Ηταν 1954. Στα ορυχεία της Ρίμπολα, στην Τοσκάνη, μια έκρηξη που στοίχισε τη ζωή σε σαράντα τρεις εργάτες, υπήρξε καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο θα έβλεπε έκτοτε τον κόσμο ο Λουτσάνο Μπιαντσάρντι (1922-1971), ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ιταλικής πεζογραφίας, εκείνος ο «ρομαντικός αναρχικός». Το συγκεκριμένο τραγικό γεγονός επανέρχεται συχνότατα στο έργο του και ασφαλώς υπάρχει και στο κατά γενική ομολογία κορυφαίο του μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Πικρή ζωή (La vita agra, 1962), το οποίο είναι εξόχως αυτοβιογραφικό και διαδραματίζεται στο Μιλάνο του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος». Λοιπόν, εκεί καταφθάνει ένας ευσυνείδητος και καλλιεργημένος νεαρός, ο αφηγητής του βιβλίου, δηλαδή το alter ego του συγγραφέα, με σκοπό να εκτελέσει την «αποστολή» του. Ποια είναι αυτή; Να ανατινάξει «τον γυάλινο κι αλουμινένιο πύργο», τα κεντρικά γραφεία της καθ’ όλα ένοχης εταιρείας που, μες στην αχόρταγη ανευθυνότητα και την κυνική αμέλειά της, άφησε να συντελεστεί το μοιραίο, ναι, καλά καταλάβατε, στο προαναφερθέν λιγνιτωρυχείο. Ο ήρωας καταλύει προσωρινά σε ένα διαμέρισμα που βρίσκεται στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας και το μοιράζεται με τον φωτογράφο φίλο του Καρλόνε. Διαμένουν στην περίφημη γειτονιά της Μπρέρα, στην πολιτιστική καρδιά της πόλης, στην οποία ζουν και δραστηριοποιούνται καλλιτέχνες, «οι μαλλιάδες ζωγράφοι και τα κορίτσια με τα βρόμικα πόδια», όπως επαναλαμβάνει χαρακτηριστικά ο Μπιαντσάρντι, που ολοκλήρωσε αυτό το βιβλίο μεταξύ 1961 και 1962, χαρίζοντας στον πρωταγωνιστή του όχι μόνο μεγάλα κομμάτια της πραγματικότητας του δικού του βίου αλλά και τις ιδέες του, μύχιες και αρκετά μοναχικές, έτσι όπως αναπτύσσονται μέσα στις πνευματικές συντεταγμένες μιας δεδομένης εποχής (με την παραδοσιακή Αριστερά ακόμη αρκούντως δογματική και παράλληλα ενεργή, θα έλεγε κανείς).
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος