Ντιντιέ Εριμπόν: «Τα γηρατειά παραμένουν τεράστιο ταμπού»

Ο γάλλος στοχαστής μιλάει για το νέο του βιβλίο, ένα ακόμα υβριδικό κείμενο, βιωματικό, κοινωνιολογικό, δοκιμιακό και παρεμβατικό, που έχει στο επίκεντρο τη μορφή της νεκρής μητέρας του. Με οδηγό του τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, μετατρέπει την ανήμπορη τρίτη ηλικία σε μεγάλο πολιτικό θέμα.

Μια δεκαπενταετία παρήλθε από τη δημοσίευση του βιβλίου Επιστροφή στη Ρενς (Retour à Reims, 2009) και ο συγγραφέας του, ο 71χρονος σήμερα Ντιντιέ Εριμπόν, έχει συναίσθηση της αξιοσημείωτης επιρροής που άσκησε το υβριδικό του κείμενο, βιωματικό, στοχαστικό, παρεμβατικό (για έναν ομοφυλόφιλο, διανοούμενο «ταξικό φυγά» που, συν τοις άλλοις, σκαλίζει διεξοδικά και πειστικά τις αιτίες για τη μεγάλη στροφή ψηφοφόρων και της παραδοσιακής Αριστεράς προς την Ακροδεξιά).

Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι ο γάλλος διανοητής ετοιμάζεται ξανά για μια εκτεταμένη περιοδεία σε ολόκληρη την Ευρώπη ετούτο το φθινόπωρο. Εκείνο το βιβλίο δεν παραμένει απλώς επίκαιρο, εξακολουθεί να είναι βαθιά μέσα στην τρέχουσα πραγματικότητα. «Eχω την αίσθηση ότι το βιβλίο μου δεν ήταν, με τη στενή έννοια, μια αυτοβιογραφία. Ο θάνατος του πατέρα μου ήταν, τρόπον τινά, το γεγονός που με εξανάγκασε να γυρίσω πίσω, όχι τόσο στη δική μου ιστορία αλλά πιο πολύ στο παρελθόν της οικογενειακής και κοινωνικής μου ζωής. Η αφορμή ήταν μεν προσωπική, πλην όμως θα χαρακτήριζα την «Επιστροφή στη Ρενς» μια προσπάθεια, θεωρητική και κριτική εν γένει, να επανεξετάσω σε μια ενιαία αφήγηση πολλές έννοιες, την τάξη, την πολιτική, την εκπαίδευση, το φύλο, τη σεξουαλικότητα» δήλωσε ο ίδιος στο Βήμα από το Παρίσι. Μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά το πλέον πρόσφατο βιβλίο του Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού(Vie, vieillesse et mort d’une femme du peuple, 2023) και η εφημερίδα βρήκε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί του.

Εν προκειμένω, ο Εριμπόν, ακολουθώντας ανάλογη στρατηγική, εστιάζει με ζηλευτή αμεροληψία και συνθετική διαύγεια στη μορφή της νεκρής μητέρας του, «σε μια περίπτωση ατομικής ιστορίας αφανούς και αγνοημένης», στον δικό της βίο, στη συμπεριφορά, στις πεποιθήσεις, στις εσώτερες αγωνίες, στις ματαιώσεις της, στη δυστυχία της (εξαίρεση αποτέλεσε ένας εμμονικός έρωτας, ναι, κι όμως, στα ογδόντα της χρόνια). «Hταν εγκαταλειμμένο παιδί, στα δεκατέσσερα έγινε «υπηρέτρια» σε σπίτια αστών, μετά καθαρίστρια κι εργάτρια σε εργοστάσιο… Είχε παντρευτεί στα είκοσι και είχε ζήσει πενήντα πέντε χρόνια μ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσε…» συμπυκνώνει κάπου ο συγγραφέας.

Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο, μια «συνέχεια» θα έλεγα, κύριε Εριμπόν;

«Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, αισθάνθηκα μάλλον υποχρεωμένος να το γράψω. Και το έγραψα, για τα δικά μου δεδομένα, κάπως ανακλαστικά. Εκείνη είχε εισαχθεί σε ένα γηροκομείο της Φιμ, μιας κωμόπολης που βρίσκεται 30 χιλιόμετρα βόρεια της Ρενς. Και πέθανε μέσα σε μόλις επτά εβδομάδες (άφησε δηλαδή η ίδια τον εαυτό της να πεθάνει, κάτι σαν ελεγχόμενη αυτοκτονία ήταν, αναφέρομαι άλλωστε και στο λεγόμενο «σύνδρομο της παραίτησης» στο βιβλίο). Λοιπόν, εξεπλάγην που έγινε όλο αυτό τόσο γρήγορα. Θυμάμαι τα ηχητικά μηνύματά της στο κινητό μου μες στη νύχτα. Διαμαρτυρόταν για την «κακομεταχείριση» που υφίστατο, όπως έλεγε. Η απελπισία της με αναστάτωνε, με συγκλόνιζε. Από την έρευνά μου, ωστόσο, διεύρυνα σταδιακά την εικόνα.

Στη Γαλλία οι δημόσιες ΜΦΗ (Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων) είναι σε άθλια κατάσταση εξαιτίας της ελλιπούς στελέχωσης και της υποχρηματοδότησης. Μαθαίνω ότι τα ίδια συμβαίνουν και σε άλλες χώρες, η νεοφιλελεύθερη ατζέντα καλπάζει παντού. Οι οριακές συνθήκες σε τέτοιες υποδομές, τόσο για τα εξαρτώμενα άτομα (όπως η γηραιά μητέρα μου, η οποία δεν μπορούσε ούτε καν να κινηθεί από ένα σημείο κι έπειτα) όσο και για τους κακοπληρωμένους γιατρούς και νοσηλευτές, ας είμαστε ειλικρινείς, είναι οικτρές. Δεν είναι ότι οι εργαζόμενοι είναι εν συνόλω κακοί άνθρωποι. Είναι κρατική πολιτική, κρατική επιλογή, ντροπιαστική και ανήθικη».

Τι σας εξώθησε, επακριβώς, να εγγράψετε την περίπτωση της μητέρας σας στο ευρύτερο πλαίσιο;

«Η υφή της διαμαρτυρίας της. Διότι τα όσα έλεγε η μητέρα μου παρέμεναν στην ιδιωτική σφαίρα, περιορίζονταν σε μένα που την άκουγα, δεν έφταναν στην πολιτική σφαίρα. Aρχισα τότε να διερωτώμαι σοβαρά για την εμπειρία αυτών των ανθρώπων, όπως εκείνη, οι οποίοι πλέον έχουν χάσει τη φυσική τους αυτονομία. Τι σημαίνει να είναι κανείς σε μια τέτοια κατάσταση; Τι γίνεται με τους ηλικιωμένους (όχι τους ενεργούς συνταξιούχους, προσέξτε, αλλά τους μη αυτοεξυπηρετούμενους ανθρώπους) που βιώνουν αυτόν τον σωματικό και κοινωνικό εκτοπισμό και νιώθουν έγκλειστοι και παρατημένοι; Και αφού οι ίδιοι αδυνατούν, εκ των πραγμάτων, να βγουν έξω στον δρόμο και να διαμαρτυρηθούν, ποιοι άραγε δικαιούνται να μιλήσουν εκ μέρους αυτού του εύθραυστου «εμείς» των ανήμπορων, ένα «εμείς» που προφανώς υφίσταται αλλά δεν αρθρώνεται; Αυτοί οι προβληματισμοί συντονίστηκαν με ήδη υπάρχουσες θεωρητικές ανησυχίες, δικές μου, σχετικά με τις δυνατότητες των κινημάτων στην εποχή μας. Κάπως έτσι, συνδιαμορφώθηκε το βιβλίο».

Αντλήσατε πολύ από λογοτεχνικά κείμενα αυτή τη φορά, οφείλω να επισημάνω. Επικαλείστε και τη «Μοναξιά των ετοιμοθάνατων» (1982) του Νόρμπερτ Ελίας αλλά η κρίσιμη αναφορά σας, αναμφίβολα, είναι τα «Γηρατειά» (1970) της Σιμόν ντε Μποβουάρ, ένα βιβλίο όχι και τόσο γνωστό…

«Δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό, ούτε καν στη Γαλλία. Διαπίστωσα ενόσω έγραφα το βιβλίο μου ότι, ακόμα και οι πιο φεμινιστές φίλοι μου, όσοι ξέρουν κάθε αράδα από το έργο της, δεν το είχαν διαβάσει το συγκεκριμένο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ το έγραψε σε μια περίοδο που διαισθανόταν ότι έμπαινε στο φάσμα των γηρατειών (62 ετών ήταν τότε, αλίμονο, άλλοι καιροί, σήμερα δεν θα λέγαμε ακριβώς ότι την έχουν πάρει και τα χρόνια). Στα πολυσέλιδα Γηρατειά εκείνη αποφάσισε να γίνει η πολιτική εκπρόσωπος των ηλικιωμένων, να συγκροτήσει μια συλλογική φωνή για λογαριασμό τους. Υπήρξε ευρηματική και διορατική, πνευματικά πρωτοπόρος σε αυτό το πεδίο. Εγώ θέλησα να την τιμήσω και να ακολουθήσω τα βήματά της.

Κατά τη γνώμη μου, κάθε σκέψη που θέλει να λέγεται συμπεριληπτική και αριστερή και προοδευτική πρέπει να λάβει υπόψη της τα Γηρατειά. Βεβαίως, το βιβλίο αυτό δεν είχε ούτε την καταλυτική επίδραση ούτε την αποτελεσματικότητα του Δεύτερου φύλου (1949). Αφενός, ένα βιβλίο για τους ηλικιωμένους δεν είναι και πολύ, πώς να το θέσω, ευχάριστο. Αφετέρου, σε αντίθεση με το δημοφιλές και εμβληματικό Δεύτερο φύλο, ούτε γέννησε ούτε και πλαισιώθηκε, αντιστοίχως, από φεμινιστικά, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα που θα το καθιστούσαν, κάθε φορά, κομμάτι του ζωντανού διαλόγου από πολιτισμική άποψη. Οπότε καταλαβαίνετε γιατί οι περισσότεροι όχι απλώς δεν το είχαν διαβάσει αλλά σχεδόν αγνοούσαν την ύπαρξή του.

Περηφανεύομαι λίγο που το δικό μου βιβλίο ανακίνησε κάπως το ενδιαφέρον για τα Γηρατειά (αυτό τουλάχιστον λέει ο πεπειραμένος βιβλιοπώλης μου, που ούτε εκείνος είχε ακούσει ποτέ για αυτά). Τέλος, ναι, αντλώ πολύ από τη λογοτεχνία. Είναι απλούστατο. Τα γηρατειά, αυτό το τεράστιο ταμπού ακόμα και σήμερα, ως θέμα, ως συνθήκη, είναι σαν να μην υπήρχαν στην πολιτική θεωρία και στη φιλοσοφία (ακόμα και ο Σαρτρ ή ο Μερλό-Ποντί είχαν αποκλείσει τους ηλικιωμένους από τη χωροχρονική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς την προσδιόριζαν αποκλειστικά μέσω μιας προβολής στο μέλλον). Η λογοτεχνία στάθηκε πολύτιμος, διεισδυτικός σύντροφος στην προσπάθειά μου. Ενίοτε η μυθοπλασία, με μερικές μονάχα φράσεις, αγγίζει την πιο πυκνή ουσία».

Γράφετε για τη μητέρα σας ότι «έγινα αυτό που είμαι κόντρα σ’ εκείνη, αλλά και χάρη σ’ εκείνη». Σκέφτομαι ότι, ακόμα κι αν το προσπαθούμε συνειδητά, δεν καταφέρνουμε εν τέλει να ξεφύγουμε πλήρως από την οικογένειά μας. Τι λέτε;

«Φεύγοντας νεαρός από την επαρχία, από τον εργατικό πλην ομοφοβικό μου περίγυρο, προσπάθησα να ζήσω συνειδητά τη ζωή μου έξω από κάθε οικογενειακό δεσμό. Αυτό δεν το κατάφερα απολύτως, κανείς δεν το καταφέρνει, λόγω της κοινωνικής δομής, του πλέγματος των καθορισμών, των υποχρεώσεων αλλά και των αισθημάτων που «κατασκευάζονται» μέσω της οικογένειας. Καμία επιστροφή δεν είναι εύκολη, επειδή ακριβώς σου υπενθυμίζει γιατί έφυγες.

Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, αποπειράθηκα να επανασυνδεθώ, κάπως, με τη μητέρα μου. Υπήρχαν ανυπέρβλητα εμπόδια, λόγου χάριν, ο απεχθής ρατσισμός της, τον οποίο δεν άντεχα καθόλου. Επίσης, από τη στιγμή που βγήκε στη σύνταξη, η επιλογή της να ψηφίζει χωρίς ενδοιασμούς την Ακροδεξιά (έχοντας πια αλλάξει ως πολιτικό υποκείμενο, ξέρετε δεν μιλάμε απλώς για μια κάλπη, μιλάμε για ριζικό μετασχηματισμό αυτοεικόνας και ταυτότητας της παλιάς εργατικής τάξης, με κρίσιμη ευθύνη της ίδιας της Αριστεράς μέσα στο διάστημα μιας εικοσαετίας).

Στα τελευταία της, αυτά που έκανα δεν ήταν αρκετά και το ξέρω. Hμουν εγωιστής και δεν ήμουν αρκούντως ευγνώμων, υποβίβασα τον αγώνα της να με στηρίξει στις σπουδές μου. Δεν έχουν νόημα, ωστόσο, τέτοιες ενοχές πια. Με εκείνη άρρωστη και ανήμπορη, σε κάθε περίπτωση, επιχείρησα μια αποκατάσταση της σχέσης μας. Hταν αγάπη αυτό; Αμφιβάλλω. Ούτε καν τρυφερότητα δεν ήταν. Μάλλον συμπόνια για μια βασανισμένη γυναίκα που είχε περάσει ολόκληρη τη ζωή της δυστυχισμένη. Ποτέ δεν θέλησα να είμαι γιος. Κι ωστόσο όταν εκείνη πέθανε, δεν είχα την επιλογή, έπαψα να είμαι γιος, κι αυτό ρηγμάτωσε παράξενα την ατομική μου ταυτότητα».

Συνταγή κατά της Ακροδεξιάς

Πώς θα μπορούσε να ανατραπεί, κύριε Εριμπόν, αυτή η εμπέδωση της ανόδου της Ακροδεξιάς;

«Το φαινόμενο, όπως παρατηρούμε, είναι πανευρωπαϊκό. Είναι ποικίλες οι παράμετροι και περίπλοκες. Ας σταθώ όμως σε κάτι που σχετίζεται και με το βιβλίο. Στη Γαλλία, έρευνες έχουν δείξει ότι ένας από τους βασικούς λόγους της σταθερής στροφής προς την Ακροδεξιά είναι η αποσύνθεση του κράτους πρόνοιας και των δημόσιων υπηρεσιών (από το νεοφιλελεύθερο δόγμα που μετά τον Σαρκοζί και τον σοσιαλιστή Ολάντ έχει υπηρετήσει καλύτερα από όλους ο Μακρόν, αυτός ο φριχτός πρόεδρος). Η φτώχεια κοστίζει ακριβά, ξέρετε. Και όλους αυτούς τους ανθρώπους δεν πρόκειται να τους πάρουμε πίσω εύκολα. Υπό προϋποθέσεις, για τις οποίες οφείλει να παλέψει η Αριστερά συμμαχώντας με τα κοινωνικά κινήματα, θα χρειαστεί τουλάχιστον άλλη μια εικοσαετία προκειμένου να εξισορροπηθεί η κατάσταση, να μην έχουμε αυταπάτες. Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών ήταν μια μεγάλη ανάσα, το θέμα όμως είναι αν μπορούν οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν να εδραιωθούν».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.