Νίκος Παναγιωτόπουλος
Ολομόναχος
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018
σελ. 104, τιμή 11 ευρώ
Το νέο του βιβλίο, υπό τον τίτλο «Ολομόναχος», ο Νίκος Παναγιωτόπουλος το αφιερώνει «στους δύο Αλέξανδρους», δηλαδή «τον πατέρα που συνάντησα πολύ αργά» και «τον γιο που αποχωρίστηκα ανέλπιστα νωρίς». Ο 55χρονος συγγραφέας επέστρεψε με ένα ακραιφνώς αυτοβιογραφικό πεζογράφημα, σύντομο αλλά συναρπαστικό, όπου συμβιώνουν οι ζωές τριών ανδρών και τρία χρονικά επίπεδα: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το παράξενο, εν προκειμένω, είναι ότι ένα τέτοιο κείμενο – βαρυσήμαντο, που ο ίδιος κουβαλούσε καιρό μέσα του – μας το παρέδωσε μέσω εξωτερικού. «Η πρόσκληση του γαλλικού εκδοτικού οίκου, στην οποία αναφέρεστε, ήταν μονάχα η αφορμή. Hρθε, βέβαια, την κατάλληλη στιγμή. Είχα αποφασίσει να μην περιλάβω την ιστορία του μυστικού των γονιών μου στο προηγούμενο βιβλίο μου, τον «Γραφικό χαρακτήρα», φοβούμενος την αντίδραση της μητέρας μου. Δεν τόλμησα καν να ζητήσω την άδειά της. Σκεφτόμουν πως θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει κάποτε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Oταν, το φθινόπωρο του 2016, ήρθε η πρόσκληση της Μαρτίν Λαβάλ να συμμετάσχω στη σειρά «Ce que la vie signifie pour moi» (Τι σημαίνει η ζωή για μένα) των Éditions du sonneur η επιλογή ήταν, αίφνης, αυτονόητη για μένα. Απ’ τη μια δεν διακινδύνευα να ταράξω τη μητέρα μου, απ’ την άλλη εκείνη την εποχή η σχέση μου με τον γιο μου οδηγούνταν σε αδιέξοδο ερήμην και των δυο μας. Την ίδια στιγμή, έβλεπα ολοκάθαρα την ιστορία του πατέρα μου να καθρεφτίζεται στη δική μου ζωή. Εγκατέλειψα πρόθυμα την ιδέα του μελλοντικού μυθιστορήματος και αφοσιώθηκα στη συγγραφή του «Ολομόναχου» – διαδικασία που αποδείχτηκε λυτρωτική και ως εκ τούτου σωτήρια. Προπονημένη από την έκθεση του «Γραφικού χαρακτήρα», η μητέρα μου με εξέπληξε έναν χρόνο αργότερα, διερωτώμενη «γιατί όχι και στα ελληνικά»;» δήλωσε προς «Το Βήμα» ο Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Αυτοβιογραφία και μυθοπλασία
Πώς αντιλαμβάνεται όμως αυτό το είδος γραφής και πώς διαφέρει από τη μυθοπλασία; «Το υλικό είναι απροκάλυπτα αυτοβιογραφικό. Για να εξηγηθώ: δεν υπάρχει τίποτε επινοημένο σ’ αυτά τα δυο βιβλία. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε λογοτεχνική κατεργασία του υλικού, που σημαίνει ότι το ύφος της αφήγησης δουλεύτηκε εξαντλητικά. Το περιεχόμενο όμως παρέμεινε ατόφιο, όπως έχει διασωθεί στη μνήμη – τη δική μου και της μητέρας μου. Αυτοβιογραφικές νύξεις υπάρχουν, ασφαλώς, διάσπαρτες σε όλα μου τα βιβλία – αόρατες οι περισσότερες για τον αναγνώστη, καταπλακωμένες καθώς είναι κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα επινοημένου υλικού. Οπως λέει κι ένας σοφός, δεν υπάρχει μυθοπλασία που να μην έχει αυτοβιογραφική βάση» τόνισε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Στην αρχή γράφει ότι «μεγάλωσα με έναν άγνωστο» και αργότερα σημειώνει πως ένιωθε τύψεις επειδή «δεν είχα προλάβει να γνωρίσω τον πατέρα μου». Αραγε αυτά ισχύουν εν γένει σ’ αυτές τις σχέσεις, ανάμεσα σε πατεράδες και γιους, ανεξαρτήτως αν υπάρχει στη μέση κάποιο μυστικό; «Υπάρχουν τόσες και τόσο γλαφυρές καταγραφές αυτής της σχέσης που με κάνουν να πιστεύω πως όντως ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τη στιγμή που το βιβλίο τυπωνόταν στη Γαλλία, έπεσα πάνω σε μια φράση από το «2666» του Ρομπέρτο Μπολάνιο που γενικεύει αφοριστικά αυτή την αίσθηση – γι’ αυτό και αποφάσισα να τη χρησιμοποιήσω ως μότο στην ελληνική έκδοση: «Κανένας δεν ξέρει τίποτα για τον πατέρα του. Ενας πατέρας είναι μια κατασκότεινη στοά μέσα στην οποία βαδίζουμε στα τυφλά ψάχνοντας την πόρτα εξόδου»».
Στο κείμενο του Νίκου Παναγιωτόπουλου υπάρχει ένα μυστήριο: γιατί ο πατέρας του άργησε τόσο πολύ να ζητήσει σε γάμο τη μητέρα του; Αυτό ωστόσο που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος αντιμετωπίζει αυτό το μυστικό. Μπροστά σε μια αποκάλυψη που κανονικά θα έπρεπε να του προκαλέσει σοκ, μήπως λειτούργησε περισσότερο ως συγγραφέας και λιγότερο ως γιος; «Το στοίχημα της συγγραφής ενός τέτοιου βιβλίου είναι κατά πόσον θα μπορέσεις να διαχειριστείς το συναισθηματικό σου φορτίο. Κατά πόσον ο συγγραφέας θα μπορέσει να μετατρέψει την ατομική εμπειρία του γιου σε ανάγνωσμα καθολικού – ει δυνατόν – ενδιαφέροντος. Την ωμή εμπειρία μου μπορώ να τη μεταδώσω συγκινημένος σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με φίλους. Απ’ τη στιγμή που μιλάμε για ένα βιβλίο ο συγγραφέας προσφέρει στον γιο ένα πακέτο χαρτομάντιλα και του ζητάει ευγενικά να του αδειάσει τη γωνιά». Επομένως, σε ποιον βαθμό η σχέση με τον δικό του πατέρα συνιστά κοινό τόπο και σε ποιον βαθμό εξαίρεση; «Η εξαίρεση, στην περίπτωσή μας, ήταν το μυστικό που οι γονείς μου κουβάλησαν αγόγγυστα επί μισόν αιώνα και βάλε. Η αποκάλυψή του μου επέτρεψε έστω και αργά να καταλάβω τον πατέρα μου και να κατανοήσω πόσα μοιράζομαι μαζί του θέλοντας και μη. Κατά τα άλλα, νομίζω ότι εμπίπτουμε στον κοινό τόπο: η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του και ο χαρακτήρας του γιου φυτρώνει στο χώμα του χαρακτήρα του πατέρα του».
Γονιός β’ κατηγορίας
Αναφερόμενος στον πατέρα του, ο οποίος πέθανε το 2007, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος διαπιστώνει ότι «κατά κάποιον τρόπο έχω βρεθεί στη θέση του: η ζωή μου καταστράφηκε εξαιτίας μιας γυναίκας». Το κείμενό του, υπό μία έννοια, το στοιχειώνει το διαζύγιό του, πιο πολύ ενδεχομένως απ’ όσο αφήνουν να φανεί οι αναφορές (ελάχιστες, πλην ρητές) σε αυτό. Η εξιστόρηση του δικού του χωρισμού είναι ένα βιβλίο που επέλεξε να μη γράψει; «Θα ήταν απλώς αδύνατον να αποφύγω την οποιαδήποτε αναφορά. Εχασα τον γιο μου χάρη σε έναν δικαστή που, λειτουργώντας στον αυτόματο πιλότο και ελαφρά τη καρδία, αποφάσισε να δώσει στη μάνα του το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το παιδί ως όχημα εξυπηρέτησης των προσωπικών της συμφερόντων. Στην πορεία συνειδητοποίησα πως δεν είμαι ο μόνος. Στη χώρα μας ο πατέρας θεωρείται γονιός δεύτερης κατηγορίας. Ο θυμός μου είναι τόσος που θα μπορούσα κάλλιστα να βγω στους δρόμους και να αγωνιστώ για τη θεσμοθέτηση της κοινής επιμέλειας, αλλά δεν θα μπορούσα να γράψω οτιδήποτε σχετικά με αυτό. Η συναισθηματική μου εμπλοκή είναι τέτοια που δεν μου επιτρέπει να πάρω την αναγκαία απόσταση». Τι σημαίνει, εντέλει, να είσαι πατέρας; «Δεν το γνωρίζω. Οπως δεν το γνώριζα και τη στιγμή που γεννήθηκε ο γιος μου. Δεν υπάρχουν σκηνοθετικές οδηγίες γι’ αυτόν το ρόλο. Τον ανακάλυπτα, αυτοσχεδιάζοντας, μέρα με τη μέρα επί έντεκα χρόνια. Και τώρα, μπροστά στην πιο απροσδόκητη τροπή της υπόθεσης, καλούμαι και πάλι να επινοήσω τη στάση μου». Του άφησε καθόλου χρόνο η ένταση του ατομικού βίου να προβληματιστεί πάνω στη συλλογική μας κρίση; «Η τελευταία δεκαετία ανέδειξε σε όλο της το μεγαλείο τη βαθύτατη κρίση αξιών που ταλανίζει τη χώρα. Αποδείχθηκε, αίφνης, πως γύρω μας περισσεύουν οι ψεκασμένοι, θρησκόληπτοι πατριώτες. Ευκαιρίας δοθείσης, οι φασίστες κάθε είδους αλωνίζουν. Το μεγαλύτερο ζήτημα αυτή τη στιγμή δεν είναι το πώς θα ξεπληρώσουμε τα δανεικά, αλλά το πώς θα μπορέσουμε να αντιστρέψουμε τη φορά της συλλογικής μας πορείας, αλλάζοντας πρόσημο στο αξιακό μας σύστημα».