Η 24η Ιουλίου 1974 αποτελεί μία από τις πιο ξεκάθαρες τομές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Με την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών κλείνει ένα κεφάλαιο πολεμικών περιπλοκών, διχασμών και πολιτική αστάθειας. Θα αποδειχθεί ότι η αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν αποτελεί απλή ανάληψη του νήματος της προ του 1967 περιόδου αλλά ποιοτική μεταβολή που θα στρέψει την ελληνική κοινωνία σε πορεία προσέγγισης του ευρωπαϊκού πυρήνα και θα θεμελιώσει ένα σταθερό πολίτευμα. Πενήντα χρόνια μετά, η επέτειος της Μεταπολίτευσης συνιστά διακριτή στιγμή ανδρομής και αναστοχασμού των πεπραγμένων, των προσώπων, της διαδρομής της. Συνομιλήσαμε για όλα αυτά με τον διευθυντή του Κέντρου Έρευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, Σωτήρη Ριζά.
Πώς ορίζουμε τη Μεταπολίτευση και ποιο είναι, τελικά, το χρονικό όριό της;
Η «Μεταπολίτευση» είναι μια διαδικασία η οποία σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Από αυτή την άποψη είναι ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Ξεκινάει στις 24 Ιουλίου 1974 και τερματίζεται το αργότερο με την ψήφιση και θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος τον Ιούνιο του 1975. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι έχει ήδη τερματιστεί τον Νοέμβριο του 1974 με τη διεξαγωγή των εκλογών ή τον Δεκέμβριο του 1974, όταν λύνεται το Πολιτειακό με το δημοψήφισμα. Μπορεί βέβαια κανείς να θέσει ένα άλλο κριτήριο. Τι ορίζει μια δημοκρατία; Κυρίως, η δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία μέσω εκλογών. Στην Ελλάδα αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο στην ως τότε πορεία του 20ού αιώνα. Πότε επιτυγχάνεται; Το 1981. Επομένως, αυτό μπορεί να είναι ένα ορόσημο. Η Νέα Δημοκρατία χάνει τις εκλογές, πλειοψηφεί το ΠαΣοΚ.
Είπατε «ένα ορόσημο». Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να θέσουμε και άλλα;
Ένα δεύτερο παρόμοιο ορόσημο είναι αυτό του 1989. Εκεί συμβαίνει μια δεύτερη εναλλαγή εξουσίας. Επιβεβαιώνεται, δηλαδή, ότι το εκκρεμές μπορεί να γυρίσει στο σημείο αφετηρίας του. Υπάρχουν και άλλα δυνητικά κριτήρια, για παράδειγμα, το διεθνές πλαίσιο. Το 1989-1990 σηματοδοτεί το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1992 το μεγάλο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, την απόφαση για τη νομισματική ένωση που λαμβάνεται στο Μάαστριχτ. Τέλος, κάτι που δεν πρέπει να αγνοείται, σε αυτή την περίοδο αρχίζουμε να κατανοούμε τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση. H τεχνολογία εισβάλλει στην καθημερινή ζωή και την αλλάζει, γίνεται αισθητή η απελευθέρωση των κεφαλαίων. Για όλους αυτούς τους λόγους θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Μεταπολίτευση οριοθετείται ως τότε. Πιο κοντά στις μέρες μας, ορόσημο είναι η κρίση χρέους του 2009-2010 η οποία ήταν τόσο βαθιά που ενδεχομένως απείλησε και τη σταθερότητα της ίδιας της δημοκρατίας της Μεταπολίτευσης. Μια χώρα σε ειρηνική περίοδο χάνει το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος και η ανεργία φτάνει στο 27% – μεγέθη εφάμιλλα εκείνων της Κρίσης του 1929. Παρά όμως το γεγονός πως δοκιμάστηκαν σε ακραίο βαθμό τα παλιά πολιτικά κόμματα, τελικά το πολιτικό καθεστώς παρέμεινε ίδιο – το βασικό στοιχείο του πυρήνα της δημοκρατίας, η εναλλαγή στην εξουσία με ελεύθερες εκλογές διατηρήθηκε στο ακέραιο.
Υπάρχει, εν τέλει, μια βραχεία και μια μακρά διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Μια δημοκρατία είναι ένα πολιτικό καθεστώς. Βεβαίως, είναι και πολιτισμός, είναι και μια αντίληψη για τα δικαιώματα ή για τον τρόπο ζωής, αλλά πρωτίστως είναι ένα πολιτικό καθεστώς. Από τη μετάβαση σε μια λειτουργούσα δημοκρατία, από τη Μεταπολίτευση αυτή, προκύπτει η «Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης», ένα πολιτικό καθεστώς σε διάρκεια, σε βάθος χρόνου το οποίο στην ουσία φτάνει ως τις μέρες μας – και ελπίζουμε ότι θα προχωρήσει ακόμη περισσότερο.
«Τι ορίζει μια δημοκρατία; Κυρίως, η δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία μέσω εκλογών. Στην Ελλάδα αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο στην ως τότε πορεία του 20ού αιώνα».
Ποια πρόσωπα ξεχωρίζουν στο κάδρο της μεταβολής;
Στις δεκαετίες του ’60, του ’70, του ’80 η ευρωπαϊκή πολιτική φαίνεται να αποδεσμεύεται κάπως από τα πρόσωπα. Δεν μπορείς βέβαια να φανταστείς ποτέ την αντιπροσωπευτική δημοκρατία χωρίς πρόσωπα, αλλά η ελληνική πολιτική σαφώς διακρίνεται από έντονη προσωποποίηση των διαφορών. Ακόμη μάλιστα και όταν υπάρχει πια πολύ ισχυρή δόση κοινωνικού εκσυγχρονισμού, όταν οι άνθρωποι δεν ζουν στην ύπαιθρο, είναι πιο μορφωμένοι, έχουν πολύ υψηλότερα εισοδήματα. Αυτή η ισχυρή προσωποπαγής πολιτική είναι αναγκαία ακριβώς για να δημιουργεί πολιτικούς συνασπισμούς, πολιτικούς φορείς. Και η Μεταπολίτευση το 1974 έχει πρόσωπα ως πυλώνες. Ποιος ταυτίζεται με τη θεσμική αρχιτεκτονική της; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αυτός τη συνέλαβε, αυτός την παρουσίασε, αυτός την εφάρμοσε. Βεβαίως, πολιτεύεται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο το οποίο θέλει μια γνήσια δημοκρατία. Υπάρχει δηλαδή μια επιθυμία που συνέχει ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, που απορρίπτει τους περιορισμούς του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος, επιθυμεί τη δυνατότητα της συμμετοχής. Ο Καραμανλής ανταποκρίνεται σε αυτό το αίτημα με τη δική του, «γεωμετρική», ας την αποκαλέσουμε έτσι, αντίληψη των πραγμάτων. Υπάρχει και μια δεύτερη Μεταπολίτευση, η Μεταπολίτευση των κινητοποιήσεων. Λιγότερο εύτακτη, με ένα στοιχείο αταξίας, κινητοποίησης, προβολής αιτημάτων, με μια ιδέα αδικαίωτου την οποία ίσως να μη συμμερίζεται η πλειοψηφία, απηχεί όμως σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπός της, αν και όχι ο μόνος, είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ανταποκρίνεται σε αυτό το αίτημα της ανάγκης για «συμπερίληψη», όπως θα το λέγαμε αναδρομικά σήμερα, «συμμετοχή» και «δικαίωση» όπως το έλεγαν τότε. Και στις δύο περιπτώσεις εννοούμε την ισότιμη συμμετοχή όλων.
Δέχεστε, επομένως, δύο διαδικασίες, μία από τα πάνω και μία από τα κάτω.
Οι δύο αντιλήψεις προχωρούν παράλληλα. Η μεταβολή όμως συνιστά κοινό τόπο και για τις δύο. Με τρόπο που δεν είναι ποτέ ρητός, δεν υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στα δύο ρεύματα. Μια τέτοια συμφωνία, για παράδειγμα, μπορεί να δει κανείς στην Ισπανία. Εκεί υπάρχει συναινετική πορεία προς τη δημοκρατία, η οποία ενσωματώνεται στη λεγόμενη Συμφωνία της Μονκλόα και στο σύνταγμα του 1978. Στη δική μας περίπτωση, με έναν τρόπο θα έλεγε κανείς εμπειρικό, αυτές οι δύο παραδόσεις κατορθώνουν να συνυπάρξουν. Όχι χωρίς ένταση, αλλά συνυπάρχουν.
Αν οι Καραμανλής και Παπανδρέου είναι οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, ποιοι άλλοι δικαιούνται να μνημονευθούν ως σημαντικοί συντελεστές της;
Θα πρόσθετα δύο πρόσωπα. Το ένα είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Παρότι κυβερνά μόνο τριάμισι χρόνια, διαμορφώνει μια πολιτική ατζέντα η οποία μέχρι τότε δεν υπήρχε και η οποία ευθυγραμμίζεται περισσότερο με την πολιτική ατζέντα στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Μια ατζέντα πιο φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής που λαμβάνει υπόψη την επικράτηση της οικονομίας της αγοράς σε πολύ πιο καθαρή μορφή σε σχέση με τη μεικτή οικονομία στην οποία ζούσαμε ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και σε αντιδιαστολή προς τον κρατικό παρεμβατισμό – του οποίου φορέας ήταν κυρίως το ΠαΣοΚ, αλλά και η Νέα Δημοκρατία της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Τα αποτελέσματα της κυβερνητικής θητείας του δεν είναι σπουδαία – κυβερνά για λιγότερο από μία ολόκληρη θητεία, αργεί μέχρι να κατασταλάξει στο πρόγραμμά του, η κυβέρνησή του σε μεγάλο βαθμό αναλώνεται από το Μακεδονικό –, σαφώς όμως θεμελιώνει το σκέλος που αφορά την οικονομική πολιτική και φαίνεται περισσότερο σε αρμονία με τις απαιτήσεις του Μάαστριχτ. Επίσης, επηρεάζει τη συντηρητική φιλελεύθερη παράταξη μπολιάζοντάς τη με το βενιζελικό ρεύμα το οποίο ως τότε η Νέα Δημοκρατία ενσωμάτωνε περισσότερο θεωρητικά παρά πρακτικά.
«Η επιβολή της δικτατορίας είναι ένα σοκ. Επιφέρει και μια ριζοσπαστικοποίηση. Επιφέρει, μετά το τέλος της, και την προσαρμογή του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε ένα δημοκρατικό κεκτημένο».
Και το δεύτερο πρόσωπο;
Είναι ο Κώστας Σημίτης. Πρώτα πρώτα γιατί συμβάλλει στη θεσμοποίηση ενός κόμματος, του ΠαΣοΚ, το οποίο στηριζόταν στο χάρισμα ενός προσώπου, του Ανδρέα Παπανδρέου. Η μετάβαση από μια χαρισματική ηγεσία σε μία άλλη που βασίζεται σε κανονιστικές, θεσμικές διευθετήσεις είναι δυσχερής και συχνά αδύνατη. Ο Σημίτης και η κυβέρνησή του συνέβαλαν επίσης στην οργάνωση της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Η υπόθεση αυτή ήταν σχεδόν κοινός στόχος, αλλά η επίτευξη των επιμέρους στόχων της δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Συνέβαλε, τέλος, στην ανάδυση και εδραίωση ενός ρεύματος εντός της Κεντροαριστεράς το οποίο είχε ως σημείο αναφοράς την Ευρώπη σε αντίστιξη προς το ρεύμα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου που κυριαρχούσε ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και είχε ως πρόταγμα την απαλλαγή από την εξάρτηση, κυρίως από τις ΗΠΑ, και ήταν καταστατικά επιφυλακτικό έναντι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Βεβαίως, αναδείχθηκαν και ορισμένα όρια στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση η ματαίωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που εισηγήθηκε ο Τάσος Γιαννίτσης. Προσέκρουσε στην αντίδραση των συνδικάτων τα οποία ήταν συνδεδεμένα με τον μηχανισμό του ΠαΣοΚ. Η Ελλάδα δεν είναι μοναδική όμως ως προς αυτό. Ας θυμηθούμε ανάλογες αντιστάσεις τη δεκαετία του 1990 σε μια χώρα του σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα όπως η Γαλλία».
Η έκρηξη μετά τη συμπίεση των κοινωνικών αιτημάτων
Πού οφείλεται η ποιοτική διαφορά μεταξύ της δημοκρατίας πριν από το 1967 και της δημοκρατίας μετά το 1974; Στο σοκ που προξένησε η δικτατορία στις πολιτικές δυνάμεις; Στην ωρίμαση ενός νέου πολιτικού δυναμικού;
Νομίζω κατά βάση στο πρώτο. Παρότι αυτό που θα πω μπορεί να μη γίνεται αποδεκτό από κάποιες πλευρές, το βλέπει κανείς στον μετασχηματισμό της ίδιας της συντηρητικής παράταξης – στο θέμα της βασιλείας, της δημοτικής γλώσσας, της αντιμετώπισης του ΚΚΕ, του στρατού. Υπάρχει μια αντίληψη για τα όρια του δημοκρατικού συστήματος που δεν υπήρχε πριν. Η επιβολή της δικτατορίας είναι ένα σοκ. Επιφέρει και μια ριζοσπαστικοποίηση. Επιφέρει, μετά το τέλος της, και την προσαρμογή του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε ένα δημοκρατικό κεκτημένο, το οποίο στη Δυτική Ευρώπη δεν αμφισβητείται. Ο Εμφύλιος όμως είχε παίξει εδώ έναν ρόλο περιοριστικό. Θα έλεγε κανείς ότι περιορισμοί από ιστορική άποψη ίσως αναμενόμενοι σε μια μετεμφυλιακή πραγματικότητα κράτησαν αδικαιολόγητα πολύ. Και αυτό ήταν το πρόβλημα του κοινοβουλευτικού συστήματος στη δεκαετία του ’60. Για την εξέλιξη των πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων στη διάρκεια της δικτατορίας θα έλεγα ότι κινήθηκαν προς έναν ριζοσπαστισμό ο οποίος, αν δεν είχε μεσολαβήσει η δικτατορία, δεν θα ήταν αναγκαστικά αυτής της έκτασης. Και πιθανώς πυροδότησαν οι αντιλήψεις αυτές και στο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης μια έννοια δικαιωμάτων η οποία συχνά δεν είχε ρεαλιστική βάση και η οποία επιβάρυνε τις κυβερνήσεις ως αργά στη δεκαετία του ’80. Υπήρξε μια συμπίεση κοινωνικών αιτημάτων τα οποία στη συνέχεια εξερράγησαν, αιτημάτων αναδιανομής εισοδήματος ενδεχομένως μη ρεαλιστικών, μιας αντίληψης διαρκούς ευημερίας η οποία, ενώ συναντάται σε όλο τον δυτικό κόσμο, στην Ελλάδα ήταν αποδεσμευμένη από οποιαδήποτε οικονομική λογική.