Δημήτρης Μαλέσης «…ν’ ανάψη η επανάστασις». Μεγάλη Ιδέα και στρατός τον 19ο αιώνα Εκδόσεις Ασίνη, 2018 σ. 496, τιμή 21 ευρώ Η πορεία της εξέλιξης των ατάκτων του Αγώνα προς τη δημιουργία τακτικού στρατού θα έπρεπε να περιμένει πολλά χρόνια ακόμη ώσπου να πραγματοποιηθεί η μεταρρύθμιση του Χαριλάου Τρικούπη. Ωστόσο, το 1897 απέδειξε ότι οι δυνάμεις που υπήρχαν κυρίως για την επιβολή της εσωτερικής ασφάλειας δεν ήταν έτοιμες για τις αλυτρωτικές αναμετρήσεις. Η διεθνής απομόνωση, η οικονομική δυσπραγία, η πτώχευση και ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος ανέβαλαν την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας ως τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θέλησε να μεταφέρει την ολοκλήρωση του οράματος στη σύμπλευση της χώρας του με τις δυνάμεις της Τριπλής Συνεννόησης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο σημαντικό πόνημα του Δημήτρη Μαλέση με τίτλο «…ν’ ανάψη η επανάστασις» για τη σχέση Μεγάλης Ιδέας και στρατού στον 19ο αιώνα ξεχωρίζει μια νέα πτυχή του Διχασμού ανάμεσα στον ανώτατο άρχοντα Κωνσταντίνο και τον δημοφιλή πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Αν και εκτός των χρονικών ορίων του τίτλου της μελέτης, ο Διχασμός αξιώνει την προσοχή μας. Η προϊστορία του αρχίζει από τις διαφωνίες του Βενιζέλου με τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο που ο πρωθυπουργός είχε αναβαπτίσει – από αποσυνάγωγο του 1897 και αντικείμενο δίωξης από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο του 1909 σε λαοπρόβλητο στρατηλάτη των Βαλκανικών Πολέμων. Είναι εντυπωσιακό ότι ως βασιλιάς ο Κωνσταντίνος ουδέποτε αναγνώρισε τη μοναδική του οφειλή στον μισητό του αντίπαλο. Δούσμανης, Μεταξάς, Στρέιτ Μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας της βασιλικής καμαρίλας οφειλόταν στον κύριο επιτελικό του Κωνσταντίνου, τον Βίκτωρα Δούσμανη. Στα «Απομνημονεύματά» του ο έμπιστος του Κωνσταντίνου απαριθμεί ως «ανοίκειο και θλιβερή επέμβαση εις αλλότρια καθήκοντα» τις υποδείξεις του Βενιζέλου για την έγκαιρη κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ανάλογη κριτική θα βρει ο αναγνώστης και στο ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος απαξιώνει τον αρχηγό του στρατού της Ηπείρου, στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, και τον χαρακτηρίζει «ανίκανο». Ο συγγραφέας ωστόσο μάς θυμίζει ότι ο Σαπουντζάκης ήταν από τους έμπιστους αξιωματικούς του Παλατιού και καθηγητής του Διαδόχου την περίοδο 1882-1886. Παρόμοια κακομεταχείριση επιφυλάσσουν οι δύο αυλικοί για τον αρχηγό του Επιτελείου Παναγιώτη Δαγκλή. Το περιβάλλον Δούσμανη-Μεταξά καλλιεργούσε στον έλληνα μονάρχη την ιδέα του απόλυτου εξουσιαστή, «έξω από κάθε συνταγματική δέσμευση». Ανάλογες ιδέες διατύπωνε και ο Ξενοφών Στρατηγός, συμφοιτητής του Μεταξά στην Ακαδημία του Βερολίνου. Και ενώ η Ελλάδα περίπου διπλασιαζόταν σε πληθυσμό και εδάφη, η αμετροεπής εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ» επιδιδόταν σε ατέλειωτο λιβανωτό προς τον «θεόπεμπτο αναδημιουργό του εθνικού μεγαλείου και της δόξης», Κωνσταντίνο. Το διαπραγματευτικό έργο του Βενιζέλου στο Λονδίνο χαρακτηρίζει «οικτρά αποτυχία» ο Δούσμανης. Ο Μαλέσης σωστά επισημαίνει ότι ο Διχασμός προετοιμαζόταν συστηματικά ήδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Ο άλλος σημαντικός παράγων φιλογερμανισμού, με μεγάλη επιρροή στον Κωνσταντίνο, ήταν ο υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Στρέιτ. Ο Βενιζέλος προτιμούσε η αναμέτρηση με την Τουρκία για την εξασφάλιση της κατοχής των νήσων του Αιγαίου, που υπήρξε προϊόν των πολέμων 1912-13, να γίνει στο πλαίσιο μιας μεγάλης συμμαχίας με την Τριπλή Συνεννόηση και όχι μοναχικά μετά το τέλος του πολέμου. Πεποίθηση του Στρέιτ ήταν ότι ο πόλεμος των Κεντρικών Δυνάμεων αποτελούσε μέσον ανάσχεσης του πανσλαβισμού, συνεπώς η Ελλάδα θα ήταν κερδισμένη από τη συμμαχία αυτή. Ωστόσο, η συμμαχία του Κάιζερ με τον επίσης γερμανικής καταγωγής βούλγαρο βασιλέα δεν αποτελούσε εγγύηση κατά του πανσλαβισμού. Το αντίθετο ίσχυε. Αντιβενιζελικό όραμα Υπήρχε βέβαια και μια ανησυχία των κωνσταντινικών αξιωματικών που πρέσβευαν την ουδετερότητα, ότι «ο ελληνικός στρατός ήταν αριθμητικά υποδεέστερος του βουλγαρικού» κατά Δούσμανη. Με την παραίτηση του Βενιζέλου το 1915, η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον Δημ. Γούναρη ο οποίος υπερέβαλε κάθε άλλον σε «φιλειρηνισμό». Στο μεταξύ το «ΣΚΡΙΠ» συνέχιζε τις υβριστικές του καμπάνιες και απέδιδε στον «ωνειρευμένο βασιλέα» την πραγματοποίηση των αλυτρωτικών ονείρων του έθνους. Το πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο με την ουδετερότητα του Κωνσταντίνου ήταν λογικά ανεξήγητο. Ο Μαλέσης σημειώνει: «διαπιστώνεται ένας ιδιότυπος εσωστρεφής εθνικισμός, με μεγαλοϊδεατικό βερμπαλισμό, ο οποίος εξαντλείται σε φοβικές υπομνήσεις περί Βυζαντίου…» (σ. 439). Προσθέτει ωστόσο ο Μαλέσης ότι ο Μεταξάς θεωρούσε πως η Μεγάλη Ιδέα είχε υποστεί «κλονισμούς» χάρη στην «εισβολή εις την Ελλάδα του επικρατούντος εν Ευρώπη ορθολογισμού και των θεωριών του ιστορικού υλισμού». Και επειδή «η επίδρασις των νέων τούτων τάσεων ήταν λίαν (…) εκτεταμένη εις την ιθύνουσαν τάξιν (…) έμεναν αι καλύτεραι τάξεις ακόμη προσηλωμέναι εις τας αξίας τας οποίας είχαν εκ παραδόσεως και εξ ενστίκτου». Ο Δούσμανης, αφού χαρακτήριζε την πολιτική του Βενιζέλου «αυτόβουλον, πρωτόβουλον και αυταρχικήν», θεωρούσε ότι αυτή έπρεπε να εξασφαλίζει τη συγκατάθεση των ενόπλων δυνάμεων, του ελληνικού λαού και των «επιστρατευθησομένων ανδρών». Ουδείς λόγος για τις εκλογές τις οποίες ο Βενιζέλος κέρδιζε διαρκώς! Οταν ο Κωνσταντίνος παρέδωσε αμαχητί στους Βουλγάρους το οχυρό Ρούπελ και την Καβάλα, οι στρατιωτικοί του θρόνου θυμήθηκαν ότι προηγουμένως ο Βενιζέλος είχε προτείνει την παράδοση της Καβάλας προκειμένου να πεισθεί η Βουλγαρία να βγει στον πόλεμο υπέρ της Τριπλής Συνεννόησης. Ο Κωνσταντίνος διά της ηγεσίας του την παρέδωσε χωρίς αντάλλαγμα. Ο Μεταξάς εξάλλου, που επιχειρούσε ποιοτική σύγκριση ανάμεσα στο αριστοκρατικό και στο δημοκρατικό πολίτευμα, έγραφε: «Αι σημεριναί Δημοκρατίαι προοδεύουσιν εξωτερικώς – κατ’ έκτασιν και όγκον, και όχι εσωτερικώς – κατά βάθος και ποιότητα». Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τις αλλαγές που προκάλεσε ο ρόλος των στρατιωτικών στο πολίτευμα αλλά και στο κοινωνικό σώμα ευρύτερα. Αποτελεί διαφωτιστικό ανάγνωσμα μιας εποχής της οποίας οι διαμάχες των πολιτικών έχουν συζητηθεί, αλλά μένουν πολλές ακόμα πλευρές άγνωστες. Ο κ. Θάνος Μ. Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.