Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η Λούσυ Μπάρτον, παντρεμένη μητέρα δύο κοριτσιών και επίδοξη συγγραφέας, έχει εισαχθεί σε ένα κεντρικό νοσοκομείο της Νέας Υόρκης προκειμένου να κάνει μία εγχείρηση ρουτίνας, να αφαιρέσει τη σκωληκοειδίτιδά της. Το δωμάτιό της έχει θέα προς το Κτίριο Κράισλερ και, όποτε πέφτει η νύχτα, η ίδια το παρατηρεί «σε όλη την κατάφωτη γεωμετρική του λαμπρότητα». Μετά από περίπου τρεις εβδομάδες νοσηλείας, ένα απόγευμα, συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Η Λούσυ Μπάρτον στρέφει το βλέμμα της από το παράθυρο και ξαφνικά βλέπει τη μητέρα της να κάθεται σε μια καρέκλα, στα πόδια του κρεβατιού της. «Γεια σου, Φρου Φρου» της λέει χαϊδευτικά, όπως ακριβώς την αποκαλούσε στα μικράτα της, εκεί όπου μεγάλωσε, στο αγροτικό Αμγκας του Ιλινόι. «Είχα τέσσερα χρόνια να δω τη μητέρα μου και τώρα είχα απομείνει να την κοιτάζω· μου ήταν αδύνατο να καταλάβω γιατί φαινόταν τόσο διαφορετική» εξομολογείται η αφηγήτρια της Ελίζαμπεθ Στράουτ στο μυθιστόρημά της Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αγρα, σε μια άψογη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου από τα αγγλικά.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω