Δημοσθένης Κούρτοβικ : Σουίτα για μια μάνα και μια πατρίδα

Ψηφίδες της προσωπικής και της ελληνικής ιστορίας συνθέτουν μια συγκινητική και εξομολογητική αφήγηση για την αναζήτηση ταυτότητας στο νέο μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ

«Λένε ότι οι μανάδες μας μάς ξέρουν καλύτερα από ό,τι ξέρουμε εμείς τον εαυτό μας. Σε μεγάλη ηλικία θα αισθανόμουν από αρκετές αφορμές, και πάντοτε με κάποια ανατριχίλα, πως αυτό αληθεύει». Είναι καλοκαίρι του 2015. Η Ελλάδα ζει στον πυρετό της κρίσης, των κλειστών τραπεζών, των Eurogroup, του δημοψηφίσματος και των μνημονίων. Το ίδιο καλοκαίρι, ένας γιος αποχαιρετά τη μάνα του, που φεύγει απ’ τη ζωή σχεδόν εκατό χρόνων. Τα ασυνάρτητα λόγια των τελευταίων στιγμών, μια ακατανόητη επιθυμία, καθώς και το απρόσμενο πλήθος που εμφανίζεται στην κηδεία της μητέρας του θα σπρώξει τον γιο σε μια αναζήτηση, σε έναν ανάπλου, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσει τα λόγια εκείνης και να ικανοποιήσει την έσχατη παραγγελία.

Για να επιλύσει το αίνιγμα, ο Δημοσθένης προσπαθεί να καταλάβει καλύτερα εκείνη που το έθεσε, να γνωρίσει βαθύτερα τη γυναίκα πίσω από τη μάνα, μια γυναίκα που φαίνεται πως η Λουμίνα, μια νεαρή Μολδαβή, πρώην θύμα του τράφικινγκ που η μητέρα του είχε περιμαζέψει στο σπίτι της, αντιλαμβανόταν συνολικότερα από ό,τι ο ίδιος.

Στο μυθιστόρημα Ο ήχος της σιωπής της (εκδ. Εστία, 2024) του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και κριτικού λογοτεχνίας Δημοσθένη Κούρτοβικ τα πρόσωπα, όπως μας ενημερώνει στο τέλος σημείωμα του συγγραφέα, ήταν και είναι υπαρκτά, και τα περισσότερα αναφέρονται με τα αληθινά τους ονόματα, «ωστόσο ο αναγνώστης δεν πρέπει να ξεχνάει ότι αυτό που διάβασε ήταν μυθιστόρημα».

Ο αναγνώστης που φθάνει στην τελευταία σελίδα έχει αντιληφθεί ήδη από το όνομα, την ηλικία, ορισμένους γνωστούς σταθμούς της ζωής, ότι συγγραφέας και πρωταγωνιστής ταυτίζονται σε ένα βιβλίο που κάποτε θα λέγαμε ότι έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, ύστερα θα το χαρακτηρίζαμε υβριδικό, διασταύρωση μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας, σήμερα το αποκαλούμε αυτομυθοπλασία. Δεν είναι όμως η αυθεντικότητα το κριτήριο – όπως έχει γράψει άλλοτε ο κριτικός Κούρτοβικ – αλλά το κατά πόσο το αυτοβιογραφικό υλικό πλάθεται σε πρωτότυπο μυθιστόρημα, στο οποίο η ζωή της μάνας, η ζωή του γιου και η ζωή της Ελλάδας – με τα κενά, τις εκκρεμότητες και τις αντιφάσεις τους – πλέκονται σε ένα αφήγημα, το οποίο εδώ εξιστορεί μια διαδικασία αυτογνωσίας που πυροδοτείται από την επιθυμία του γιου να αποκωδικοποιήσει την οριστικά απούσα μητέρα του.

Οδηγοί της μνήμης

Ακολουθώντας τους οδηγούς της μνήμης, με πρώτη την όσφρηση, μεταφερόμαστε στα μεταπολεμικά Σεπόλια. Εκεί ζούσε η οικογένειά της κι εκεί θα καταφύγει η μητέρα του αφηγητή με τα δυο παιδιά της ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της. Εκείνος, με μαγνητική προσωπικότητα, την απατούσε. Αραγε εκείνη τον είχε ερωτευθεί; αναρωτιέται ο αφηγητής. Γιατί έχουν καταχωθεί οι φωτογραφίες του στο υπόγειο; Ποια ήταν τα μυστικά της αστής μητέρας;

Με τα αγγλικά της, δακτυλογράφος και μεταφράστρια, μεγαλωμένη στην Αμερική, κόρη μετανάστη που πλούτισε και ύστερα στο Κραχ χρεοκόπησε κι επέστρεψε, είναι μια γυναίκα αξιοπρεπής, αγέρωχη στις δυσκολίες και απροσπέλαστη. Στο σπίτι της λαϊκής γειτονιάς, ο αφηγητής μας θα νιώσει, δέκα χρόνων, ότι εκεί γεννιέται ύστερα από χρόνια περιπλανήσεων και μετακομίσεων με τον πατέρα, από γειτονιά σε γειτονιά που θα του αφήσουν κληρονομιά μια αίσθηση του ανέστιου. Τα Σεπόλια γίνονται η πατρίδα του, μια πατρίδα που την ορίζουν γνώριμες μυρωδιές: το άναρχο οσφρητικό σύμπλεγμα (τυριά και λουκάνικα, ρίγανη, σκόρδο, ελιές, ψάθα) στο μπακάλικο με τα εδώδιμα και αποικιακά, κολόνια και σαπουνάδες ξυρίσματος στο μπαρμπέρικο· και εικόνες: τα ταψιά που γυρνούν από τον φούρνο τις Κυριακές, τα ξέφραγα οικόπεδα με το χαμομήλι και οι αλάνες όπου τα αγόρια παίζουν μπάλα.

Οι εικόνες του Κούρτοβικ (γενν. 1948) είναι τυπικές εικόνες της μεταπολεμικής Ελλάδας, και τα πρόσωπα της οδού Αμβρακίας γνώριμοι ανθρωπότυποι του Ελληνα της εποχής: ο πλανόδιος μανάβης Θόδωρος, ο φόβος της γειτονιάς, με τη γλυκιά και φιλόξενη γυναίκα, η χήρα σπιτονοικοκυρά με τον άεργο γιο, ο καλοστεκούμενος δικηγόρος με την έπαρση, ο βάναυσος αστυφύλακας, ο βίαιος δάσκαλος. Καθώς η ζωή προχωράει, η Ιστορία συναντά τον αφηγητή: τα σημάδια από τις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών στα σπίτια της ανταρτοκρατούμενης γειτονιάς, η επιβολή της δικτατορίας, η οικονομική κρίση, τα ξενοδοχεία της Ελλάδας του Airbnb.

Δημοσθένης Κούρτοβικ. Ο ήχος της σιωπής της. Εκδόσεις Εστία, 2024, σελ. 304, τιμή 15 ευρώ

Αντινομίες μάνας και πατρίδας

Ανήκει σε αυτόν τον κόσμο; αναρωτιέται ο Δημοσθένης. Αισθάνεται Ελληνας, αλλά ταυτόχρονα και ξένος. Οι αντιφάσεις των Ελλήνων δεν παύουν να τον εκπλήσσουν. Στη Γερμανία όπου θα σπουδάσει αργότερα, θα νιώσει νοσταλγία για την Ελλάδα, αλλά βρίσκει αφύσικο να κάνει την ελληνική κοινότητα της Στουτγάρδης κέντρο της κοινωνικής του ζωής. Γιατί το κάνουν άλλοι φοιτητές, μήπως η εσωστρέφεια είναι ένα χαρακτηριστικό – και πρόβλημα – της ελληνικής κοινωνίας; Ομως ούτε στη Γερμανία ούτε μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, όταν οι Ευρωπαίοι τον αντιμετωπίζουν διαφορετικά, ούτε τότε ούτε εκεί θα νιώσει ότι βρήκε το σπίτι του.

Εξομολογητικός, αλλά συνάμα αποστασιοποιημένος παρατηρητής και στοχαστής, ο ακάματος Κούρτοβικ πλέκει στο τελευταίο του μυθιστόρημα τον μύθο της μάνας με τον μύθο της πατρίδας αναζητώντας ρίζες. Η προσπάθεια κατανόησης της μάνας, που παραμένει ένα μυστήριο, είναι η προσπάθεια κατανόησης της Ελλάδας. Και οι δύο έχουν αντινομίες που τον προβληματίζουν. Οι μικροϊστορίες που συνθέτουν τον καμβά της αφήγησής του, σε μια συνειρμική διαδοχή με μετακινήσεις στον χρόνο, ανοίγουν και κλείνουν κύκλους με κεντρική την αγωνία εύρεσης εστίας και ταυτότητας, εθνικής, πολιτικής, ταξικής.

Το μωσαϊκό των προηγούμενων έργων

Ο πόλεμος, ο έρωτας, η μετανάστευση, η ιδεολογία, οι επαναστάσεις, οι αλλαγές στα Βαλκάνια, η θέση της Ελλάδας στον κόσμο, ποικίλες ψηφίδες του 20ού αιώνα συνθέτουν το μωσαϊκό προηγούμενων έργων του Κούρτοβικ. Οπως αποκαλύπτει ο υπότιτλος της μελέτης του για την ελληνική λογοτεχνία Η ελιά και η φλαμουριά. Ελλάδα και κόσμος, άτομο και ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020 (εκδ. Πατάκης, 2021), έγνοια του είναι η θέση του ατόμου και της Ελλάδας, η εύρεση μιας ελληνικότητας, στον άξονα που συνδέει το τοπικό με το παγκόσμιο. Πεισματικά αναζήτησε απαντήσεις σε κείμενα δοκιμιακά (Τετέλεσται, εκδ. Οpera, 1996· Ελληνικό hangover, εκδ. Νεφέλη, 2005· Το νέο αντιλεξικό νεοελληνικής χρηστομάθειας, εκδ. Εστία 2019) και μυθοπλαστικά (Τι ζητούν οι Βάρβαροι, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2008· Λαχανόρυζο του Σταυρού, εκδ. Εστία, 2012 κ.ά.).
Τούτο το πρόσφατο βιβλίο του, το πιο προσωπικό και συγκινητικό, με τα κομψά και ακριβόλογα ελληνικά του, τις ζωηρές περιγραφές και τους διαυγείς συλλογισμούς του, έχει έναν ήπιο νοσταλγικό τόνο που ίσως ισοδυναμεί με τη γαλήνη μιας αποδοχής ότι η πατρίδα μας, όπως και η μάνα μας, πάντα θα μας διαφεύγει, όσο κι αν προσπαθούμε πίσω από πέπλα παραδοξότητας να ψηλαφήσουμε τη μυστηριώδη φιγούρα τους.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.