Η Δήμητρα Κολλιάκου επιχειρεί με το καινούργιο της μυθιστόρημα (ο ίδιος θα το χαρακτήριζα νουβέλα ή αφήγημα) κάτι που δοκιμάζουν όλο και συχνότερα οι σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς: να συνομιλήσει με την αρχαιοελληνική μυθολογία και με τα ομηρικά έπη.
Η Καλυψώ (εκδ. Πατάκη), βγαλμένη από την καρδιά της Οδύσσειας, εμφανίζεται στο βιβλίο όχι ως νύμφη μα ως θεά μαζί με την υπηρέτριά της Μελανθία ή Μελανθώ. Η Μελανθώ είναι στην Οδύσσεια η δούλη της Πηνελόπης που κοροϊδεύει τον άρτι αφιχθέντα Οδυσσέα ως άθλιο άγνωστο και απεχθή ξένο, κι αυτό θα μας δώσει μια άκρη για το εναρκτήριο λάκτισμα.
Ενας μονίμως σιωπηλός ξένος καταφτάνει στην Ωγυγία, στο νησί της Καλυψώς, πολλούς αιώνες μετά τον Ομηρο. Εφεξής η αφήγηση θα κινηθεί μεταξύ του μυθικού παρελθόντος και ενός παρόντος το οποίο μολονότι δεν χάνει τα μυθικά του συμφραζόμενα, ανακαλεί σημερινές παραστάσεις για τον ξένο και για τον άλλο: πρωτίστως μεταναστευτικές εικόνες με πλήθη να μετακινούνται υπό πίεση και καράβια έτοιμα να θαλασσοπνιγούν.
Εισάγοντας στην αφήγησή της κι άλλες μυθολογικές μορφές γυναικών (από την Πηνελόπη και την Κίρκη μέχρι την Περσεφόνη και ένα είδος αρχαϊκού γυναικείου χορού), η συγγραφέας δεν παύει να παραπέμπει στο παρόν και σε ζητήματα όπως η γέννηση των παιδιών εκτός γάμου και οι παρένθετες ή οι αποσιωπημένες μητέρες.
Η Καλυψώ της Κολλιάκου άγχεται συνεχώς με ένα παιδί, δικό της ή της Μελανθώς, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται και μια συνεχής έρις: η θεά και η υπηρέτρια διεκδικούν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο τόσο το παιδί όσο και τον ξένο που έχει εγκατασταθεί στο νησί. Και, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να λείψει από εδώ ο σκληρός πυρήνας του μύθου της Καλυψώς, τον οποίο η Κολλιάκου θα μετατρέψει σε ένα οδυνηρό πινγκ πονγκ με υπαρξιακό βάθος και με την αθανασία άλλοτε να επανέρχεται ως θεϊκή ή ως μαγική εύνοια και άλλοτε να αφανίζεται στους κύκλους των αιώνων.
Παρά ή πέρα από τα προηγούμενα, κάτι δεν έχει υπολογιστεί καλά στην ιδέα και στην αρχιτεκτονική σύνθεση της Κολλιάκου, κάτι μένει λειψό ή τείνει να πεταχτεί έξω. Ισως και διαφορετικά: κάτι μοιάζει υπέρμετρο και μαξιμαλιστικό. Τι μένει λειψό; Μα, αυτή η προσπάθεια συστέγασης της ομηρικής μυθολογίας και των σύγχρονων κοινωνικών ζητημάτων. Τα δύο επίπεδα δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν είναι σε θέση να καταλήξουν σε επαγωγό σώμα.
Τι μοιάζει μαξιμαλιστικό; Η πεποίθηση πως αρκούν τα σύμβολα των αρχαίων μύθων για να αποκτήσει ένα σημερινό πεζό ζωντανό νόημα. Κι έτσι, το βιβλίο θα αποκαλύψει σύντομα και τις άλλες του αδυναμίες: την ισχνή του δράση και τα επαναλαμβανόμενα σχήματα, που αδικούν την ωραία απογυμνωμένη γλώσσα του, αφήνοντας εν κατακλείδι ανεκμετάλλευτο κι ένα άλλο κεκτημένο της Κολλιάκου: την καλά ελεγχόμενη λυρική φόρτιση της πρόζας της.