Η ανάμνηση του Χριστόφορου Λιοντάκη έχει τη μυρωδιά βασιλικού. Τη γεύση από φρέσκα φασολάκια – «το μυστικό είναι να βάζεις πολύ κρεμμύδι» – και κολοκυθανθούς από την Κρήτη. Με το τσιγάρο στο χέρι, που στερήθηκε με πόνο τους τελευταίους μήνες, χαϊδεύει τρυφερά τη ροδιά του. Μιλάει για το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του νέου πεζογράφου που διάβασε πρόσφατα. Παρακολουθεί τις νέες εκδόσεις, τις νέες παραστάσεις, τις νέες ταινίες. Επιλεκτικά. Δεν μιλάει για τα δικά του βιβλία, για τα δικά του βραβεία. Διαμαρτύρεται για μια δυσθυμία που τον κυκλώνει τελευταία, για μια πλήξη που δεν τον αφήνει να γράψει. Παρ’ όλα αυτά, είναι παρών στον κόσμο, στα πράγματα, στη ζωή των άλλων. Με μια απροσποίητη καλή κουβέντα στις χαρές, ειλικρινά υποστηρικτικός στα δυσάρεστα, με έγνοια και κατανόηση στα καθημερινά. Παρακολουθεί όσα συμβαίνουν, σχολιάζει τα πολιτικά, απολαμβάνει τη βόλτα στη λαϊκή της Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια και επιστρέφει κουβαλώντας γλάστρες με μυρωδικά και τα μονοετή της εποχής για το μπαλκόνι του και τους φίλους του. «Το άρωμά τους προσπαθεί να εξημερώσει το θηρίο της θλίψης» γράφει κάπου. Της θλίψης των παιδικών χρόνων, που θα γίνει η πατίνα της μελαγχολίας στην ποίησή του. «Τα πένθη πολλά κι εγώ ολομόναχος. Ατιθάσευτη η πλήξη των παιδικών μου χρόνων» εξομολογείται στο αυτοβιογραφικό Ο μεγάλος δρόμος (2017).
Γεννήθηκε το 1945 στο Ινι της ανατολικής Μεσσαράς, στην Κρήτη. Μέσα στις ελιές και στα κυπαρίσσια. Αυτά, η τρυφερή, αγαπημένη γιαγιά του, η Δέσποινα, οι επισκέψεις στα ξωκκλήσια, η μυρωδιά του λιβανιού που τον μεθούσε και οι ζεστές ανάσες, οι γύρω λόφοι σπαρμένοι από αρχαία ερείπια, οι βιολέτες και τα γιασεμιά, τα φτωχικά σπίτια με τις μαυροντυμένες γυναίκες θα γίνουν οι μυρωδιές και οι εικόνες της ποίησής του.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.