Οποιος αναζητούσε τα τελευταία χρόνια ή μόλις τον περασμένο Μάιο, ας πούμε, βιβλία του Χρήστου Βακαλόπουλου, οπουδήποτε, ακόμα και στις πιο ψαγμένες γωνιές, δεν έβρισκε. Διότι απλώς δεν ήταν διαθέσιμα (για γραφειοκρατικούς, διαδικαστικούς λόγους, όπως μάθαμε κατόπιν από την εκδότρια της «Εστίας», την Εύα Καραϊτίδη). Ως έσχατη λύση, μέχρι πρότινος, φαινόταν η αγορά μέσω του Διαδικτύου, κυρίως μεταχειρισμένων τίτλων, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις άγγιζαν εξωφρενικά ποσά (θα είχε φοβερό ενδιαφέρον, εννοείται, ένα σχόλιο του ίδιου του Βακαλόπουλου πάνω σε αυτό).
Ετσι είναι όμως, το δυσεύρετο είναι και σαγηνευτικό, πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση αυτού του ακατάτακτου συγγραφέα, του οποίου τόσο η ιδιοσυγκρασία όσο και ο πρόωρος θάνατος δημιούργησαν έναν μύθο γύρω από το ονοματεπώνυμό του, έναν μύθο, θα λέγαμε, χαμηλόφωνης και εναλλακτικής έντασης. Τι εικόνα μπορεί να σχηματίσει τώρα κανείς (ιδίως οι νεότεροι, μεταξύ 25 και 35 ετών) για εκείνον χωρίς να έχει διαβάσει ποτέ τα γραπτά του, τι εικόνα φτιάχνουν οι κουβέντες περί τον Βακαλόπουλο; Μια εικόνα, σπεύδουμε να απαντήσουμε, απροσδιορίστως μυστήρια και θετική, μέσα στην οποία το (πιο αλλοτινό) cult συναντά το (πιο συγκαιρινό) cool.
Το λογοτεχνικό έργο του Βακαλόπουλου αντέχει, ο ίδιος αποπνέει (και επικυρώνει ακόμα, εφόσον τον πλησιάζουμε απροκατάληπτα και δεν τον αποπλαισιώνουμε εντελώς από την εποχή του, από ιστορική και πολιτισμική άποψη δηλαδή) κάτι που εξακολουθεί να αφορά «την πραγματική ζωή» και τη «δικτατορία του παρόντος», κάτι άμεσο και αβίαστο, κάτι οικείο και καθημερινό, κάτι χαλαρό και συνάμα υπαρξιακό, κάτι ανάλαφρο και την ίδια στιγμή βαθυστόχαστο, κάτι μελαγχολικό και νοσταλγικό, κάτι ασυμβίβαστα ατομικό που διαπερνά καλειδοσκοπικά το κοινωνικό, δίχως όμως να το κάνει θέμα. Και κάτι, πάντως, πολύ μακριά από κάθε είδους «βαβούρα», τη βαρύγδουπη σοβαροφάνεια και τον διδακτικό σοφολογιοτατισμό (αναφερόμαστε, εν προκειμένω, σε φαινόμενα που πλήττουν ανθρώπους των γραμμάτων ή των τεχνών αλλά και ανθρώπους που πασχίζουν ώστε να πείθουν ότι είναι των γραμμάτων ή των τεχνών).
Στον αστερισμό των likes
Αυτό το καλοκαίρι, λοιπόν, ο συγγραφέας επανήλθε στα βιβλιοπωλεία. Στα μέσα Ιουνίου κυκλοφόρησε η «όγδοη ανατύπωση» της Γραμμής του ορίζοντος (1991) και στα τέλη Ιουλίου, αντιστοίχως, η «τέταρτη έκδοση» των Πτυχιούχων (1984). Οι εξελίξεις αυτές χαρακτηρίστηκαν «εκδοτικά γεγονότα» και, προφανώς, μόνο απαρατήρητα δεν πέρασαν. Αντιθέτως, προκάλεσαν έναν ενθουσιασμό (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, όπως κι αν μετριέται αυτό στη χώρα μας, ας έχουμε συναίσθηση). Τι συνέβη ύστερα;
Οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απανωτές, τα μυθιστορήματα του Βακαλόπουλου φωτογραφημένα πριν αλλά και μετά την ανάγνωσή τους, φράσεις ή και ολόκληρες παράγραφοι των κειμένων να μαζεύουν likes αναδημοσιευόμενες ή να γίνονται stories με φόντο, ενίοτε, κάποιο πλοίο, κάποια παραλία, κάποιο ηλιοβασίλεμα (τι να κάνουμε, ο Βακαλόπουλος την είχε την ατάκα, την είχε την αφοριστική, αφοπλιστική σκέψη και άφησε πίσω τους κάμποσες αράδες με τις οποίες το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τις υπογραμμίσεις, είτε επειδή είναι εντυπωσιακές με την πρώτη ματιά είτε επειδή οφείλεις να τις επανεξετάσεις σε δεύτερη φάση).
Και σε τούτη εδώ την εφημερίδα, όλο αυτό το διάστημα, η Γραμμή του ορίζοντος και οι Πτυχιούχοι εμφανίζονται σταθερά στις λίστες των ευπώλητων τίτλων. Ανεξάρτητοι βιβλιοπώλες μάλιστα, στον απόηχο του καλοκαιριού, μετέφεραν στο «Βήμα» μια ιδιότυπη κατάσταση, «ικανοποίησης» σε σχέση με τη νέα βακαλοπουλική κίνηση μεν, καθώς τα αντίτυπα έφευγαν γρήγορα, αλλά και κάποιας «αμηχανίας», η οποία μοιάζει και λίγο με γρίφο. Γιατί ο Βακαλόπουλος διαβάζεται με τέτοια πρόθυμη λαχτάρα μια τριακονταετία και πλέον από τον χαμό του; Πώς (αποτυπώνοντας συνθήκες και ήθη περασμένων δεκαετιών) καταφέρνει και συγκινεί ανθρώπους και αναγνώστες των νεότερων γενεών;
Μια γενική απάντηση θα όφειλε να είναι πολύπλευρη, σύνθετη (και εκκρεμεί, όπως άλλωστε μια συντεταγμένη, συστηματική, διεπιστημονική μελέτη του έργου του). Από την άλλη μεριά, είναι σαφές ότι ο είρων και τρυφερός Βακαλόπουλος ιντριγκάρει, ερεθίζει, πυροδοτεί μύχιες ανθρώπινες αγωνίες (σεξουαλική και ερωτική ζωή, ψυχικές διακυμάνσεις, μοναξιά) ενόσω συντονίζεται (ή συγκρούεται) με ετερόκλητες ευαισθησίες (πνευματικές και συλλογικές, κατεξοχήν με το ζήτημα της περιλάλητης «νεοελληνικής ταυτότητας» που, ακριβώς επειδή η πολιτική ιδεολογία είναι το πιο χοντρό κι αδιαπέραστο πετσί, έχει αποδώσει στη μυθοπλασία του Βακαλόπουλου μια σειρά από ανυπόστατες, άδικες ή αστείες κατηγορίες).
«Κάποτε, που τον είπα «νεο-ορθόδοξο» για να τον πειράξω, η αντίδρασή του ήταν πολύ καθαρή: «Aπ’ όλα αυτά μου αρέσει η άσκηση, εκεί νομίζω ότι υπάρχει κάτι που με αφορά…». Οντως η άσκηση τον αφορούσε. […] Η ορθοδοξία του, αν υπήρχε, ήταν εκτίμηση ανθρώπινων μεγεθών, όχι αποφασισμένη πίστη» γράφει ο υποψιασμένος Κωστής Παπαγιώργης στο βιβλίο του Γεια σου, Ασημάκη που φέρει τον υπότιτλο Σκίτσο του Χρήστου Βακαλόπουλου (εκδόσεις Καστανιώτη, 1993).
Το αυθεντικό και το σημαντικό
Βεβαίως, η ταπεινόφρων σοβαρότητα του Παπαγιώργη εξηγεί τη χρήση της λέξης «σκίτσο», όμως πρόκειται επί της ουσίας για ένα διεισδυτικό, αξεπέραστο πορτρέτο του Βακαλόπουλου, πορτρέτο ανθρώπινο και καλλιτεχνικό εξίσου, με κεντρικότατο άξονα τη «βαθύτητα της παιδικής ηλικίας», όπου ο Παπαγιώργης αγαπητικά περιγράφει και αναλύει «τη ζωή ενός χαμένου φίλου μέσα από τα βιβλία του και για τα βιβλία ενός χαμένου φίλου μέσα από τη ζωή του».
Για τον Βακαλόπουλο, οποιαδήποτε αποτίμηση φιλοδοξεί να μην είναι τουλάχιστον αφελής ή μονομερής απέναντί του, πρέπει να συμπεριλάβει στον λογαριασμό την προσέγγιση του Παπαγιώργη.
Κατά τα λοιπά, ο Βακαλόπουλος (πέρα από όσους τον «βαριούνται» ή τον θεωρούν «υπερτιμημένο», αλίμονο, υπάρχουν αυτοί και είναι θεμιτό να υπάρχουν) έχει απέναντί του μονάχα τον αμείλικτο χρόνο. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν, σε μισό αιώνα, θα ξεσηκώνει το μυαλό και θα ζεσταίνει την καρδιά με τον ίδιο τρόπο.
Ξέρουμε ωστόσο τι παρατηρούμε προσώρας, αναγνώστες με διαφορετικά υπόβαθρα και βιώματα (αναγνώστες «απροπόνητοι» ακόμα ή και «παρθένοι» επίσης) συναντιούνται ήδη μαζί του (κατά κύριο λόγο με τη Γραμμή του ορίζοντος, το αριστοτεχνικό του βιβλίο, αναμφίβολα) και τα γόνιμα αποτελέσματα εγείρουν ένα σωρό προβληματισμούς για το τι είναι αυθεντικό και σημαντικό στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία (του «κανόνα» και του «περιθωρίου»). Αν εστιάσει κανείς, φέρ’ ειπείν, στην κριτική που επιφυλάσσει ο Βακαλόπουλος στην κουλτούρα της εικόνας (και της διαφήμισης) και την προσαρμόσει πλέον στα δεδομένα της ψηφιακής μας καθημερινότητας, διαπιστώνει πανεύκολα πόσο διορατικός υπήρξε και σε αυτό το επίπεδο.
Η Ρέα Φραντζή και η αναζήτηση μιας ταυτότητας
Της Αθηνάς Παπαδάκη
«Δεν ήρθε για να κρίνει τον κόσμο, ήρθε για να μείνει στην ουρά με το στόμα ανοιχτό, να κυλήσει το βλέμμα της σαν καθαρό νερό, να το στείλει ταξίδι. Ελληνίδα, 1956, πρόσωπο κανονικό» γράφει για την πρωταγωνίστριά του ο Χρήστος Βακαλόπουλος προς το τέλος του μυθιστορήματος Η γραμμή του ορίζοντος (1991). Ακολουθώντας το ταξίδι της Ρέας Φραντζή, ή το ταξίδι του Χρήστου μέσα από τη Ρέα, ανακαλύπτεις – κι ανακάλυψα κι εγώ – κομμάτια του που συνομιλούν και με ένα δικό σου – με ένα δικό μου – ταξίδι. Που συνομιλούν με τα ταξίδια ανθρώπων που ξέρεις ή και άλλων που δεν έχεις γνωρίσει. Με το ταξίδι της γειτονιάς που μεγάλωσες ή και το ταξίδι της χώρας σου. Ερχεσαι σε επαφή με μια ιστορία τόσο προσωπική που τελικά καταλαβαίνεις ότι με κάποιον τρόπο, μάλλον μας αφορά και μας συγκινεί, ανεξάρτητα από το παρελθόν μας ή από τη γενιά μας.
Η ιστορία της γυναίκας αυτής – η φυγή της, ο απολογισμός της, οι μνήμες της από έναν κόσμο που υπήρξε κάποτε και τώρα δεν υπάρχει πια – για μένα αποκαλύπτει, πλάι σε άλλα, κι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι τού τότε, σίγουρα του τώρα, και πιθανότατα και του πάντα. Την κοινή ανάγκη να βρούμε έναν τόπο. Να βρούμε πού ανήκουμε. Την ανάγκη μας να καταλάβουμε ποιος είναι ο δρόμος, ποια είναι αυτή η ζωή που διαλέγουμε εμείς για εμάς. Να εντοπίσουμε αυτό που είναι βαθιά μέσα μας και ξέρουμε ότι εκείνο είναι που θα μας κάνει να αισθανόμαστε πιο κοντά στην αλήθεια, μα και στην ελευθερία μας, όποια κι αν είναι. Να βρούμε αυτή την εικόνα που έχουμε φυλαγμένη μέσα μας και που είναι αρκετή. Κι έπειτα πια, να μπορέσουμε ίσως να το ονομάσουμε αυτό ολόδική μας ταυτότητα».
Η Αθηνά Παπαδάκη είναι ηθοποιός. Υποδύθηκε τη Ρέα Φραντζή στην παράσταση «Η γραμμή του ορίζοντος» (βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Χρήστου Βακαλόπουλου) που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Παύλου στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου τον περασμένο Μάιο. Για τη νέα σεζόν, η παράσταση έχει ενταχθεί στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου (και θα παρουσιαστεί εκ νέου στο Θέατρο Χώρα).