάνιωνε πίνοντας το αίμα φρέσκων κοριτσιών και αναζητεί – στην ενότητα «Αρπαγές παντού» – παραλλαγές του μύθου της αρπαγής της σε άλλες κουλτούρες: στα χλοερά λιβάδια της Σκωτίας, στο Βόρνεο, στην ιαπωνική παράδοση ή στην ισπανική Αυλή.
Φανταστικό πολλών αποχρώσεων
Η συγγραφέας, πιστή στο διήγημα και πιστή στο είδος του φανταστικού, έχει διαμορφώσει πλέον ένα αναγνωρίσιμο ύφος που εμπνέεται στα θέματα και στις εκφράσεις του από τη λαϊκή φαντασία σε όλες τις μορφές της: τον μύθο και το παραμύθι, τις παραδόσεις και τις δοξασίες. Ωστόσο, σε τούτο το βιβλίο, χωρίς να απομακρύνεται εντελώς από τις παραδοσιακές κοινωνίες που τη σαγηνεύουν, επιχειρεί ένα άνοιγμα σε κόσμους σύγχρονους, και διερευνά μια φλέβα του φανταστικού που δεν συνδέεται με προνεωτερικά ήθη αλλά πλησιάζει το άκρο της επιστημονικής φαντασίας όταν νεκρές Περσεφόνες ξανασυναντιούνται με τις σπαράσσουσες μητέρες τους με τη μεσολάβηση λογισμικού εικονικής πραγματικότητας στο διήγημα «Προσομοιωμένο παράδοξο» – εμπνευσμένο από πραγματικό κορεατικό πείραμα της εποχής μας, όπως σημειώνει η συγγραφέας.
Στοιχεία χιούμορ φωτίζουν σε ορισμένα διηγήματα τη σκοτεινή ατμόσφαιρα των φριχτών επιταγών, των δυσοίωνων χρησμών, της βίας και του αίματος αρχαίων μύθων και λαϊκών παραμυθιών που αγαπά η Λουκά, ένδειξη κατάκτησης μιας συγγραφικής αυτοπεποίθησης που γίνεται κυρίως αισθητή στη χρήση της γλώσσας. Η συγγραφέας έχει επιτύχει μια βαθμιαία απομάκρυνση από την ηπειρωτική ντοπιολαλιά της πρώτης συλλογής – ένα οπωσδήποτε γοητευτικό υφολογικό στοιχείο πολλών διηγηματογράφων μας, που ωστόσο καταλήγει τα τελευταία χρόνια προβλέψιμη μανιέρα χωρίς ενδιαφέρον – δημιουργώντας μια γλώσσα στιβαρή, σφιχτή, εκφραστικά ζωηρή, η οποία εγκολπώνεται με επιτυχία το λαϊκό και το ιδιωματικό, σύγχρονους όρους αλλά και λέξεις παρμένες από ξένα λεξιλόγια: «Κάθε τρία χρόνια, στις αρχές του Απρίλη, όταν οι κερασιές πετούσαν τα πρώτα τους μπουμπούκια, ο Μουρόγκα Μασαγιούκι, πρωτοσύμβουλος του Μαγιαμούνε, με το σπαθί περασμένο στη ζώνη του και το καμπούτο στο κεφάλι, όργωνε όλο το σογκουνάτο πάνω στη ράχη του αλόγου του και διαλαλούσε ξεδιάντροπα με τη σάλπιγγα τις ορέξεις του κυρίου του…».
Με μεγάλη οικονομία και πλαστικότητα, χωρίς αμηχανία και εκπτώσεις στην προφορική ροή του παραμυθικού λόγου, η Λουκά αφηγείται ιστορίες για άνδρες και γυναίκες όλων των εποχών στην πιο ώριμη και καλλιτεχνικά άρτια συλλογή της.
Από το τοπικό στο παγκόσμιο
Δεν θα σταθώ στο ιδεολογικό περιεχόμενο των διηγημάτων, στους συμβολισμούς τους, σε ερμηνείες σχετικά με τη στάση της γυναίκας απέναντι σε παλαιές και νέες πατριαρχικές νόρμες. Κάθε αναγνώστρια θα διακρίνει τον κοινωνικό σχολιασμό για τη θέση της γυναίκας στην Ιστορία και στην κοινωνία που είναι απολύτως προφανής αλλά, προς τιμήν της Λουκά, και απολύτως πλεγμένος με τον ανθρωπολογικό σχολιασμό μέσα από στρώματα πραγματολογικών δεδομένων, μαρτυριών, επιστημονικών και μυθοπλαστικών αφηγήσεων.
Πιο ενδιαφέροντα βρίσκω τον τρόπο με τον οποίο η συλλογή εγγράφεται στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται «παγκόσμια λογοτεχνία» (world literature): μια λογοτεχνία που, ενώ είναι ριζωμένη στο εθνικό και στο τοπικό, συναντιέται με κείμενα και φωνές που φέρουν την εμπειρία μιας άλλης κουλτούρας και πολλών παραδόσεων σε μια αναζήτηση που δεν γίνεται μέσα από τα συγκριτολογικά κανάλια του παρελθόντος· μια λογοτεχνία η οποία δεν εστιάζει στα ξεχωριστά αριστουργήματα, που δεν είναι συμπίλημα εθνικών λογοτεχνικών κανόνων αλλά αναδεικνύει την κυκλοφορία μοτίβων, θεμάτων, ιστοριών και κειμένων σε ένα αέναο δούναι και λαβείν στο οποίο κλασικοί συγγραφείς και μεγάλα έργα, αρχαιοελληνικοί μύθοι και γερμανικά παραμύθια, δοξασίες των ιθαγενών της Αμερικής και ιαπωνικές παραδόσεις είναι πηγές που διεκδικούν ισότιμη μεταχείριση.
Ενα τέτοιο δείγμα καταφέρνει να δώσει η Λουκά, αναδεικνύοντας μαστορικά τον μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης σε μοτίβο που διατρέχει τον καμβά του ανθρώπινου πολιτισμού από την αρχαιότητα ως τις δημοφιλείς σειρές νεανικής λογοτεχνίας της εποχής μας. Δεν είναι δάνειο, δεν είναι ανταλλαγή, είναι η ανθρώπινη φύση.