Γ. Μπαμπινιώτης Το ελληνικό αλφάβητο. Αλφάβητο, γραφή, ορθογραφία Εκδόσεις Κέντρου Λεξικολογίας, 2018 σελ. 304, τιμή 28 ευρώ Παρά τη χρήση της ιερογλυφικής γραφής (2000-1700 π.Χ.), της Γραμμικής Α΄ (1700-1450 π.Χ.), της Γραμμικής Β΄ (1450-1200 π.Χ.) και άλλων γραφών στον ελληνικό χώρο, ήταν το συμφωνογραφικό αλφάβητο που οι Ελληνες δανείζονται από τους Φοίνικες εκείνο που καταλήξαμε να χρησιμοποιούμε είκοσι οκτώ αιώνες τώρα. Πολύ λειτουργικό και εύκολο στην εκμάθηση, χωρίς αυτό ο ελληνικός πολιτισμός «όχι μόνο θα ήταν σχεδόν άγνωστος, αλλά δεν θα είχε την εξέλιξη που είχε ούτε και την επίδραση, εσωτερική και εξωτερική, που άσκησε στον χώρο και στον χρόνο» υποστηρίζει ο καθηγητής Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο νέο του βιβλίο. Αρθρωμένος σε τρία μέρη, ο τόμος παρουσιάζει την ιστορία του αλφαβήτου, την ιστορία των γραμμάτων ξεχωριστά και θέματα γραφής και ορθογραφίας της Ελληνικής. Διαβάζουμε ότι το Η προέρχεται από γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά «φράκτης, περίβολος» και είναι αλήθεια ότι η εικόνα του γράμματος παραπέμπει σε φράκτη. Το Ξ είναι ένα από τα «πρόσθετα» ή «συμπληρωματικά» γράμματα του αλφαβήτου που επινοήθηκε για την καλύτερη δήλωση των φωνολογικών στοιχείων της Ελληνικής και την επίτευξη ένα προς ένα αντιστοιχίας προφοράς και γραφής, για να δηλώνεται δηλαδή το σύμπλεγμα /ks/ με ένα γράμμα και όχι με δύο (ΚΣ). Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει το δίγαμμα, το γράμμα που στην πορεία χάθηκε από το αλφάβητο και θα δει αναλυτικά τις μορφές των γραμμάτων στα τοπικά αλφάβητα της Κορίνθου, της Μήλου, της Ρόδου ή του Αργους. Ως κύκλος με έναν σταυρό, ένα x ή μια τελεία στο εσωτερικό του γράφεται κατά τόπους και εποχές το Θ. Οι πρώιμες φοινικικές γωνίες δίνουν, με την πάροδο των χρόνων, τη θέση τους σε καμπύλες στη γραφή των γραμμάτων και η μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη γραφή. Η ιστορία κάθε γράμματος και η εξέλιξη της ελληνικής γραφής στον χρόνο είναι ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές. Τα επιστημονικά διαπιστευτήρια του τόμου είναι δεδομένα. Ο διακεκριμένος γλωσσολόγος μελετά επί δεκαετίες την ελληνική γλώσσα, για την οποία έχει εκδώσει περί τα δέκα λεξικά και γραμματικές. Η ικανότητά του να παρουσιάζει δυσνόητες γλωσσολογικές έννοιες και ζητήματα με τρόπο εύληπτο για το ευρύ κοινό καθιστά τον τόμο απαραίτητο εφόδιο όχι μόνο για τον ειδικό επιστήμονα, τον εκπαιδευτικό φιλόλογο και τον φοιτητή αλλά για οποιονδήποτε επιθυμεί να αποκτήσει γνώση και συνείδηση των γραμμάτων που συνθέτουν τις λέξεις με τις οποίες επικοινωνούμε. Ενστάσεις ενδεχομένως θα διατυπωθούν για το τρίτο μέρος του τόμου, όπου ο συγγραφέας καταθέτει αναλυτικά τις απόψεις του για τη γραφή και την ορθογραφία σήμερα, το πολυτονικό αλλά και την προφορά των λέξεων προτείνοντας ρυθμιστικές λύσεις. Θα συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχουν πλέον τεχνικοί λόγοι που να επιβάλλουν τη χρήση των greeklish. Η πρόταση για τη δημιουργία περισσότερων και εκφραστικότερων σημείων στίξεως ίσως βρει απήχηση στην εποχή των emoticons για κάθε συναίσθημα. Ωστόσο, το χέρι αντιστέκεται έντονα στην προτεινόμενη σωστή ετυμολογικά γραφή της λέξης αγόρι με -ω- (αγώρι, αφού προέρχεται από το άγουρος/άωρος). Οσο για τη διδασκαλία της προφοράς της γλώσσας στο σχολείο, ειδάλλως «θα ακούμε να εκφωνείται ένας άναρχος φωνητικά ελληνικός λόγος, που όλο και περισσότερο θα επηρεάζεται από τις αρθρωτικές συνήθειες ανενημέρωτων και ανάσκητων μεμονωμένων ατόμων, συχνά επηρεασμένων από το ιδίωμα ή τη διάλεκτο του τόπου καταγωγής τους», ίσως κάποιοι αναρωτηθούν αν πρόκειται άραγε για αποκάθαρση από στοιχεία που προέρχονται από άλλες γλώσσες ή, λόγου χάρη, για την κρητική, την επτανησιακή ή τη βορειοελλαδίτικη προφορά.