Στις αρχές Ιουλίου 1950, ο Σμυρνιός Γιώργος Σεφέρης επισκέπτεται με λαχτάρα αλλά και πολλούς ενδοιασμούς τον γενέθλιο τόπο του. Αναζητεί ίχνη της πόλης που άφησε η οικογένειά του το 1914 για να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Θα βρει ελάχιστα ίχνη ή τίποτε. «Η Σμύρνη έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα» σημειώνει στο ημερολόγιό του (Μέρες Ε΄, 1/7/1950).
Αμέτοχος της βιωματικής γνώσης, ο σημερινός αναγνώστης σχηματίζει στο θέατρο του νου τη Σμύρνη ως την αντιφατική σύνθεση δυο αλλεπάλληλων εικόνων: της «Σμύρνης της τραγωδίας» των χιλιάδων προσφύγων που αναζητούν τη σωτηρία στο λιμάνι αρχές Σεπτεμβρίου του 1922 και της πρότερης «κοσμοπολίτικης Σμύρνης», με το επίθετο να συνοδεύει απαράλλαχτα το μικρασιατικό τοπωνύμιο σχεδόν σαν γεωγραφικός προσδιορισμός. Συνδυάζοντας τη διεθνή ακτινοβολία με τη γοητεία της Ανατολής σε ένα ύφος μυθικό, η Σμύρνη, με την οποία ολοκληρώνεται το καλοκαιρινό αφιέρωμα «Πόλεις στον αφρό», είναι δίχως αμφιβολία το λαμπρότερο από τα παράλια αστικά κέντρα που παρουσιάστηκαν.
Το χρονικό διάστημα από τη μία ως την άλλη εικόνα δεν είναι μεγάλο, λιγότερο από 60 χρόνια. Οι βάσεις για την κοσμοπολίτικη Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα θα τεθούν με τον θεσμικό εκσυγχρονισμό (τανζιμάτ) της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το διάταγμα του 1839, που εγγυάται την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας όλων των υπηκόων του σουλτάνου ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους, ακολουθεί εκείνο του 1856 που αναγνωρίζει ίσα πολιτικά δικαιώματα μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων, έπειτα το πρώτο οθωμανικό σύνταγμα του 1876 και, τέλος, το 1868, η θέσπιση δημοτικής αρχής στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Νέα κτίρια δημιουργούνται στην πόλη για να στεγάσουν τους νέους θεσμούς αλλά και τους επαγγελματίες, εμπόρους και τραπεζίτες που έρχονται από τη Δύση και την Ελλάδα διαβλέποντας τρόπους εκμετάλλευσης των νέων οικονομικών συνθηκών.
Την πολεοδομική εξέλιξη και την αρχιτεκτονική της πόλης στην πεντηκονταετία 1870-1922 της μεγάλης αίγλης της μελετά ο Θεσσαλονικιός Βασίλης Κολώνας, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στην πλούσια εικονογραφημένη έκδοση Σμύρνη [1870-1922]. Πόλη και αρχιτεκτονική. Η συμβολή των Ελλήνων (εκδ. University Studio Press), καρπό μεθοδικών ερευνών στην αρχιτεκτονική της Ανατολικής Μεσογείου που ξεκίνησαν με ένα πρώτο ταξίδι στη Σμύρνη το 1995 και οδήγησαν στον τόμο Ελληνες αρχιτέκτονες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Ολκός, 2005) όπου εξετάζει την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και της γενέθλιας Θεσσαλονίκης.
Ενα είδος νόστου ίσως καθοδήγησε τις έρευνες του συγγραφέα, που συνεχίστηκαν στα οθωμανικά αρχεία φέρνοντας στο φως νέα στοιχεία που δημοσιεύονται σε τούτο το λεύκωμα. Συστηματικός μελετητής της αρχιτεκτονικής της Θεσσαλονίκης, εντοπίζει στον δημόσιο χώρο στοιχεία συγγένειας των δύο «αδελφών πόλεων», όπως τις έχουν αποκαλέσει. Κραταιά λιμάνια και οι δύο του οθωμανικού κόσμου, κατεξοχήν καταφύγιο των μικρασιατών προσφύγων η δεύτερη, συνδέονται, όπως διαβάζουμε στο κομψό λεύκωμα, και με άλλα ανυποψίαστα νήματα. Λόγου χάριν, ο μηχανικός Πολύκαρπος Βιτάλης, που συμμετείχε στην κατασκευή του λιμανιού και της προκυμαίας (1869-1876) της Σμύρνης, συμμετείχε και στο έργο της κατασκευής της προκυμαίας της Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 1870.
Η προκυμαία και οι Ελληνες
Η γαλλικής ολοκλήρωσης προκυμαία (Quais, Κε ή Και) είναι οπωσδήποτε ο άξονας της κοσμοπολίτικης ζωής της αγλαής Σμύρνης, ένα σύνολο καταστημάτων, γραφείων, οικιών και κέντρων ψυχαγωγίας που εκτεινόταν σε ένα θαλάσσιο μέτωπο τεσσάρων χιλιομέτρων.
Στις εικόνες από τον φωτογραφικό φακό της εποχής, στις καρτ ποστάλ και στα χαρακτικά, δίνει κίνηση και ήχο η περιγραφή του Μανώλη Αξιώτη, του αφηγητή της Διδώς Σωτηρίου στα Ματωμένα χώματα, όταν πρωτοαντικρίζει το Και τον Σεπτέμβριο του 1910: «…δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνο το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι, και όχι μια κοινή καθημερινή μέρα δουλειάς!».
Η προκυμαία και το λιμάνι αποτελούν κορυφαίο επίτευγμα, τόσο από τεχνική άποψη όσο και σε επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, σχολιάζει ο Βασίλης Κολώνας. Στην αποτύπωση των ευρωπαϊκών συνοικιών της πόλης το 1905 από τον μηχανικό Τσαρλς Γκόουντ για λογαριασμό ασφαλιστικών εταιρειών σημειώνονται τα κτίρια ιδιοκτησίας της ελληνικής κοινότητας, σχολεία, φιλανθρωπικά ιδρύματα, τράπεζες, ξενοδοχεία κ.ά., το 38% του συνόλου των ιδιοκτησιών, που τεκμηριώνουν την ισχυρή ελληνική παρουσία στις δημόσιες δραστηριότητες της πόλης.
Εκκλησίες και σχολεία
Το πρώτο πράγμα που κάνει ο Μανώλης Αξιώτης στη Σμύρνη είναι ν’ ανάψει ένα κερί στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής· δίπλα στον περίβολό της θα βρει τη φημισμένη Ευαγγελική Σχολή. Το εμβληματικό καμπαναριό του ναού έχει σχεδιαστεί από τον Ξενοφώντα Λάτρη – ή κατ’ άλλους από τον Ευστράτιο Καλονάρη, σημειώνει ο Κολώνας. Η έρευνα στα Οθωμανικά Πρωθυπουργικά Αρχεία στην Κωνσταντινούπολη εντόπισε αρχιτεκτονικά σχέδια για ελληνορθόδοξες εκκλησίες της Σμύρνης που υπογράφουν έλληνες αρχιτέκτονες αλλά και έλληνες μηχανικοί του δήμου που τα εγκρίνουν. Στο ρεύμα του εκλεκτισμού, που επικρατούσε στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι εκκλησίες αυτές θα συνδυάσουν στοιχεία της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, απομακρυνόμενες από τον «ελληνοβυζαντινό ρυθμό» που επικρατούσε στην Ελλάδα, όπως μαρτυρούν τα αρχιτεκτονικά σχέδια που παραθέτει ο μελετητής.
Αντιθέτως, τα εκπαιδευτήρια της Σμύρνης, με πρόγραμμα που προωθεί πλέον την ελληνοποίηση της εκπαίδευσης, φέρουν και στην όψη στοιχεία του αθηναϊκού νεοκλασικισμού διαφοροποιώντας τα ευκρινώς από εκείνα του οθωμανικού δημοσίου και συντονίζοντάς τα με την αρχιτεκτονική των σχολείων του ελληνικού βασιλείου. Ξεχωριστή ανάμεσα στα άλλα είναι η Ευαγγελική Σχολή αρρένων, που είχε ιδρυθεί το 1733, το μόνο σχολείο της Σμύρνης που είχε εξασφαλίσει ισοτιμία με τα ελλαδικά σχολεία και δικαίωμα εισαγωγής των αποφοίτων του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η οποία το 1882 στεγάστηκε σε νεόδμητο κτίριο ιωνικού ρυθμού, με πλούσια βιβλιοθήκη, αρχαιολογικό μουσείο και πινακοθήκη. Στον ίδιο ρυθμό θα είναι και το νέο της διδακτήριο, αγνώστου αρχιτέκτονα, που θεμελιώθηκε το 1909 στη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης και αποπερατώθηκε μόλις το 1922.
Βερχανέδες και αστικά σπίτια
«Στις αρχές του 20ού αιώνα, το τυπικό αστικό σπίτι της Σμύρνης αποτελούσε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τοπόσημα της πόλης» υπογραμμίζει ο μελετητής. Αναφέρεται στις διώροφες εν σειρά κατοικίες, που διακρίνονται σε κάθε φωτογραφία, με κύριο χαρακτηριστικό την εσοχή της εισόδου και τον κλειστό εξώστη στον όροφο. Σχεδιασμένες και κατασκευασμένες από σμυρνιούς αρχιτέκτονες, μηχανικούς και εργολάβους, διακρίνονταν από το περίφημο μπαλκόνι, που κατάγεται από το παραδοσιακό σαχνισί, το οποίο μετατρέπεται στη Σμύρνη σε ένα εκσυγχρονισμένο κομψοτέχνημα ξυλουργικής στηριζόμενο σε τέσσερα λεπτοδουλεμένα σιδερένια φουρούσια.
Ο κλειστός εξώστης, με αναπαυτικά σοφαδάκια και σκιασμένος με ειδικά σχεδιασμένα στορ γίνεται το απόγευμα ο χώρος συγκέντρωσης της οικογένειας. Αρχιτέκτονες με σπουδές στην Αθήνα και στην Ευρώπη συμμετέχουν στον σχεδιασμό τους. Εξοπλισμένα με ευρύχωρες σάλες και ανοιχτά χολ, με βοηθητικούς χώρους και δωμάτια υπηρεσίας, αυτά τα αστικά σπίτια ήταν επιπλωμένα με ευρωπαϊκή πολυτέλεια, όμως ελάχιστα δείγματα έχουν διασωθεί στην παραλία της Σμύρνης.
Την εικόνα τους συνάγουμε από τα αστικά σπίτια στη συνοικία Πούντα που φωτογράφισε ο συγγραφέας το 1995, μια συνοικία που έχει διατηρήσει σε σημαντικό ποσοστό την αρχική της εικόνα. Ιδιαίτεροι, όπως μαρτυρεί η βιβλιογραφία, ήταν οι «βερχανέδες» του Φραγκομαχαλά, τεράστια ιδιωτικά οικοδομήματα-στοές που ένωναν την Ευρωπαϊκή οδό με τη συνοικία Μαλτέζικα, με βεράντες και σέρες, ευρύχωρες ταράτσες και τζαμωτά, σχεδιασμένα από φράγκους μηχανικούς και κατασκευασμένα από έλληνες μαστόρους. Κόσμημα της Σμύρνης ήταν ο βερχανές του Γεώργιου Τενεκίδη, με ωραία μαγαζιά στις δυο πλευρές του και στοές με σημαντικά γραφεία στον όροφο.
Ξενοδοχεία, τράπεζες, λέσχες
Εργοστάσια στο εσωτερικό και γραφεία και καταστήματα επιχειρήσεων στην παραλία θα εισαγάγουν νέες αρχιτεκτονικές τυπολογίες. Περίπου 100 εργοστάσια (αλεύρων, ταπήτων, σάπωνος, συσκευασίας σταφίδας και σύκων κ.ά.) έχει η Σμύρνη το 1920. Με στοιχεία εκλεκτισμού, χαρακτηρίζονται από τον Τύπο της εποχής «βιομηχανικά παλάτια» και το 90% αυτών βρίσκεται σε ελληνικά χέρια. Τράπεζες, ναυτιλιακές εταιρείες, ασφαλιστικά γραφεία, ξενοδοχεία, καφενεία και θέατρα καταλαμβάνουν την παραλία και τις γύρω συνοικίες όπου έχει μεταφερθεί το εμπορικό κέντρο της πόλης.
Στη δίοδο της Αγίας Φωτεινής ο Δημήτριος Ραμπαώνης σχεδιάζει την Τράπεζα Αθηνών (1905), με αναφορές στη γαλλική αρχιτεκτονική της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ενώ ο Ιγνάτιος Βαφειάδης, μαθητής του Τσίλλερ, σχεδιάζει την Τράπεζα της Ανατολής (1909) συνδυάζοντας τον νεοκλασικό ρυθμό με τη γλώσσα της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, διασπώντας, όπως επισημαίνει ο Τύπος της εποχής, τη μονοτονία της προκυμαίας.
Δίπλα στα κτίρια εμπορικών χρήσεων, πολυτελή ξενοδοχεία, καφενεία, λέσχες και θέατρα φέρουν συχνά ονόματα ελληνικά: «Απόλλων», «Αθηνά», «Βυζάντιο», «Ωραία Ελλάς»… Λίγο πιο πίσω, στον Φραγκομαχαλά, στην Ευρωπαϊκή οδό, χτυπά η εμπορική καρδιά της πόλης. Πολλά από τα πολυτελή καταστήματά της είναι ελληνικής ιδιοκτησίας, όπως το πολυκατάστημα του Ξενόπουλου – «ήταν για τη Σμύρνη ό,τι ο Χάροντς για το Λονδίνο σήμερα» – και το φωτισμένο με εκατοντάδες λαμπτήρες αεριόφωνος κατάστημα Διογένη, και απασχολούσαν κατά κανόνα Ελληνες. Τα μέλη αυτής της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης συναντιούνταν σε καφενεία και ζαχαροπλαστεία, σε θέατρα και λέσχες.
Το μεγαλοπρεπές και άνετο Σπόρτινγκ Κλαμπ (1893), σε σχέδια Πολύκαρπου Βιτάλη και οικόπεδο ελληνικής ιδιοκτησίας, ήταν ένας θαυμάσιος χώρος συνάντησης όπου η κοινωνική ελίτ της Σμύρνης συνευρισκόταν σε τέια και χοροεσπερίδες και για να παρακολουθήσει από την υπερυψωμένη ταράτσα του τη δύση και τις λεμβοδρομίες στο λιμάνι.
Ο απόηχος στην Ελλάδα
Ο Βασίλης Κολώνας καταγράφει όλη αυτή την δραστηριότητα εκσυγχρονισμού και ανοικοδόμησης της κοσμοπολίτικης Σμύρνης με το ψύχραιμο μάτι του επιστήμονα. Επισημαίνει πως στην εικόνα που σχηματίζεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά έργα διεθνούς ακτινοβολίας. «Θα μπορούσε ίσως να κατηγορήσει κανείς τους έλληνες αρχιτέκτονες για έλλειψη ενός ιδιαίτερου προσωπικού στυλ» σχολιάζει, για να συμπληρώσει: όπως «όλους τους αρχιτέκτονες του εκλεκτισμού».
Στους σύγχρονους κτιριακούς τύπους χρησιμοποιείται ένα πλουραλιστικό μορφολογικό λεξιλόγιο που προσαρμόζεται στις απαιτήσεις μιας πολυεθνικής πελατείας. Ωστόσο, στην πορεία της Ιστορίας, τα κτίρια αυτά θα αναδειχθούν σε μνημεία της συλλογικής μνήμης, χαρακτηριστικά του προσώπου της Σμύρνης που υπήρξε, εκείνης που μεταφέρθηκε στην αρχιτεκτονική των πολυτελών αστικών επαύλεων της Μυτιλήνης και των άλλων κοντινών νησιών. Τον απόηχό της βρίσκουμε και στους οικισμούς των προσφύγων στην Ελλάδα, κτίσματα μιας λαϊκής αρχιτεκτονικής που συνδέονται με στοές και βγάζουν σε αυλές, όπου καταργείται η ιδιωτικότητα σε ένα σημείο συνάντησης «στη λογική του περιπάτου», σημειώνει ο συγγραφέας, που φέρει οπωσδήποτε μέσα της χαρούμενες αναμνήσεις από τους περιπάτους στο Και.
- Όλες οι εικόνες προέρχονται από το λεύκωμα του Βασίλη Κολώνα