Τον ξεχωριστό στυλίστα της μεταπολεμικής διηγηματογραφίας μας Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο (1930-2024), που πέθανε την Παρασκευή 29 Νοεμβρίου, αποχαιρετούν συνεργάτες και φίλοι. Σαν να πίνουν καφέ μετά το ξόδι, θυμούνται με νοσταλγία περιστατικά που συμπυκνώνουν την ποιότητα του ανθρώπου και αφηγούνται προσωπικές ιστορίες της καθημερινής ζωής σαν αυτές που έδιναν το έναυσμα και γίνονταν το θεματικό κέντρο των διηγημάτων του συγγραφέα του «Οβολού» και των «Θερμών θαλάσσιων λουτρών».

ΓΙΩΤΑ ΚΡΙΤΣΕΛΗ: Ενας λεπτουργός της μικρής φόρμας

Οταν το 2021 ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος μου εμπιστεύθηκε την έκδοση των διηγημάτων και των δοκιμίων του, χαρά μεγάλη και αμφιβολία εναλλάσσονταν μέσα μου. Θα κατάφερνα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις ενός συγγραφέα που πρέσβευε ότι η τυπογραφική μορφή «διαυγάζει το κείμενο, συντείνει στην υφολογική, αλλά και την εννοιολογική του ολοκλήρωση»; Η συνεργασία μας ωστόσο υπήρξε άψογη. Ο ίδιος συνέπραξε άοκνα σε όλα τα στάδια της έκδοσης, από την ελάχιστη λεπτομέρεια της μορφοποίησης του κειμένου μέχρι τον σχεδιασμό του εξωφύλλου. Μόνιμη επωδός: «Να ήμουν νεότερος, να ερχόμουνα και εγώ στο τυπογραφείο!».

Η ιδέα να τυπωθεί η λευκή ετικέτα του εξωφύλλου με την τεχνική της βαθυτυπίας τον ενθουσίασε, ενώ καμάρωνε για το τελικό αποτέλεσμα, την πολύχρωμη βεντάλια των έξι τόμων που έβλεπε απλωμένη στο γραφείο του. Αν και άνθρωπος αυστηρός και τελειομανής, επαινούσε όλους τους συντελεστές της έκδοσης με περισσή γενναιοδωρία. Τα πεσκέσια με λαχταριστά καλούδια μετά την έκδοση κάθε τόμου ήταν το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας.

Η σχέση μας συν τω χρόνω βάθαινε καθώς διαπίστωνε την ξεχωριστή αγάπη που τρέφω για τα διηγήματά του. Ο θαυμαστός κόσμος τους με ώθησε σε έναν κύκλο αλλεπάλληλων αναγνώσεων, μέσα από τις οποίες μου αποκαλύφθηκε η μοναδική τέχνη ενός απαράμιλλου στυλίστα, τέτοιου που η λογοτεχνία μας είχε να δει από τον 19ο αιώνα· ενός λεπτουργού της μικρής φόρμας που η μαστοριά του καθιστά αόρατες τις ραφές και τους κόμπους της γραφής. Σταδιακά μου φανερώθηκε ο κρυμμένος πυρήνας των διηγημάτων του, το δραματικό τους βάθος: η φθορά, η απώλεια, τα τραύματα της Ιστορίας που κρύβονται πίσω από τη λαμπερή επιφάνεια και τον φιλοπαίγμονα τόνο των ιστοριών του. Ο Η.Χ.Π. απολάμβανε ιδιαιτέρως τις συζητήσεις μας γύρω από τα μυστικά της γραφής του. Χαίρομαι για όσα συζητήσαμε, λυπάμαι για όσα δίστασα να τον ρωτήσω. Συνήθιζε να διηγείται ιστορίες από το παρελθόν με κάθε ευκαιρία. Ωστόσο τις τελευταίες μέρες της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, κατά τις τηλεφωνικές μας συνομιλίες, συνέβη κάτι απροσδόκητο. Οι δύο ιστορίες που μου διηγήθηκε με απόλυτη διαύγεια ήταν σχεδόν έτοιμα διηγήματα – φαίνεται τις στριφογύριζε πυρετωδώς στο μυαλό του και τις μαστόρευε επίμονα. Με ρώτησε ποιον τίτλο θα τους έβαζα. Χάρηκε πολύ που συμπέσαμε. Ηταν το τελευταίο δώρο του Η.Χ.Π.

Η τελευταία χάρη που μου ζήτησε δύο μήνες πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια ήταν μια πράξη φιλίας: να προταχθεί της κυκλοφορίας των δοκιμίων του η νέα έκδοση των τριών Γραμμάτων από την Αμερική του Γιώργη Παυλόπουλου προς τον ίδιο. Αγωνιούσε η αφηγηματική δεινότητα του καλού του φίλου να φτάσει στους αναγνώστες. Πρόλαβε να δει τα δοκίμια και τη μακέτα του εξωφύλλου, η χαρά του ήταν μικρού παιδιού.

Η κυρία Γιώτα Κριτσέλη είναι εκδότρια των εκδόσεων Κίχλη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΡΣΟΣ : «Μα αυτά είναι παιδιά μας!»

Ξαναδιαβάζω τα διηγήματα του Ηλία αυτές τις μέρες και σκέφτομαι τη Νιόβη. Γνωριστήκαμε όταν εκείνη έγινε προϊσταμένη της Υγειονομικής Υπηρεσίας στη Νάουσα, ακολουθώντας τον με μετάθεση όταν εκείνος ήρθε στη μονάδα εκεί με τον βαθμό του γενικού αρχίατρου. Παρά τη σχετική διαφορά ηλικίας – προϊσταμένη εκείνη, απλός γιατρός εγώ –, γίναμε πολύ καλοί φίλοι και περνούσαμε καθημερινά τα βράδια μας πότε στη Νάουσα που ζούσαν εκείνοι, πότε στη Βέροια που ζούσαμε εγώ με τη γυναίκα μου. Αγαπούσαν και οι δυο τους κάθε τι που περπατούσε και κινούνταν πάνω στη γη. Υπήρχε ένα σκυλί στο στρατόπεδο, η Κανέλα, που δάγκωνε, κι οι στρατιώτες φοβούνταν μην ήταν λυσσασμένο. Ο Ηλίας την πλησίασε τρυφερά και την οδήγησε δίπλα, στο γραφείο. Βλέπω τη φωτογραφία του με τον πελαργό στην αγκαλιά και θυμάμαι το χελωνάκι που είδαμε ταξιδεύοντας καταμεσής στον δρόμο. Εκείνος σταμάτησε το αυτοκίνητο, βγήκε, σήκωσε το χελωνάκι, το έφερε στη Νιόβη να το χαϊδέψει, και το πέρασε στην άλλη πλευρά του δρόμου. Στο καστρόσπιτό τους στην Πάρο όπου μας φιλοξένησαν, όπως μας ξεναγούσαν στο σπίτι είδαμε στην κρεβατοκάμαρά τους μια σφηκοφωλιά με τις σφήκες να μπαινοβγαίνουν. Πρέπει να την καταστρέψετε, τους είπαμε. «Μα αυτά είναι παιδιά μας!», απάντησαν. «Κι ένα τέτοιο αρχιτεκτονικό έργο της φύσης, πώς να το χαλάσουμε;». Αγαπούσαν τα σκυλιά, τα λουλούδια και τους ανθρώπους. Ενα Πάσχα που περάσαμε μαζί, μας πήγαν στο βιβλιοπωλείο που σύχναζε ο Σινόπουλος στον Πύργο, φάγαμε κοκορέτσι στο σπίτι του Γιώργη Παυλόπουλου. Οπου κι αν πήγαμε μας κερνούσαν, τον περιέβαλλαν με αγάπη κι εκτίμηση. Τη Νιόβη σκέφτομαι, πώς θα αντέξει τόσο πόνο;

Ο κ. Γιώργος Μπέρσος είναι γιατρός στη Βέροια.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ : Η μέθοδος της παρέλκυσης

Εγραφα σε παλαιότερο κείμενό μου πως ένα στοιχείο το οποίο οφείλουμε να ξεχωρίσουμε στη διηγηματογραφία του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου ενόσω διατρέχουμε τις σελίδες της είναι η παρέλκυση της αναγνωστικής προσοχής. Εννοούσα προφανώς ότι ο Παπαδημητρακόπουλος εστιάζει συχνά στα επουσιώδη των ιστοριών του, αφήνοντας το σκηνικό τους βάθος να τεκμαίρεται (και να φωτίζεται) μόνο διά της πλαγίας οδού. Οι συγγραφείς και τα βιβλία τους ή οι κριτικοί και οι αναλύσεις τους δεν είναι – ή δεν είναι μόνο – η πένα τους και τα χαρτιά τους, μα, ξαφνικά, και η χαρά μιας πραγματικής, εντελώς χειροπιαστής ζωής.

Με τον Παπαδημητρακόπουλο μας συνέδεσαν τουλάχιστον 35 έτη φιλίας και ανακαλώ τώρα, λίγες μόνο ημέρες μετά τον θάνατό του, ένα μεσημέρι προ 20 ετών, στο σπίτι του (σχεδόν μόνιμη κατοικία), στην Πάρο. Hταν ένα καλοκαίρι σαν τεράστιος ουρανός και στην καρδιά του ζούσε η χρυσή μου αγάπη. Με θέα το βαθύ μπλε της Παροναξίας, μας υποδέχθηκαν ο Παπαδημητρακόπουλος και η γυναίκα του, Νιόβη, για φαγητό και κρασί. Ο Ηλίας κοίταζε με αγαθή αυστηρότητα τις άπειρες γάτες, στρωμένες παντού στην αυλή και κάτω από το τραπέζι, έδειχνε το σχεδόν αρχαίο λευκό Saab, προστατευμένο στο γκαράζ, εξιστορώντας τις περιπέτειές του, μιλούσε για τα αρώματα του κρασιού και βωμολοχούσε κατά το προσφιλές του συνήθειο, περιγελώντας κάθε σοβαροφάνεια. Να γιατί ανακαλώ τώρα τη στρατηγική της παρέλκυσης, η οποία υποδείκνυε ανέκαθεν την εκάστοτε μυστική του συνθήκη. Στα διηγήματά του, ήταν μια κωμωδία με φωτεινό ή σκοτεινό νόημα, το υπαρξιακό άγχος, η αγωνία του θανάτου, η συναίσθηση μιας ανέκκλητης φθοράς.

Στη ζωή του, έμοιαζε με την ευδία μέσα σε εκείνο το ολάνθιστο καλοκαίρι, η οποία μετατράπηκε αργά το απόγευμα, όταν με ανέβασε στη σοφίτα του, για να κοιτάξω τα αρχεία και τα βιβλία του, σε κάτι σαν γλυκόπικρο αίσθημα για το τρέξιμο του χρόνου. Κι αν πρόκειται κλείνοντας, να θυμηθώ συναφώς και δύο ακόμα χαρακτηριστικά της γραφής του, τη διακριτική ειρωνεία και τον λεπτό αυτοχλευασμό μέσω των οποίων χειρίστηκε το σύνολο της θεματογραφίας του, ας πω ότι το ίδιο συνέβαινε με τον βίο του – δεν του επέτρεπε να βαλτώσει, να πέσει στη βαρεμάρα και στην αδιαφορία ή να σκουριάσει ούτε στιγμή. Αντίο, φίλε.

Ο κ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου είναι κριτικός λογοτεχνίας.