«Κανένας δυτικός ποιητής, στον τελευταίο ενάμιση αιώνα, ακόμη και ο Μπράουνινγκ ή ο Λεοπάρντι ή ο Μποντλέρ, δεν μπορεί να επισκιάσει τον Ουόλτ Ουίτμαν ή την Εμιλι Ντίκινσον». Αυτά γράφει στον Δυτικό κανόνα του ο Χάρολντ Μπλουμ, υπερβάλλοντας, όπως το συνήθιζε. Η προσέγγιση βέβαια είναι καθαρά αμερικανική, γι’ αυτό και, εκ μεταφοράς πάντα, δεν υπάρχει περίπτωση ο ενημερωμένος αναγνώστης της ποίησης να διαβάζει τον Χαρτ Κρέιν, τον Τζον Ασμπερι και ιδίως τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και να μην ανακαλεί τον Ουίτμαν, η σκιά του οποίου πέφτει και σήμερα βαριά πάνω σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης αμερικανικής ποίησης.
Στη χώρα μας ο Ουίτμαν πρωτομεταφράστηκε από τον Νίκο Πρεστόπουλο στη δεκαετία του 1930 και αργότερα του 1950. Για τα δεδομένα της εποχής ήταν έργο πρωτοποριακό, παρόλο που σήμερα μας ενοχλεί το γλωσσικό ιδίωμα του μεταφραστή. Δεν ήταν όμως αυτό η αιτία που ο Ουίτμαν δεν επηρέασε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, όπου επί χρόνια κυριαρχούσαν δύο μεγάλες μορφές από τη Γαλλία: ο Μποντλέρ και ο Ρεμπό. Υπήρχαν όμως κι άλλα αίτια: η κυριαρχία των αγγλοαμερικανών μοντερνιστών και η απαξίωση των ρομαντικών – αλλά αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Να θυμίσω μόνο πως με άκρα πονηρία ο Τ.Σ. Ελιοτ χαρακτήρισε τον Ουίτμαν «σπουδαίο πεζογράφο». «Σφάξιμο» με το γάντι.
Αψογη διπλή μετάφραση
Τα χρόνια όμως περνούν, οι ρομαντικοί, εναντίον των οποίων οι μοντερνιστές είχαν κηρύξει τον πόλεμο, επέστρεψαν – και μάλιστα θυελλωδώς – και οι μεταφράσεις του Ουίτμαν στη χώρα μας συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Σ’ αυτές έρχεται τώρα να προστεθεί η άψογη μετάφραση από τον Δημήτρη Δημηρούλη του Τραγουδιού του εαυτού μου (εκδ. Gutenberg), του γνωστότερου ποιήματος από τα Φύλλα χλόης του αμερικανού βάρδου. Και διαθέτει μια πρωτοτυπία: ο Δημηρούλης παραθέτει και την πρώτη έκδοση του Τραγουδιού (1858) και την τελευταία (1891-92).
Φαινομενικά οι διαφορές είναι ανεπαίσθητες, όμως ο προσεκτικός αναγνώστης διαβάζοντάς τες συγκριτικά θα διακρίνει, ελπίζω, τις βελτιώσεις που επέφερε ο ποιητής κυρίως σε ό,τι αφορά τις ρυθμικές αλληλουχίες – παρά το γεγονός ότι ο Μπλουμ προτιμούσε τις πρώτες εκδοχές. Στον έλληνα μεταφραστή αξίζει κάθε έπαινος διότι αυτές τις αλλαγές και τις βελτιώσεις τις πέρασε στη μετάφραση. Εξαιρετική είναι και η εισαγωγή του.
Ακόμη και σήμερα, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, όταν λέμε Αμερική δεν μπορεί να μην παραπέμπουμε στον Ουίτμαν. Η Εμιλι Ντίκινσον είναι μεγάλη ποιήτρια αλλά ο Ουίτμαν είναι ο παγκόσμιος ποιητής και ταυτοχρόνως μείζων εκφραστής εκείνου που πολύ αργότερα απεκλήθη americana: το τεράστιο ανάπτυγμα, η απίστευτη πολυμορφία, η ρυθμική σύνθεση των πάντων.
Αυτό το εκτενές ποίημα είναι πολλά ποιήματα σε ένα, και ο εαυτός του ποιητή το είδωλο και ταυτοχρόνως η απτή πραγματικότητα της χώρας του. Είναι η χώρα που μπαίνει στην Ιστορία αλλά και στην παγκόσμια ψυχή, όπου υπάρχουν όσα υπάρχουν αλλά για να υπερβούν τον εαυτό τους. Δεν είναι συμπτωματικό που ο κορυφαίος των υπερβατιστών της Νέας Αγγλίας Ράλφ Γουάλντο Εμερσον θαύμαζε τον Ουίτμαν. Στο έργο του έβλεπε τα θεμέλια της Νέας Ιερουσαλήμ που ήλπιζε να δημιουργηθεί στον Νέο Κόσμο.
Το σώμα ως κατοικία της ψυχής
Ο αμερικανός βάρδος είχε αναλάβει τον ρόλο του προφήτη, του σαμάνου, του σύγχρονου ευαγγελιστή, του παθιασμένου λάτρη του σώματος που δεν είναι η φυλακή αλλά η κατοικία της ψυχής. Oπως γράφει πολύ ωραία στην εισαγωγή του ο Δημηρούλης, εδώ «η ψυχή προσκαλεί το σώμα να μιλήσει». Το κοσμικό πάθος ανοίγεται σε μια νέα θρησκεία. Τέτοια είναι η ουσία και το νόημα της Αμερικής. Και συνδυάζεται με την πίστη του στη δημοκρατία, την ατομική ολοκλήρωση και τη φύση που τη δοξολογεί μέσα από ανεπανάληπτες εικόνες.
Ο Ουίτμαν δεν ήταν ένα «φωνακλάς Γιάνκης των συνόρων», όπως δηλητηριωδώς χαρακτήριζε τον Εζρα Πάουντ ο Αλφρεντ Κέιζιν, αλλά ο ένας που είναι όλοι – και αντιστρόφως. Μέσα από μια τέτοια συνάφεια η ποίηση ανάγεται σε θρησκεία, αλλά ο αναγνώστης δεν θα πρέπει αυτό να το εισπράξει σαν ένα είδος ευαγγελικής τρέλας, όπως εκείνης που στοίχειωσε τον μέτριο και δυστυχή βάρδο των μεσοδυτικών Πολιτειών, Βέιτσελ Λίντσεϊ.
«Εορτάζω τον εαυτό μου, και τραγουδώ τον εαυτό μου/Κι ό,τι αναλογίζομαι θ’ αναλογιστείς κι εσύ,/Γιατί κάθε μόριο δικό μου είναι και δικό σου». Ετσι αρχίζει το Τραγούδι του εαυτού μου – κι αυτό φυσικά δεν έχει σχέση με το πασίγνωστο του Ρεμπό «(το) εγώ είναι ένας άλλος». Για τούτο και ο υπερυψωμένος λόγος, κυρίαρχος εδώ, όπως και σε όλα τα ποιήματα των Φύλλων χλόης, χαμηλώνει κάπως στο τέλος, όπου ο ποιητής μας κληροδοτεί τον εξαίσιο στίχο: «Αναχωρώ σαν τον αέρα, τινάζω τη λευκή μου κόμη στον δραπέτη ήλιο» ή (ακόμη χαμηλότερα): «Αν με θέλεις ξανά ψάξε με κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου». Αυτή η υπέροχη ουτοπία καθιστά παγκόσμιο το έργο του Ουίτμαν, που αξίζει να διαβαστεί, ακόμη και από εκείνους που πιστεύουν πως ο ρόλος της ποίησης στην εποχή μας είναι διαφορετικός.