Ο Λένιν στο τρένο
Μετάφραση Μιχάλης Λαλιώτης
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018
σελ. 335, τιμή 23,32 ευρώ
Η εικόνα της άφιξης του Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν στον Σταθμό της Φινλανδίας είναι γνωστή. Ενα πλήθος πολιορκεί το βαγόνι του, μια μπάντα παιανίζει, ο πρώην εξόριστος χαιρετά με το καπέλο του. Ο πίνακας του Μιχαήλ Σοκολόφ από το 1935 υπερβάλλει επαναστατικά αναπλάθοντας την Ιστορία ως εξιδανίκευση. Οχι μόνο ο Στάλιν δεν κατήλθε από το τρένο πίσω από τον Λένιν (είχε επιστρέψει νωρίτερα στην Πετρούπολη από τη δική του εξορία στη Σιβηρία), όχι μόνο ο Λένιν δεν συνάντησε τον κόσμο στην αποβάθρα (η μεγάλη πλειονότητα των συγκεντρωμένων τον περίμενε έξω από τον σταθμό), αλλά και η όλη υποδοχή απείχε από το να τον ευχαριστεί. Δεν κράτησε την ανθοδέσμη που του πρόσφερε μια γυναίκα, θεωρούσε τα λουλούδια περιττά. Δεν χάρηκε με την τιμητική φρουρά του Δεύτερου Στόλου της Βαλτικής, η όλη παράσταση «του βρώμαγε αστική επιδεικτικότητα». Μάλλον εκνευρίστηκε όταν η μπάντα έπαιξε τη «Μασσαλιώτιδα», εκείνος προτιμούσε τη «Διεθνή». Και όταν τελικά μίλησε στα πλήθη με σύντομο, επιθετικό, ριζοσπαστικό λόγο, σαν «ένας άγριος μεσσίας», το έκανε όχι από τα σκαλοπάτια του βαγονιού, αλλά από την οροφή ενός τεθωρακισμένου οχήματος που θα τον μετέφερε στην πόλη. Σε αντίθεση με το επαναστατικό πεπρωμένο που αποπνέουν οι σοβιετικές αναπαραστάσεις της σκηνής, ο Λένιν προσήλθε στη Φεβρουαριανή Επανάσταση, όπως περιγράφει η βρετανίδα ιστορικός Κάθριν Μέριντεϊλ στο βιβλίο της «Ο Λένιν στο τρένο», με θυελλώδη ορμή, αλλά όχι ως πρωταγωνιστής ακόμη. Η διαδρομή από τη Ζυρίχη στο Πέτρογκραντ υπήρξε ένα είδος ηγετικής προετοιμασίας.
Τη σιδηροδρομική οδύσσεια οκτώ ημερών και 3.000 χιλιομέτρων, από τις 9 ως τις 16 Απριλίου 1917, κατά το νέο ημερολόγιο, ζητεί να περιγράψει η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου επαναλαμβάνοντας το δρομολόγιο στον τότε χρόνο του με τις ίδιες στάσεις και τις ίδιες μετεπιβιβάσεις. Οταν ο ρώσος ηγέτης ξεκινούσε το ταξίδι του, η Φεβρουαριανή Επανάσταση, μια αναπάντεχη για πολλούς εξέγερση («δεν θεωρείται πιθανό να υπάρξουν σοβαρές ταραχές» διαβεβαίωνε στις παραμονές της το Λονδίνο ο βρετανός πρεσβευτής) οφειλόμενη στην πολεμική κόπωση και στην ανεπάρκεια τροφίμων που ενέτεινε την έκδηλη αντιπάθεια κατά του δεσποτισμού των Ρομανόφ, είχε ανατρέψει τον τσάρο Νικόλαο Β΄ και παλινδρομούσε μεταξύ Προσωρινής Κυβέρνησης και Σοβιέτ. Οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και ριζοσπάστες αντιπρόσωποι της αστικής και των εργατικών τάξεων εμφάνιζαν διαφορετικές εκδοχές διστακτικότητας: ο ζήλος των Σοβιέτ μετριαζόταν από την πεποίθηση των μαρξιστών ότι η εργατική εξουσία επόταν και στο παρόν στάδιο ήταν η ώρα της αστικής τάξης να ηγηθεί, οι δεξιότητες της Δούμας ακυρώνονταν από την ασυμφωνία των πολιτικών δυνάμεων και τις προσωπικές στρατηγικές ανθρώπων όπως οι Πάβελ Μιλιούκοφ και Αλεξάντρ Κερένσκι. Αν υπήρχε μια κοινή συνισταμένη της δυαδικής εξουσίας στο Πέτρογκραντ αυτή ήταν η αίσθηση ότι «είχαν επωμιστεί ευθύνες, αλλά πολλοί απ’ αυτούς επιθυμούσαν διακαώς να τις ξεφορτωθούν».
Το «σφραγισμένο» τρένο
«Είναι απλώς σκατά! […] Επαναλαμβάνω: σκατά!» ήταν η αντίδραση του Λένιν για τις ομιλίες στο Σοβιέτ. Εξόριστος στη Δύση από το 1900, ο ηγέτης των μπολσεβίκων διαφωνούσε τόσο με τη συνεχιζόμενη συμπαράταξη της Ρωσίας στο πλευρό της Αντάντ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και με τις πολιτικές πρωτοβουλίες του δικού του κόμματος. Ζητώντας την άμεση επιστροφή του από τη Ζυρίχη («το πιο απελπισμένο του σχέδιο ήταν να προμηθευτεί το διαβατήριο κάποιου κωφάλαλου Σουηδού», ώσπου η σύζυγός του, Ναντιέζντα Κρούπσκαγια, του θύμισε ότι παραμιλούσε στον ύπνο του) βρήκε συμπαραστάτες στο πρόσωπο των γερμανών διπλωματών: ο υπουργός Εξωτερικών Αρτουρ Τσίμερμαν επέτρεψε τη διέλευση των επαναστατών από τη Γερμανία ευελπιστώντας ότι τυχόν επικράτησή τους θα σήμαινε ειρήνη στο ανατολικό μέτωπο και εξοικονόμηση δυνάμεων για μια τελική επίθεση κατά της Βρετανίας και της Γαλλίας στο δυτικό. Οι 32 εξόριστοι επιβιβάστηκαν σε έναν συρμό σφραγισμένο μεταφορικά (ο Λένιν είχε εξασφαλίσει ασυλία έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας σύλληψής τους), όχι όμως και κυριολεκτικά: σε μια νυχτερινή στάση στη Φρανκφούρτη μια ομάδα γερμανών στρατιωτών με μπίρες εισέβαλε ρωτώντας να μάθει αν και πότε θα γινόταν ειρήνη.
Ο Λένιν στο τρένο διάβαζε ακατάπαυστα και έγραφε πολιτικά κείμενα που θα αποκρυσταλλώνονταν στις περίφημες «Θέσεις του Απριλίου». Διατύπωσε κανόνες που επέβαλλαν τον ύπνο σε συγκεκριμένες ώρες «ως συντροφικό καθήκον των μπολσεβίκων» και ένα σύστημα με πάσα «πρώτης» και «δεύτερης» θέσης για την τουαλέτα ανάλογα με το αν κανείς τη χρειαζόταν για κάπνισμα ή άλλου είδους ανάγκες. Διαμόρφωσε ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα («ειρήνη, ψωμί και γη στους αγρότες») που θα ξεχώριζε από τις χλιαρές προσεγγίσεις των αντιπάλων του. Προετοιμάστηκε ψυχολογικά για να συντρίψει στο κομματικό συνέδριο του Μαΐου κάθε εσωτερική αντίσταση στη δική του γραμμή. Φτάνοντας στον Σταθμό της Φινλανδίας το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα των ορθοδόξων ήταν έτοιμος να εκμεταλλευθεί τις περιστάσεις.
Η σμίκρυνση του ηγέτη
Εδώ ωστόσο η Μέριντεϊλ, πέρα από την ανασύσταση του ταξιδιού του Λένιν ή την αποτύπωση των αδιεξόδων της πρώτης φάσης της Ρωσικής Επανάστασης, επιτυγχάνει και κάτι διόλου ευκαταφρόνητο: χωρίς να το δηλώνει ευθέως, ανατοποθετεί προσεκτικά τον Λένιν στην Ιστορία με τα μέτρα του 21ου αιώνα. Είναι βέβαια ένας ελάχιστος, ένας σχεδόν στιγμιαίος Λένιν συγκρινόμενος με τον τιτάνα των αγαλμάτων της σοβιετικής εποχής. Από τη στιγμή που η Οκτωβριανή Επανάσταση παρά τη δημοτικότητα των μπολσεβίκων δεν είναι αυθόρμητη, αλλά «πραξικόπημα» και «η σοβιετική δικτατορία είχε δημιουργήσει μια τυραννία», όπως σημειώνει η Μέριντεϊλ, τότε προκύπτει σαφώς πως η όποια θετική συμβολή του Λένιν έγκειται στο σύντομο διάστημα μεταξύ της επιστροφής του και της απόδρασής του στη Φινλανδία προκειμένου να γλιτώσει την κατηγορία της Προσωρινής Κυβέρνησης για προδοσία λόγω των δοσοληψιών του με τους Γερμανούς. Ο Λένιν της Ιστορίας, με άλλα λόγια, περιορίζεται δραματικά, στο διάστημα μόνο μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου 1917, όταν οι θέσεις του για επιδίωξη της εξουσίας και τερματισμό του πολέμου ταυτίστηκαν με τη βούληση μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού και του στρατού. Σε αυτό το διάστημα η Μέριντεϊλ περιγράφει έναν ορμητικό, αποφασιστικό, πειστικό ηγέτη. Κατά τα άλλα, έστειλε «δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στον θάνατο· το σύστημα που δημιούργησε ήταν καταπιεστικό, σκληρό και αποστειρωμένο, ένα εργαστήριο για ολόκληρες δεκαετίες τυραννίας». Ο άνθρωπος του τρένου, σε καμία περίπτωση άβουλος, στάθηκε οπωσδήποτε μοιραίος.