Τρεις άνθρωποι των γραμμάτων και φίλοι του Θανάση Βαλτινού αποχαιρετούν από το ΒΗΜΑ τον κορυφαίο μεταπολεμικό πεζογράφο.

Σοφός, λιτός, αταξινόμητος

Του Θεόδωρου Παπαγγελή

«Προσπαθώ», μου έλεγε κάθε φορά που του τηλεφωνούσα τον τελευταίο καιρό, κι ενώ κάθε φορά η φωνή του έμοιαζε να έρχεται από όλο και πιο μακριά, τον ένιωθα πάντα κοντά μου νεανικά ακμαίο, συνετά λιγομίλητο, σοφό στην παρρησία του, αξιόμαχο συμπότη, εγκαιροφλεγώς ερωτολόγο, φίλο ακίβδηλο. Διάβασα άφθονη ποίηση στα λιτά λόγια του. Και κάτι θα εκκρεμεί πάντα ανάμεσά μας – εκείνη η «Κάθοδος» για δυο που σχεδιάζαμε – από τον Μαλεβό στον Καραβά.

Μια ερώτηση που, συχνά και με πολλές παραλλαγές, δεχόταν ο Βαλτινός ήταν «Γιατί διαλέξατε ως άξονα του έργου σας τον χώρο της Ιστορίας, και μάλιστα της πρόσφατης Ιστορίας;». Τον ίδιο δεν τον ενδιέφερε η Ιστορία ως αλληλουχία περιστατικών, των οποίων οι σχέσεις ή οι αιτιώδεις συνάφειες ανήκουν στο ερευνητικό χαρτοφυλάκιο της (ακαδημαϊκής) ιστοριογραφίας, αλλά η Ιστορία ως μήτρα, και κυρίως ως μητρυιά, ατομικών πεπρωμένων: «Προσωπικά», έλεγε, «με ενδιαφέρουν τα επιμέρους πεπρωμένα, που είναι το αντίθετο της γνώσης, είναι η αίσθηση της Ιστορίας».

«Επέλεξε να αφηγηθεί ατομικά πεπρωμένα που νιώθουν στο πετσί τους, που αισθάνονται, τα γεγονότα, ακόμη και όταν δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τις ιδεολογικές προϋποθέσεις της Ιστορίας που βιώνουν.»

Επέλεξε να αφηγηθεί ατομικά πεπρωμένα που νιώθουν στο πετσί τους, που αισθάνονται, τα γεγονότα, ακόμη και όταν δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τις ιδεολογικές προϋποθέσεις της Ιστορίας που βιώνουν. Αυτή η ομολογημένη «αισθησιοκρατία» άξιζε, αλλά δεν έτυχε, καλύτερης προσοχής από τη μεριά της κριτικής, και όσοι δεν την πρόσεξαν αρκετά ήταν μοιραίο να παραπλεύσουν τα τιμιότερα και να παραπονεθούν που τα «πολιτικοϊδεολογικά κίνητρα» τελούν σε διακριτική συστολή ή σε ολική έκλειψη σε ένα μυθιστόρημα όπως, για παράδειγμα, η Ορθοκωστά.

Ο τόπος του, η γλώσσα του

Βαθιά εγχάρακτα στον σκληρό δίσκο της ατομικότητας του Βαλτινού βρίσκουμε τον πρώιμο τόπο του, με όλο το σφύζον, αδιαμεσολάβητο θαύμα της φυσικότητάς του· το ήθος μιας κοινότητας που είναι συμφυής με το τοπίο και συχνά λειτουργεί με προνεωτερικά-αρχαϊκά ανακλαστικά· και την παράσταση ενός γλωσσικού τρόπου που οι ανθρωπολόγοι εντοπίζουν σε κοινωνίες κυρίαρχης προφορικότητας.

Η γλώσσα στον Βαλτινό είναι οργανικό μέρος της αισθησιοκρατικής του ποιητικής – και, πεζοπορούσα, με τον λιτό και κοφτό βηματισμό της, συχνά πυκνά αφήνει μακρά επίγευση από ευγενείς ποιητικές ποικιλίες, άλλοτε δημώδεις, άλλοτε αυστηρά ντόπιες, άλλοτε βιβλικές. Γι’ αυτό και όταν ο Βαλτινός παραθεματοποιεί άλλα (επίσημα, δημοσιογραφικά, αρχειακά) επίπεδα και είδη λόγου (όπως για παράδειγμα στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα ή στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60) ελλοχεύει πάντα ένα είδος παρωδιακής ή ειρωνικής (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου) αποστασιοποίησης.

Αυτή η αισθησιοκρατική ποιητική του Βαλτινού αριστεύει με αποσπασματικές, σκόρπιες εικόνες, με ρετάλια οπτικών καταγραφών. Σκόρπιες εικόνες και λεπτομέρειες είναι χάρη που μπορεί να δίδεται σε πολλούς, αλλά μόνο το χάρισμα του ποιητή μπορεί να επωάσει τη λεπτομέρεια για να την κάνει κραταιά, θεόρατη συνεκδοχή ικανή να αφηγηθεί μια ολόκληρη εποχή. Θα ήταν το 1942 όταν ο Θανάσης άκουσε «ορυμαγδό σιδερικών από ένα φορτηγό γκαζοζέν που κύλαγε αργά πάνω στις ζάντες του, χωρίς λάστιχα». Από τη στιγμή που το διάβασα νιώθω πως κρατώ εδώ ηχογραφημένη ολόκληρη την Κατοχή.

Εισπνέοντας την Ιστορία

Η αισθησιοκρατική ποιητική του δεν αφηγείται Ιστορία, ο αναγνώστης δεν καλείται να εννοήσει γεγονότα συντεταγμένα σε ορισμένη πλοκή αλλά να εισπνεύσει επιλεγμένα τοξικά και αρώματα εποχών. Και αυτή είναι η μαγγανεία της ποιητικής του Βαλτινού. Ερήμην της οποίας, όπως ήδη υπαινίχθηκα, πολλοί ζήτησαν από το έργο του αυτό που ο ίδιος ποτέ δεν υποσχέθηκε – κυρίως όσοι, σε χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένους, είχαν ανάγκη από μια «μεγάλη αφήγηση», αν όχι εν είδει θριάμβου, τουλάχιστον εν είδει τραγωδίας που θα μπορούσε να διαβαστεί ως ηθικός θρίαμβος και ιδεολογική παραμυθία – πολλώ μάλλον αφού η Κάθοδος των εννιά έμοιαζε να απαντά λίγο πολύ σ’ αυτές τις προδιαγραφές.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι η αριστερή ανάγνωση και κριτική εξ ενστίκτου αναζητεί ιδεολογικά συμφραζόμενα για τα κείμενα που διαβάζει· το πρόβλημα είναι ότι στη ρύμη τέτοιας αναζήτησης, κατά κανόνα, αν όχι πάντα, εμφανίζεται πολύ εννοιοκρατούμενη και νοησιαρχική απέναντι σε ένα πεζογραφικό έργο που ενσωματώνει την Ιστορία ως αίσθηση και όχι ως γνώση. Και δεν χρειάζεται τώρα να πω ότι η Ιστορία ως αίσθηση ατομικών πεπρωμένων πολύ δύσκολα μπορεί να αποφέρει τη λεγόμενη «μεγάλη αφήγηση», η οποία προϋποθέτει έναν αριστοτελικό τύπο ενιαίου και συνεκτικού μύθου με αρχή, μέση και τέλος. Και αν το κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα συγκροτεί, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έναν τέτοιο μύθο, ο Βαλτινός δεν ανήκει σε αυτήν την ειδολογική ορθοδοξία. Ο δικός του μύθος, ανώτερος από την ιστορική γνώση, αντιστέκεται στην απλή, ιστοριογραφικού τύπου, αναγωγή. Είναι μύθος που ενώ στην ορατή του επιφάνεια έχει αναγνωρίσιμη ιστορική σήμανση και τοποχρονολογική εστίαση, στη βαθιά του δομή αποκαλύπτει ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα επιμερισμένων εμπειριών όπου το αδιαμεσολάβητο ένστικτο, όπως αυτό εκδηλώνεται με πράξη και με λόγο, είναι ισχυρότερο από τη γνωστική και αναλυτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, και, κυρίως, όπου η ανθρωπογνωστική αίσθηση είναι ισχυρότερη από την ιδεολογική αναγωγή.

Στο έργο του Βαλτινού υπάρχει πολλή Ιστορία κάτω από πίεση πολλών ατμοσφαιρών, αλλά το μυστικό είναι να ακούσεις τους αποσπασματικούς λυγμούς της, τους κομματιαστούς ψιθύρους της πριν αναζητήσεις την αφηγηματική πλοκή της και το ιδεολογικό της δίδαγμα. Το μυστικό είναι να θελήσεις να εισπνεύσεις Ιστορία πριν θελήσεις να μάθεις Ιστορία. Γι’ αυτό ο Θανάσης Βαλτινός βρίσκεται ένα βήμα πιο πέρα από τη μεταμοντέρνα μυθοπλασία, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να τον ταξινομήσουμε. Είναι «in a class of his own». Αυτή είναι η αριστεία του, αυτή είναι η εντελώς ξεχωριστή μαγεία του.

Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκός.

«Να μην τεντώνει το γραπτό»

Του Κωστή Δανόπουλου

Ο φιλόλογος Γ. Π. Σαββίδης συμβούλευε πατρικά τους φίλους και τους φοιτητές του να αγαπήσουμε έναν σπουδαίο συγγραφέα και να αφοσιωθούμε σε αυτόν, να ψάξουμε κάθε πτυχή της ζωής και του έργου του, και προπαντός να σκάψουμε σε βάθος κι όχι απλώς να τον «λιβανίσουμε» για να προβάλουμε ναρκισσιστικά τον εαυτό μας. Τι σύμπτωση, αλήθεια, να γνωρίσω λίγα χρόνια αργότερα μέσω του Κύπριου Λεύκιου Ζαφειρίου τον Θανάση Βαλτινό, του οποίου το ταλέντο είχε αναγνωρίσει το 1963 ο Σαββίδης, για να τον ωθήσει αδιόρατα τότε στον επίπονο δρόμο της γραφής!

Κάπως έτσι ξεκίνησε η φιλολογική συνεργασία μου με τον Θανάση το 2001. Η πρώτη μου σκέψη, ύστερα από τις ισχυρές και προφητικές συστάσεις του Σαββίδη, ήταν ότι ένας καταξιωμένος συγγραφέας θα έπρεπε να έχει τη βιβλιογραφία του, την αποθησαύριση όλων των δημοσιευμάτων του και των δημοσιεύσεων που τον αφορούν. Ετσι εκδόθηκε ο τόμος Βιβλιογραφία Θανάση Βαλτινού (1958-2004). Με συμπλήρωμα ως το 2013 για τις αυτοτελείς εκδόσεις (εκδ. Εστία, 2013).

Μια ιδιαίτερη φωτογραφία. Ανήμερα της εθνικής εορτής, 28 Οκτωβρίου 2022, τον επισκέφτηκα στο Παγκράτι. Φρεσκοξυρισμένος, καλοσιδερωμένος, κοστουμαρισμένος, ασυνήθιστα κεφάτος, έδινε πάντα έναν επίσημο τόνο στις συναντήσεις μας, που λιγόστευαν τα τελευταία χρόνια λόγω του ξενιτεμού μου στην ακριτική Θράκη. «Κούκλος είσαι, θα κάψεις καρδιές. Κάθισε, Αθάνατε, να σε απαθανατίσω», του λέω. «Μόνο ο Χάρος να μη φανεί», απάντησε χαμηλόφωνα. «Αλλά, στάσου να φορέσω και τον Σταυρό των Ταξιαρχών», μου κάνει, «να περάσω την ταινία στον λαιμό, με επίσημο ένδυμα έχει το τυπικό του!». Κωστής Δανόπουλος

Ο Βαλτινός κατανοούσε τη σημασία των εργασιών υποδομής στην αναγνώριση της καλλιτεχνικής πορείας του και μου άνοιξε απλόχερα το αρχείο και τη βιβλιοθήκη του. Η εκ του σύνεγγυς αυτή διερεύνηση πρόσφερε μια μοναδική κι ανεπανάληπτη εμπειρία: την επαφή με το πεζογραφικό του εργαστήρι και τους γενετικούς κώδικες των έργων του. Αναπάντεχα ξεπρόβαλε ένας επίμονος αναγνώστης μιας πληθώρας κειμένων και ένας ενεργός διανοούμενος που συνέλεγε πάσης φύσεως αδρανή υλικά για να τα ενεργοποιήσει αισθητικά μέσα στο σώμα της λογοτεχνίας.

Η τέχνη που υπηρετούσε ήταν περισσότερο σοφή κατασκευή και συναρμογή παρά τυφλή έμπνευση, και απαιτούσε επίμονη «χειρωνακτική» εργασία: συλλογή αποκομμάτων, καταγραφή προφορικών μαρτυριών, απομαγνητοφώνηση συνομιλιών, ανάγνωση επιστημονικών έργων, αυτοβιογραφιών, απομνημονευμάτων κ.ά. Ολα αυτά τα κείμενα είχαν διαφορετικό γλωσσικό χαρακτήρα και στόχευση, έφεραν μέσα τους πλούσιο πολιτισμικό φορτίο και εξασφάλιζαν τη διαλογικότητα και την πολυφωνία. Ο Βαλτινός ανέδειξε την ιερότητα του ευτελούς και του παραγνωρισμένου, τα οποία ενέτασσε σε μια διαδικασία σύνθεσης που έμοιαζε με μακρόχρονη ζύμωση και παλαίωση. Η μεγάλη του αγωνία, όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε, ήταν «να μην τεντώνει το γραπτό», γι’ αυτό και αναζητούσε την οικονομία, γράφοντας και σβήνοντας, ξαναγράφοντας και ξανασβήνοντας, μέχρι να πυκνώσει δραστικά ο λόγος και να απομείνει το απόσταγμα και το ποιητικό ελάχιστο.

Ο κ. Κωστής Δανόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Αφησε βαθύ και ευδιάκριτο αποτύπωμα

Της Ερης Σταυροπούλου

Ο Θανάσης Βαλτινός υπήρξε ένας θαρραλέος συγγραφέας, που άφησε βαθύ και ευδιάκριτο αποτύπωμα στη μεταπολεμική λογοτεχνία. Κατά τη γνώμη μου, κύριο χαρακτηριστικό του υπήρξε ο τολμηρός πειραματισμός, που φτάνει μέχρι τον μεταμοντερνισμό με την προβολή της μικροϊστορίας, την αποσπασματικότητα, τη διάσπαση του χρόνου, τη σύγκλιση του υψηλού και του χαμηλού. Οι σπουδές του στον κινηματογράφο αλλά και η εργασία του ως σεναριογράφου όξυναν την πολύτροπα οπτική οργάνωση των κειμένων του και τη λιτότητα του λόγου του. Στο ύφος του θα πρέπει να συνυπολογίσουμε βέβαια και το χιούμορ που δεν αργεί να μεταβληθεί σε υποδόριο σαρκασμό.

Από τα γνωρίσματα της μεταπολεμικής πεζογραφίας, όπου ανήκει, διατήρησε τη θεματική, την ενασχόληση δηλαδή με την τρομερή δεκαετία του ’40, τις τραγικές συνθήκες της οποίας είχε βιώσει παιδί και έφηβος και ο ίδιος. Διατήρησε και την έντονη πολιτική και κοινωνική κριτική που άλλοτε άμεσα, άλλοτε με υπαινιγμούς και σύμβολα προσπάθησαν να προβάλουν οι συγγραφείς της εποχής. Αλλά έδωσε το δικό του στίγμα με την πλήρη ανατροπή των ορίων της αφήγησης και με τον ευθύ, καίριο και αποκαλυπτικό λόγο του που εξέφραζε με μια ισοζυγισμένη ουδετερότητα διαφορετικές όψεις των ιστοριών που καταπιανόταν.

Το πέρασμα από την Κάθοδο των εννιά και το Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, που αφηγούνται τα τραύματα του Εμφυλίου και το δράμα της ξενιτιάς, στα Τρία ελληνικά μονόπρακτα και τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 είναι εντυπωσιακό. Η θεματική του δεν παραλλάσσει: η ελληνική Ιστορία είναι παρούσα, αλλά πλέον ο αναγνώστης, όπως ο Βαλτινός είχε δηλώσει ότι επιθυμούσε, καλείται να συνδέσει τις επιμέρους ασύνδετες ψηφίδες σε συνολική αφήγηση και κυρίως να κατανοήσει την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας που ανάμεσα σε πολλά άλλα, ζητά τη λύση της μετανάστευσης ή ναρκώνεται με τα προϊόντα της διαφήμισης.

«Η επιτυχημένη συγγραφική πορεία του διαπιστώνεται όχι από τα βραβεία και τις διακρίσεις που έλαβε αλλά από τον πολύ μεγάλο αριθμό κριτικών κειμένων που γράφτηκαν για το πολύπλευρο έργο του.»

Η επιτυχημένη συγγραφική πορεία του διαπιστώνεται όχι από τα βραβεία και τις διακρίσεις που έλαβε αλλά από τον πολύ μεγάλο αριθμό κριτικών κειμένων που γράφτηκαν για το πολύπλευρο έργο του, ακόμη και από την έντονη συζήτηση και τις ενστάσεις που προκάλεσε γύρω από το ζήτημα του Εμφυλίου το μυθιστόρημά του Ορθοκωστά, μια διαφορετική ματιά στο θέμα αυτό και στην αφήγησή του, γιατί έδειξε ανάμεσα σε άλλα τη δύναμη της παρέμβασης ενός λογοτεχνικού έργου στην κοινωνία.

Ο Θανάσης Βαλτινός ήταν παρών στην τέχνη και τη ζωή, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και πρόεδρός της επί πέντε θητείες (1990-1994, 2005-2009). Από τη μακρόχρονη γνωριμία μας αποκόμισα την εντύπωση ενός απλού, ήρεμου και ευγενή ανθρώπου, ευχάριστου και βοηθητικού στην επικοινωνία του, που επιβαλλόταν με την αξία και όχι το αξίωμά του.

Η κυρία Ερη Σταυροπούλου είναι ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων.