Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1956–1993) θα δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα Υπόθεση μπεστ σέλλερ (1980) και Οι πτυχιούχοι (1984), όπως και τη συλλογή διηγημάτων Νέες αθηναϊκές ιστορίες (1989).
Στην πεζογραφία του Βακαλόπουλου θα παρακολουθήσουμε τον θολό και ακαθόριστο κόσμο μιας ομάδας νεαρών ηρώων, τους οποίους η αφήγηση αποδομεί μέσω μιας σταθερά ειρωνικής και αντισυναισθηματικής γλώσσας, που ενδυναμώνει και ταυτοχρόνως ξηλώνει αργά πλην εξοντωτικά τόσο το εγώ όσο και το περιβάλλον του.
Η σε όλους τους τόνους διακηρυγμένη απόδραση από τη σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας, σε αντίστιξη με το ανυποψίαστο και τη μακαριότητα της παιδικής ηλικίας, αλλά και σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ενός κινηματογραφικού στυλ αφήγησης, καθώς και μιας ποιητικότητας της γραφής, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά στην πρόζα του Βακαλόπουλου, που επιδιώκει να ελαφρώσει τα πράγματα από τη θαμπή μεγαλοσύνη και τον δήθεν βαρύ οπλισμό τους. Μιλάμε για το κλίμα των νέων πεζογράφων εκείνης της δεκαετίας, κλίμα ατομοκεντρικό, αντισυμβατικό και εν πολλοίς παρωδιακό, όπου τα συλλογικά μεγέθη τείνουν να αποκτήσουν τη μορφή κωμωδίας ή φάρσας.
Μέχρι τον θάνατό του ο Βακαλόπουλος θα δημοσιεύσει ένα μόνο ακόμα βιβλίο, τη Γραμμή του ορίζοντος (1991). Εκείνο το οποίο θα κυριαρχήσει εδώ θα είναι ένα διάχυτο αίσθημα νοσταλγίας για το ραδιόφωνο, το ροκ και τις κινηματογραφικές αίθουσες της αθηναϊκής δεκαετίας του 1960 (η ηρωίδα αγωνίζεται να ξεπεράσει την πρόσφατη διάλυση του γάμου της, ανατρέχοντας, όπως ακριβώς θα το περιμέναμε στην περίπτωση του Βακαλόπουλου, στα παιδικά της χρόνια). Από τον χαριτωμένο και χαλαρό βηματισμό των πρώτων έργων του ο Βακαλόπουλος περνά σε μια κάπως δραματική αντιπαραβολή του μυθικού παρελθόντος, το οποίο αντιπροσωπεύουν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και η ελληνική Ανατολή, με το άχρηστο και αδειασμένο παρόν. Ετσι, η αγαθή ομοθυμία της αθηναϊκής γειτονιάς θα αντιπαρατεθεί στον μηχανικό πολιτισμό της τηλεόρασης (βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τον ψηφιακό πολιτισμό και από την επικοινωνία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης).
Την μήνιν του Βακαλόπουλου θα εισπράξει επίσης το «ξανθό» γένος της Ευρώπης σε ένα κλίμα όπου είναι πιθανόν να αναγνωρίσουμε κάποιους τόνους από το τότε ισχυρό ρεύμα της νεορθοδοξίας. Με την ευφυή δροσιά της αφήγησης στα πρώτα του βιβλία, αλλά και με τα αντιθετικά σχήματα της Γραμμής του ορίζοντος, όπου θα χρειαστεί να συνυπολογίσουμε και μια στρατηγική πυκνά μετατονισμένων επαναλήψεων, ο Βακαλόπουλος θα προσφέρει διττή φωνή στην εποχή του, ικανοποιώντας τόσο την ανάγκη για αμφισβήτηση του βάρους που έριξε στους ώμους της Μεταπολίτευσης η μεταπολεμική υπερφόρτωση της πολιτικής και της Ιστορίας όσο και τον πόθο για την καταφυγή σε έναν διαφορετικό μύθο, τον μύθο μιας έστω χαμένης διά παντός αυθεντικότητας.
Η υπαρξιακή κρίση την οποία αντιμετωπίζει η Ρέα Φραντζή, η πρωταγωνίστρια της Γραμμής του ορίζοντος, και η ανεύρεση του καινούργιου της εαυτού θα ανακουφίσει τους νέους της δεκαετίας του 1980 από τις δεσμεύσεις τις οποίες κληρονόμησαν από τους γονείς τους, εφοδιάζοντάς τους με ένα συμβολικό καταφύγιο ετερόδοξης αγνότητας. Υποθέτω πως το ίδιο πλέγμα επηρεάζει και τους πάμπολλους σημερινούς νέους που σπεύδουν να αγοράσουν το βιβλίο του Βακαλόπουλου – πλην με άλλους (όπως είναι εύλογο) όρους. Μια κρίση ταυτότητας αποκτά στις ημέρες μας σχεδόν αυτομάτως οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο. Οσο για το συμβολικό μέρος, οι μύθοι έχουν πάντοτε την ευχέρεια να μετασχηματίζονται και να αναπροσαρμόζονται.