Η επανατοποθέτηση του Μαρξ στον 19ο αιώνα ήταν το αντικείμενο των δύο πιο πρόσφατων μεγάλων βιογραφιών του από τον Τζόναθαν Σπέρμπερ και τον Γκάρεθ Στέντμαν Τζόουνς. Για τον συγγραφέα του Κομμουνιστικού μανιφέστου και του Κεφαλαίου το κρίσιμο σημείο δεν ήταν η επιστροφή ή η επικαιρότητα, αλλά η συνειδητοποίηση ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που βρισκόταν χρονικά εγγύτερα στο 1789 παρά στο 1917, σκεφτόταν με διαφορετικές γνωστικές κατηγορίες και υπήρξε, πράγματι, ο οξυδερκέστερος κριτής του καπιταλισμού της εποχής του αλλά όχι προφήτης της σημερινής.
Ο καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου Χέρφριντ Μίνκλερ προφανώς θα επιδοκίμαζε την οπτική αυτή – την υιοθετεί, άλλωστε, στη δική του ανάγνωση του 19ου αιώνα μέσα από τις ζωές των Καρλ Μαρξ, Ρίχαρντ Βάγκνερ και Φρίντριχ Νίτσε. «Πρέπει να τους απαλλάξει κανείς από τις διαδοχικές μορφοποιήσεις που επιχείρησαν τόσο τα ομώνυμα των δημιουργών αυτών κινήματα όσο και από τις επιμέρους αντιλήψεις των μελετητών ή των οπαδών τους∙ πρέπει δηλαδή να ξυστούν οι επάλληλες στρώσεις που επικάθισαν στο πρωτότυπο».
Τα κοινά σημεία και οι αποκλίσεις τριών διανοουμένων που βίωσαν έναν καιρό ανατροπών επιχειρώντας να τις αξιοποιήσουν (Μαρξ), να τις ακυρώσουν (Βάγκνερ) ή να τις υπερβούν (Νίτσε) αποτελούν τον πυρήνα του βιβλίου του Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε. Ενας κόσμος σε αναταραχή (εκδ. Διόπτρα).
Συγκλίσεις και αποκλίσεις
Ο Χέρφριντ Μίνκλερ προσεγγίζει τη σκέψη των πρωταγωνιστών του προσπερνώντας τη διαμόρφωσή τους από τους «κληρονόμους» που απλοποίησαν ή θεσμοποίησαν και αποστέωσαν το έργο τους: τον Φρίντριχ Ενγκελς και τη μαρξιστική κομματική ορθοδοξία, την Κόζιμα Βάγκνερ και τον κύκλο του Μπαϊρόιτ, την Ελίζαμπετ Φέρστερ-Νίτσε και τους μετέπειτα εθνικοσοσιαλιστές σφετεριστές των ιδεών του φιλοσόφου. Σύμφωνη με τις νεότερες αναγνώσεις, η οπτική αυτή, αποδίδει μια εικόνα πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ αντιλαμβανόταν τον εαυτό του, διασώζει εν μέρει τον επαναστάτη Βάγκνερ της νεότητας από τον αντισημίτη των γηρατειών, παρουσιάζει τον Νίτσε ως ριζικό αμφισβητία, «αναρχικό-ανατρεπτικό στοχαστή», κατά την έκφραση του συγγραφέα, αν και πάντοτε αμφίσημο.
Καθώς η γραμμική διαδοχή δεν είναι πρόσφορη, ο Μίνκλερ υλοποιεί το εγχείρημά του ακολουθώντας τη λογική των θεματικών κύκλων: οι έννοιες της αρχαιότητας, της ασθένειας, της αστικής τάξης, της επανάστασης, της αφήγησης υποδεικνύουν άξονες προβληματισμού και την αντιπαραβολή τους τόσο στο επίπεδο των ιδεών όσο και της καθημερινότητας. Το χρέος, για παράδειγμα, μείζων φόβος της εποχής, απομυζά τη ζωτικότητα του Μαρξ για δεκαετίες: «Εδώ και μια εβδομάδα έχω φτάσει στο ευχάριστο σημείο να μην ξεμυτίζω από το σπίτι διότι τα σακάκια μου φυλάσσονται στο ενεχυροδανειστήριο, και να μην μπορώ να φάω κρέας γιατί δεν μου κάνουν πια πίστωση» γράφει στον Ενγκελς το 1852.
Τα ίχνη των χρεών «διατρέχουν σαν κόκκινη κλωστή» τη ζωή του Βάγκνερ. Τη δεκαετία του 1840 φεύγει από τη Ρίγα για να ξεφύγει από τους οφειλέτες του, το 1849 απομακρύνεται από τη Δρέσδη χρωστώντας το υπέρογκο ποσό των 20.000 τάλερ, σαράντα φορές το ύψος του ετήσιου μισθού του, το 1864 εγκαταλείπει τη Βιέννη για να αποφύγει τη φυλάκιση. «Είμαι αλλιώς φτιαγμένος εγώ», καυχιέται, «έχω ευαίσθητο νευρικό σύστημα. Εχω ανάγκη την ομορφιά, τη λάμψη, το φως. Ο κόσμος μού χρωστάει αυτά που χρειάζομαι!». Θα χρειαστεί έναν βασιλιά ως μαικήνα, τον Λουδοβίκο Β΄ της Βαυαρίας, ώστε να αποκτήσει την πολυπόθητη όπερά του στο Μπαϊρόιτ και τα εκατομμύρια των ονείρων του. Αντίθετα, ο Νίτσε επιλέγει έναν λιτό και ασκητικό τρόπο ζωής ως οδό προς τη φιλοσοφία, ζει μόνο «με ψωμί, γάλα, σταφύλια, φρούτα και σούπα», με αποτέλεσμα ο κατεξοχήν διονυσιακός φιλόσοφος να διάγει μια απολύτως μη διονυσιακή ζωή.
Κόμβοι επαφής
Οι κύκλοι αυτοί εφάπτονται σε συγκεκριμένους χρονικούς κόμβους, προσωπικούς ή ιστορικούς. Τον Αύγουστο του 1876 το ταξίδι του Μαρξ για θεραπευτικούς λόγους στη λουτρόπολη του Κάρλσμπαντ θα επηρεαστεί από την κοσμοσυρροή στο πρώτο Φεστιβάλ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ, γεγονός που θα του δώσει λαβή για δηκτικά σχόλια ως προς τη «γιορτή των τρελών» του «κρατικού μουσικού». Παρών στις εκδηλώσεις είναι ο Νίτσε, τακτικός επισκέπτης της οικογένειας και συγγραφέας εκείνη την εποχή του δοκιμίου Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ, ο οποίος θα νιώσει παραγκωνισμένος, αίσθημα που θα επιφέρει το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς την οριστική ρήξη με τον «γερο-Μινώταυρο».
Πέντε χρόνια πριν, το 1871, η εκ μέρους πρόσληψη της Γαλλίας, της Πρωσίας, της ουσίας της νέας Γερμανίας εκφράζεται ανοικτά στη συγκυρία του Γαλλοπρωσικού Πολέμου. Για τον Μαρξ η ήττα της Γαλλίας έφερνε πλέον τη γερμανική εργατική τάξη στην πρωτοπορία του σοσιαλιστικού αγώνα. Ομως ταυτόχρονα η ανακήρυξη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ακύρωνε την επαναστατική ελπίδα του 1848: «»Η τοξικότητα και η αδράνεια […], μαζί και οι θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες» ήρθαν να συγκαλύψουν την οικονομική εκμετάλλευση του λαού». Αυτή η Γερμανία, αντί κοιτίδας της επανάστασης, θα εξελισσόταν σε αντεπαναστατικό προπύργιο.
Ο Βάγκνερ, από την πλευρά του, είχε προσχωρήσει στο πρωσικό όραμα της γερμανικής ενοποίησης εκ των άνω, έβλεπε τη νίκη ως αποκατάσταση ενός εξιδανικευμένου μεσαίωνα όπου η Γερμανία υπερείχε μιας Γαλλίας παραπλανημένης από «αδαείς δημοσιογράφους», «επιπόλαιους θεατρίνους» και τον ανεπαρκή Ναπολέοντα Γ΄ και ευελπιστούσε στον βομβαρδισμό του μισητού Παρισιού όπου είχε αποδοκιμαστεί το 1840. Ο Νίτσε, τέλος, έχοντας πολεμική θητεία, έστω και ως άοπλος νοσοκόμος, σταδιακά θα έχανε τον ενθουσιασμό του φοβούμενος ότι ο «κατακτητικός πόλεμος» θα απέβαινε κίνδυνος για τον γερμανικό πολιτισμό.
Βιογραφία ενός αιώνα
Η τριάδα είναι σχήμα ασυνήθιστο στις βιογραφικές προσεγγίσεις. Μνημονεύοντας τους Βίους παράλληλους του Πλούταρχου αλλά υπερβαίνοντας τη συγκριτική παράδοση των ζευγών, ο Μίνκλερ δημιουργεί μια σύνθεση με παράδοξη διάταξη, καθώς τα μέρη της δεν είχαν συμμετρικές επαφές. Ο Μαρξ μελέτησε το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, ο Βάγκνερ όμως δεν εκφράστηκε ποτέ για τον Μαρξ. Νίτσε και Βάγκνερ γνωρίζονταν προσωπικά, ο φιλόσοφος υπήρξε πρώτα οπαδός και έπειτα επικριτής του μουσουργού. Ο Μαρξ δεν αναφέρθηκε ποτέ στον Νίτσε.
«Ο Χέρφριντ Μίνκλερ ανάγει τη γερμανική στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια εμπειρία θίγοντας όλα σχεδόν τα μεγάλα ζητήματα της νεωτερικότητας»
Γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι ο Νίτσε είχε υπογραμμίσει το όνομα του Μαρξ σε ένα από τα βιβλία της βιβλιοθήκης του, δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη ότι ασχολήθηκε με το έργο του. Αν ο αναγνώστης παραβλέπει αυτήν τη θεμελιώδη ασυμμετρία στο υπόβαθρο της αφήγησης είναι γιατί το τέχνασμα του Χέρφριντ Μίνκλερ τού επιτρέπει να ανάγει τη γερμανική στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια εμπειρία θίγοντας όλα σχεδόν τα μεγάλα ζητήματα της νεωτερικότητας: η εκβιομηχάνιση και ο κοινωνικός της αντίκτυπος, η θρησκεία και ο «θάνατος του Θεού», ο καπιταλισμός και ο μηχανισμός της αναπαραγωγής του, ο σοσιαλισμός και η διάδοσή του, η εκκοσμίκευση και η αστική κοινωνία, η επανάσταση και η δημοκρατία, οι μάζες και οι ελίτ, ο Τύπος και η επικοινωνία, η τέχνη και η αισθητική, η επιστήμη, η πολιτική και η Ιστορία ορίζονται, αναλύονται, αντιπαρατίθενται μέσα από τον δυνητικό διάλογο τριών μειζόνων ονομάτων. Η ιδιότυπη αυτή πνευματική βιογραφία επιτυγχάνει όχι μόνο να φωτίσει από απρόσμενες γωνίες τις προσωπικότητες των Μαρξ, Βάγκνερ και Νίτσε, αλλά κυρίως να αναδείξει τις ραγδαίες μεταβολές ενός αιώνα που θυμίζει τη δίνη του δικού μας.