Στη βιβλιοθήκη του καλοκαιρινού σπιτιού βρίσκω το μυθιστόρημα «Το Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ, στην έκδοση του Εξάντα (1988) και στη μετάφραση του Γιώργου Σπανού. Το ξαναδιαβάζω. Προτιμώ τη μετάφραση αυτή σε σχέση με παλιότερες (ας πούμε, του Γιάννη Μπεράτη, 1950) ή με νεότερες (Δ. Στεφανάκης, 2017), γιατί νομίζω ότι βρίσκεται πιο κοντά στον τολμηρό γλωσσικό ρεαλισμό που εισήγαγε επαναστατικά στη λογοτεχνία ο Σταντάλ στις πρώτες δεκαετίας του 19ου αιώνα, δηλαδή σε μια εποχή ρομαντισμού.
Το θέμα μου δεν είναι βέβαια η μετάφραση, αλλά το γιατί ξαναδιαβάζουμε τους κλασικούς και μάλιστα γιατί η ανάγνωσή τους μας δίνει τόση απόλαυση αλλά και ανάταση. Είναι η εποχή; Είναι η πλοκή; Θα μπορούσα να πω ναι. Ο Σταντάλ παρουσιάζει τη Βόρεια Ιταλία, στη ναπολεόντεια και μεταναπολεόντεια εποχή, μέσα από χαρακτήρες και ήρωες κάθε κοινωνικής τάξης, στρώματος και αξιώματος, από τους ευγενείς και τον κλήρο μέχρι τους στρατιώτες, τους υπηρέτες, τους ταπεινούς ηθοποιούς των μπουλουκιών και τους τραγουδιστές της όπερας. Η εξουσία, η λειτουργία της Δικαιοσύνης, της Εκκλησίας, του θεάματος, ο κόσμος των παλάτσι, οι συγκοινωνίες, το σωφρονιστικό σύστημα, η οικονομία, οι ιδέες για τη δημοκρατία και τον φιλελευθερισμό, ο έρωτας αποτελούν συστατικά στοιχεία της αφήγησης. Η πλοκή ξετυλίγεται πάνω στο ρευστό πεδίο του τέλους εποχής, δηλαδή της παρακμής των φεουδαρχικά οργανωμένων ιταλικών κρατιδίων, όπως της Πάρμας, που αποτελεί το λογοτεχνικό κέντρο του μυθιστορήματος. Η αφήγηση εξελίσσεται μέσα από έναν βασικό ήρωα, τον Φαμπρίς ντελ Λόνγκο, έναν νεαρό ευγενή που διψάει για δράση και ερωτεύεται την κόρη του διώκτη του, την Κλέλια. Και για τους δύο είναι μια μοιραία σχέση. Λίγο πριν από το τέλος η Κλέλια πεθαίνει και ο Φαμπρίς κλείνεται στο καρθουσιανό μοναστήρι της Πάρμας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος