Οι σέρφερ την αγαπούν για τις παραλίες με τα αφρισμένα ψηλά της κύματα. Οι καλοβαλμένοι Ευρωπαίοι για τα πολυτελή ξενοδοχεία της και η νεολαία για τη νυχτερινή της διασκέδαση. Τα νιόπαντρα ζευγάρια της δεκαετίας του ’60 και του ’70 φωτογραφίζονταν στα γεφυράκια της Κοιλάδας με τις Πεταλούδες στο γαμήλιο ταξίδι τους και γενιές λυκειόπαιδων σχεδιάζουν επί χρόνια την πενθήμερη εκεί εκδρομή αποφοίτησης. Σε έναν πιο προσωπικό τόνο, λάτρεψα τη Ρόδο μέσα από τους αγαπημένους φίλους που μου την πρωτογνώρισαν, για τη γιαγιά που με ξάφνιασε με την καλημέρα της ξεμυτίζοντας από μια στοά της μεσαιωνικής πόλης και τον παππού που με φίλεψε απ’ το φρέσκο ψωμί που κρατούσε μαζί με τις οδηγίες για το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου· απίθανοι κομπάρσοι στο γοητευτικό σκηνικό στο οποίο συνέβαλαν ιωαννίτες ιππότες, οθωμανοί κυρίαρχοι και ιταλοί κατακτητές σε μια διάρκεια επτακοσίων χρόνων.
Χαρακτηρισμένη από το 1988 από την UNESCO μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, η περιτειχισμένη πόλη της Ρόδου αναγνωρίστηκε ως μοναδικό παγκοσμίως δείγμα σωζόμενης μεσαιωνικής καστροπολιτείας. Ελλαδικό έδαφος από το 1947, μαζί με τα άλλα Δωδεκάνησα, η Ρόδος εντυπωσιάζει με τη θαυμαστά διατηρημένη ιστορική πόλη της, ειδικά σε μια χώρα στην οποία οι υπουργοί Πολιτισμού, οι δημοτικές αρχές, τα κόμματα και οι επιστήμονες αρχαιολόγοι ερίζουν χρονοτριβώντας για αναστηλώσεις και διαμορφώσεις αρχαιολογικών χώρων παραδίδοντας μνημεία και ιστορικούς οικισμούς στην εγκατάλειψη και στη φθορά.
Μακριά από τη Ρόδο, αλλά με έντονη την ανάμνηση της ιπποτικής ατμόσφαιράς της, διαβάζω με εξαιρετικό ενδιαφέρον τη μελέτη Ρόδος 1912-1947. Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και τη διαχείριση των μνημείων κατά την ιταλική Κατοχή (2023) του Κωνσταντίνου Καρανάσου, αρχιτέκτονα μηχανικού που ειδικεύεται στην αποκατάσταση μνημείων και συνόλων, τη διδακτορική διατριβή του που κυκλοφόρησε σε μια καλαίσθητη και φροντισμένη έκδοση από το Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς.
Η επιστημονική εργασία, μεταγραμμένη σε ένα εύληπτο αφήγημα για το ευρύ κοινό, φωτίζει τη σχέση πολιτικής και πολιτισμού στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου και στη συντήρηση και την ανάδειξη μνημείων παρουσιάζοντας ένα πολύ ισχυρό παράδειγμα.
Αποκατάσταση και μνημειακή ζώνη
Τρεις περιόδους της ιταλικής κατοχής διακρίνει ο μελετητής, με διαφορετική στόχευση και πρακτικές όσον αφορά τη διαχείριση του πολιτισμικού αποθέματος της πόλης της Ρόδου. Η πρώτη (1912-1923) αρχίζει με την προσωρινή κατάληψη της στρατηγικής περιοχής της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς εν όψει του επικείμενου διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, η «επιστημονική περίοδος», με κυρίαρχη μορφή τον μεσαιωνολόγο Τζουζέπε Τζερόλα, μελετητή της ενετικής Κρήτης. Ο Τζερόλα, στον οποίο ανατίθεται από το ιταλικό υπουργείο Παιδείας η μελέτη των μεσαιωνικών μνημείων των νησιών, θα σχολιάσει για τη Ρόδο: «Στην πρωτεύουσα Ρόδο τα κοσμικά κτίσματα και τα οχυρωματικά έργα ήταν τόσο πολλά ώστε η πόλη, αντί να απαριθμεί μνημεία, ήταν η ίδια ένα μνημείο».
Για την αναστήλωση και την ανάδειξη των μνημείων θα ιδρύσει το 1914 αυτόνομη και μόνιμη Αρχαιολογική Αποστολή, με διευθυντή τον νεαρό αρχαιολόγο και τότε επιθεωρητή του Αρχαιολογικού Μουσείου της Νάπολης Αμεντέο Μαϊούρι, και Αρχαιολογικό Μουσείο, που θα στεγαστεί σε ένα από τα σημαντικότερα μεσαιωνικά κτίσματα της πόλης, στο πρώην νοσοκομείο των Ιπποτών, το οποίο αποκαθίσταται στο πλαίσιο μιας «πουριστικής» αντίληψης επαναφοράς του στην αρχική του μορφή. Αφαιρούνται οθωμανικά επιχρίσματα, επιχωματώσεις και προσθήκες, δημιουργούνται νέα ανοίγματα και καταργούνται παλιά, αποκαθίσταται η σκάλα στην αρχική της θέση και αναδεικνύονται τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου.
Ακολουθώντας θεωρητικές συζητήσεις που γίνονταν στην Ευρώπη και στην Ιταλία από τις αρχές του 20ού αιώνα για τη διεύρυνση του πεδίου των αποκαταστάσεων ώστε να διατηρηθούν οι σχέσεις του μνημείου με το υφιστάμενο καλλιτεχνικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο, γίνονται επεμβάσεις στις προσόψεις των κτιρίων στην οδό των Ιπποτών και αποκαθίσταται πλήρως το κατάλυμα της «γλώσσας» (σ.σ.: του έθνους) της Ιταλίας, στο οποίο θα εγκατασταθεί το παράρτημα του Μορφωτικού Ιδρύματος Dante Alighieri που είχε ιδρυθεί στο νησί στο πλαίσιο της προπαγάνδας υπέρ του ιταλικού πολιτισμού.
Οι επεμβάσεις αποκατάστασης σε πύλες και τμήματα της οχύρωσης της πόλης καθώς και η έκδοση διατάγματος ανακήρυξης του περιβάλλοντος χώρου της σε «μνημειακή ζώνη», οριοθετώντας μια ζώνη σεβασμού εν όψει της έντασης της οικοδομικής δραστηριότητας στις γύρω περιοχές, εκφράζουν την προσήλωση του Τζερόλα, του Μαϊούρι και των ιταλών διοικητών στην προστασία της ιστορικής πόλης.
Τουριστική αξιοποίηση
Η δεύτερη περίοδος της ιταλικής κατοχής (1923-1936) βρίσκει τα Δωδεκάνησα οριστικά στην κυριαρχία της Ιταλίας μετά τη δεύτερη Συνθήκη της Λωζάννης της 23ης Ιουλίου 1923. Τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά. Ο πρώτος κυβερνήτης που διόρισε στα νησιά η φασιστική κυβέρνηση, ο Μάριο Λάγκο, σκοπό του είχε να αναδείξει τη Ρόδο σε σημαντικό τουριστικό θέρετρο και κέντρο πολιτισμού διεθνούς εμβέλειας αξιοποιώντας και τη γεωγραφική της θέση στα όρια Ανατολής και Δύσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προστασία του περιτειχισμένου, ιστορικού πυρήνα της πόλης και η ανάδειξη του λατινικού-ιπποτικού του χαρακτήρα εντάχθηκε σε γενικό ρυθμιστικό σχέδιο που διατηρούσε την περιτειχισμένη πόλη σε «αρμονική απομόνωση» απέναντι στις νέες συνοικίες και τις μελλοντικές βιομηχανικές περιοχές παρακάμπτοντας τη διέλευση από το ιστορικό κέντρο. Ηταν κάτι που, σε συνδυασμό με την πρόθεση τουριστικής ανάπτυξης της Ρόδου, δεν μπορούσε να γίνει απολύτως σεβαστό, σημειώνει ο μελετητής και αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης.
Η Νέα Πύλη ή Πύλη των Ελαφιών που διανοίχθηκε στα τείχη της ιστορικής πόλης το καλοκαίρι του 1924 για να εξασφαλίσει τη σύνδεση του Μανδρακίου και του νέου διοικητικού κέντρου της πόλης με το εμπορικό λιμάνι ήταν μια πρώτη «επίθεση» στην ιπποτική Ρόδο, ενώ η μνημειακή ζώνη μετατράπηκε σε πράσινη ζώνη περιπάτου και αναψυχής. Από την άλλη, ο μοναδικός χαρακτήρας της ιστορικής πόλης αναδείχθηκε με στοχευμένες επεμβάσεις στο κτίριο της Οπλοθήκης – όπου εγκαταστάθηκε το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Ινστιτούτο FERT, σε εκείνο της Καστελλανίας, στα κτίρια γύρω από την πλατεία του Αρχαιολογικού Μουσείου, στην Παναγιά του Μπούργκου.
Οι ελληνικές αρχαιότητες της πόλης, όπως ο ελληνιστικός ναός της Αφροδίτης, εντάχθηκαν στο μεσαιωνικό περιβάλλον στη λογική του ελληνο-ρωμαϊκού διαλόγου. Παράλληλα, έγιναν επεμβάσεις στην πλατεία του Ναυστάθμου με κέντρο τον ελληνιστικό ναό στο πλαίσιο μιας σκηνογραφικής αντιμετώπισης του συνόλου. Νέα κτίρια «νεοϊπποτικής» αρχιτεκτονικής κτίστηκαν στις παρυφές της οδού των Ιπποτών για να στεγάσουν γραφεία, επιχειρήσεις χαλιών και λογής εμπορικές εταιρείες. Ο λατινικός-ιταλικός χαρακτήρας της Ρόδου τονίζεται και με την ανέγερση του καθεδρικού ναού του Αγίου Ιωάννη στο Μανδράκι, στη νέα πόλη, ο οποίος, υπό το πρίσμα του εκσυγχρονισμού και του εξιταλισμού της Ανατολής, υπογραμμίζει με το ψηλό του κωδωνοστάσιο την ιταλική κυριαρχία.
Πιλότος η ιδεολογία
Τα έργα συνεχίζονται στην τρίτη περίοδο της ιταλικής κατοχής (1936-1947), με τη σκηνογραφική και εικαστική προσέγγιση των επεμβάσεων να εντείνεται για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους. Ο κυβερνήτης της Δωδεκανήσου Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι λειτουργεί στην προπαγανδιστική λογική του φασιστικού καθεστώτος, το οποίο ταυτίζεται στο διάστημα αυτό πλήρως με τις αρχές της romanità, δίνοντας ιδεολογική χροιά σε κάθε ενέργεια και παραλληλίζοντας το φασιστικό καθεστώς με την ένδοξη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ο Ντε Βέκι επιχειρεί να επιβάλει μια εικόνα πειθαρχίας και ισχύος και μέσω των επεμβάσεων στα μνημεία της Ρόδου. Δική του είναι η πρωτοβουλία να αναστήσει από τα ερείπιά του το μεγαλειώδες Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Ο περιβάλλων χώρος διαμορφώνεται κατάλληλα, με κατεδαφίσεις νεότερων συνοικιών γύρω από την Πύλη των Κανονιών, για να αναδειχθεί το Παλάτι, το οποίο διακοσμείται με ψηφιδωτά δάπεδα και αρχαία αγάλματα συσχετίζοντας το μεσαιωνικό μνημείο με τη romanità.
Στην ίδια γραμμή, ο κυβερνήτης υποστήριξε, σε επίσκεψη του στην Ακρόπολη της Λίνδου το καλοκαίρι του 1937, ότι τα ευρήματα του ανασκαφικού έργου θα πρέπει να αποκατασταθούν με συμπληρώσεις – βάσει επιστημονικών κριτηρίων – προκειμένου να αποκτήσουν το μνημειώδες και επιβλητικό ύφος που είχαν άλλοτε. Η μνημειώδης αψίδα του 3ου μ.Χ. αιώνα, το ρωμαϊκό Τετράπυλο που ανακάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη, ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών στο κλίμα της romanità για την ανακάλυψη μνημείων που υπογράμμιζαν τη διάρκεια του ρωμαϊκού παρελθόντος της πόλης.
Παράλληλα υπάρχει απόφαση «εξαγνισμού» του χώρου από τα οθωμανικά στοιχεία ενός σκοταδιστικού παρελθόντος και «εξορθολογισμού» του αστικού ιστού με σειρά επεμβάσεων προκειμένου να εξομοιωθεί η Ρόδος με το πρόσωπο της φασιστικής ιταλικής μητρόπολης. Ενα νέο ρυθμιστικό σχέδιο καταρτίζεται το 1942 για την πόλη, το οποίο ανέτρεπε σε πολλά σημεία το παλαιότερο του 1926, τελικά όμως εξαιτίας των εξελίξεων του πολέμου δεν υλοποιήθηκε.
Συμβολή και κληροδότημα
Η πολιτική Ιστορία της εποχής μάς διδάσκει ότι οι Ιταλοί δεν βρέθηκαν τυχαία στη Δωδεκάνησο. Ωστόσο, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «τα όσα έλαβαν χώρα στην πόλη της Ρόδου δεν θα πρέπει να ενταχθούν σε μια πρακτική αποικιοκρατικής αντίληψης», πως πρόκειται για μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση, κι αυτό διότι αφενός το σημαντικό ιστορικό παρελθόν και τα αδιάψευστα ίχνη της περιόδου της Ιπποτοκρατίας μπορούσαν εύκολα να αποκαλυφθούν κάτω από τις οθωμανικές προσθήκες και να αναδειχθούν, αφετέρου ήταν φανερή η διαθεσιμότητα της πόλης στην τουριστική ανάπτυξη, την οποία οι Ιταλοί εντόπισαν και καλλιέργησαν.
Πράγματι, την καταλυτική συμβολή των ιταλών κατακτητών στη διατήρηση του μνημειακού αποθέματος της ιστορικής πόλης της Ρόδου δύσκολα αμφισβητεί ο αναγνώστης· η μεθοδική τεκμηρίωση της άποψης του συγγραφέα και η χρονολογική περιγραφή των ιταλικών επεμβάσεων που υποστηρίζεται από στοιχεία και ανέκδοτο αρχειακό υλικό, χάρτες και πολεοδομικά σχέδια, φωτογραφίες, επιστολές και επίσημα έγγραφα, είναι πειστική.
Ωστόσο, το σημαντικό κληροδότημα των ιταλικών ενεργειών ήταν άλλο: Η παγίωση μιας αντίληψης προστασίας του ιστορικού περιβάλλοντος της περιτειχισμένης πόλης, ως βάση για τις μελλοντικές εργασίες στα μνημεία της μεσαιωνικής πόλης από την ελληνική πολιτεία αλλά και ως οδηγός για την προστασία, την αναστήλωση και την ανάδειξη αντίστοιχων ιστορικών περιοχών στην υπόλοιπη Ελλάδα πολύ πριν τη θέσπιση σχετικών κανονισμών.
– Ολες οι εικόνες προέρχονται από το βιβλίο του κ. Καρανάσου.