Οι πιέσεις της ερωτικής επιθυμίας, οι αντανακλάσεις της μνήμης και οι σκοτεινές μορφές της επιστημονικής φαντασίας, που έχουν απασχολήσει κατά καιρούς την πεζογραφία της Βίκυς Τσελεπίδου, με πρόσφατο δείγμα τις περιπέτειες της κρυογονικής, όπως τις παρακολουθούμε στον εξαιρετικά επινοητικό και ανήσυχο Μεγάλο σκύλο (2020), απουσιάζουν από το καινούργιο της μυθιστόρημα με τίτλο 120 γραμμάρια (εκδ. Νεφέλη), το οποίο αποτελεί μια συναρμογή προσώπων και εγγράφων αντλημένων από το γραφείο μιας νεαρής συμβολαιογράφου της Βόρειας Ελλάδας. Πρόσωπα και έγγραφα μοιάζουν έτοιμα να καταλήξουν σε κόλλες των 120 γραμμαρίων, στα χαρτιά με άλλα λόγια που υπογράφονται στα συμβολαιογραφεία και τα οποία θέλουν να αποτυπώσουν εδώ τα άγχη, τα πάθη, τις αγωνίες, τους φόβους, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις μιας ανασφαλούς κατά κανόνα μεσαίας τάξης. Φιγούρες άλλοτε κοινές και καθημερινές, που αρνούνται να αξιολογήσουν οικονομικά την κληρονομιά τους ή προσπαθούν να λύσουν χρόνιες εκκρεμότητες, και άλλοτε παράξενες και αναπάντεχες, που βιάζονται να κατοχυρώσουν το όνομά τους για λογαριασμό ενός μετεωρίτη, να ανασύρουν μαγικές εικόνες του παρελθόντος ή να διηγηθούν τη ζωή τους δίπλα σε έναν παπαγάλο. Οι ιστορίες των στιγμιαίων πρωταγωνιστών της Τσελεπίδου δεν συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο μεταξύ τους πλην του γεγονότος πως διαδραματίζονται μπροστά σε μια επαγγελματία η οποία δεν σχολιάζει ποτέ τα δρώμενα στο γραφείο της. Το ανθρωπομάνι αυτό θα σβήσει, άλλωστε, από τον χάρτη όταν η συμβολαιογράφος θα μπλέξει σε μια υπόθεση έτοιμη να αμαυρώσει την επαγγελματική της καριέρα, να βάλει σε δοκιμασία τις προοπτικές της και εν κατακλείδι να την αποδιοργανώσει και να τη διαλύσει σε πολλαπλά επίπεδα της ύπαρξής της.
Η συγγραφέας σπεύδει να διαφοροποιήσει γλωσσικά και υφολογικά τους ετερογενείς λόγους που στοιχειοθετούν τις νοοτροπίες των πελατών του συμβολαιογραφείου. Oλα αυτά, όμως, χάνουν την όποια σημασία τους όταν καταλαβαίνουμε πως δεν μπορούν να ενσωματωθούν δραματουργικά στην ατομική ιστορία της συμβολαιογράφου. Ιστορία η οποία απορροφά με την πλοκή και με τις απρόσμενες εξελίξεις της όλη την προσοχή μας, καταλήγοντας να λειτουργήσει ερήμην του υπόλοιπου υλικού. Αν η σύνδεση των δύο τμημάτων του βιβλίου επιζητεί να επικεντρωθεί στο πώς η συμβολαιογράφος μαθαίνει να περνά από τις συγκεχυμένες εμπειρίες των άλλων στην απτή και άκρως τραυματική δική της εμπειρία, όπως υποπτεύομαι πως πιστεύει η Τσελεπίδου (εξ ου και η παραπομπή σε «μυθιστόρημα μαθητείας»), τότε κάτι τέτοιο απλώς δεν κατορθώνει να γίνει φανερό. Το αποτέλεσμα δεν είναι ένα συνθετικό βιβλίο, αλλά δύο βιβλία σε ένα. Δύο βιβλία τα οποία αντί να αντικατοπτριστούν το ένα στο άλλο, κοιτάζουν προς το κενό, χωρίς κάποιον αιτιώδη προσανατολισμό ως προς τη συστέγασή τους. Μόνη της η ατομική ιστορία της συμβολαιογράφου θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια νουβέλα ή και για ένα μικρό μυθιστόρημα, αποσπώντας και κεντρίζοντας δίχως περισπασμούς το ενδιαφέρον μας. Eτσι, όμως, το τελικό προϊόν καταλήγει κάπως αμήχανα – και οπωσδήποτε άδοξα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.