Ο Γουάνγκ Τζιαχσίν ανήκει στους κορυφαίους και πιο κοσμοπολίτες ποιητές της σημερινής Κίνας. Είναι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ρενμίν του Πεκίνου, ένα από τα σπουδαιότερα της χώρας του. Ερχεται στην Αθήνα, στο πλαίσιο του 4ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται την Ελλάδα. Πριν από μερικά χρόνια είχε βρεθεί στην Τήνο για το Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ του νησιού. «Οπως και πολλοί άλλοι, λαχταρούσα τη μυθική Ελλάδα για πολύ καιρό προτού αντικρίσω την πραγματική. Η υπέροχη ηλιοφάνεια και ο καθαρός αέρας, ο αθάνατος βράχος της Ακρόπολης με τον Παρθενώνα, ο διαπεραστικός ήχος των κυμάτων του Αιγαίου, όλα αυτά με έχουν συνταράξει έκτοτε. Και το ελληνικό κοινό μού έχει μείνει αξέχαστο, με έκανε να νιώσω τόσο οικεία. Την ώρα που απήγγελλα ένα ποίημά μου, εξέφραζαν δυνατά τον θαυμασμό τους ενώ στο τέλος ήρθαν να με αγκαλιάσουν. Νιώθω ότι επιστρέφω στο σπίτι μου» είπε ο 61χρονος ποιητής προς «Το Βήμα», απαντώντας από την κινεζική πρωτεύουσα. Ο Γουάνγκ Τζιαχσίν αναγνωρίζει την επίδραση που είχαν πάνω του η σκέψη του Ηράκλειτου και τα έπη του Ομήρου. Και, ασφαλώς, έχει διαβάσει αρκετή σύγχρονη ελληνική ποίηση μεταφρασμένη, από τον Καβάφη μέχρι τον Ελύτη και τον Ρίτσο.
Ο ίδιος όμως πώς έγινε ποιητής; «Καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας μου είχα εμμονή με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Μεγάλωσα την περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης και, επειδή οι γονείς μου είχαν «κακό παρελθόν», ένιωθα συχνά καταθλιμμένος και ταπεινωμένος (νομίζω ότι αυτός ήταν και ο λόγος που μετέφρασα στα κινεζικά τον Πάουλ Τσέλαν, επειδή εκείνα ακριβώς τα χρόνια ήμουνα κατά κάποιον τρόπο κι εγώ λίγο «Εβραίος»). Οι σπόροι της ποίησης δεν άργησαν να φυτευτούν στην καρδιά μου. Ηταν ένα παράξενο δώρο της μοίρας. Απλώς αγαπούσα την ποίηση, τη χρειαζόμουνα και μάλλον ήταν γραφτό να της αφιερωθώ. Ακόμα και σήμερα ωστόσο έχω την αίσθηση ότι μαθητεύω σε αυτήν, ο δρόμος προς την ποίηση, ξέρετε, μπορεί να είναι μακρύτερος από αυτόν που χωρίζει το Πεκίνο απ’ την Αθήνα» σημείωσε ο Γουάνγκ Τζιαχσίν χαριτολογώντας. «Στη δεκαετία του 1980, μετά το τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, η ποιητική σκηνή της Κίνας ήταν εξαιρετικά δραστήρια. Οι καταπιεσμένες αναζητήσεις και η δημιουργικότητα ενός ολόκληρου λαού αφυπνίστηκαν. Υπήρχε αναβρασμός. Το περιοδικό «Ποίηση» λ.χ. είχε τότε εκατοντάδες χιλιάδες συνδρομητές. Η δεκαετία του 1980 αποδείχθηκε μια μεγάλη ποιητική κούνια, κι εγώ ο ίδιος τότε έγινα ποιητής. Αργότερα, όταν η Κίνα εισήλθε στην εποχή της εμπορευματοποίησης και της μαζικής κουλτούρας, η σοβαρή λογοτεχνία εν γένει περιθωριοποιήθηκε. Πλην όμως, κατά την άποψή μου, αυτό είναι και κάπως «φυσιολογικό», και γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να προστατεύουμε την ποίηση όπως αυτά τα όμορφα ζώα, τα γιγαντιαία πάντα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ποίηση έχει τη δική της ζωτικότητα, αυτούς που πάντοτε τη διαβάζουν στα κρυφά. Το λέω συχνά αυτό: όσο η ανθρώπινη καρδιά εξακολουθεί να χτυπάει, η ποίηση δεν πρόκειται να πεθάνει. Και μάλιστα στην Κίνα μπορώ να πω ότι το ενδιαφέρον για την ποίηση έχει ανανεωθεί τα τελευταία χρόνια» συμπλήρωσε ο ίδιος.
Ποια είναι η σχέση του με το κινεζικό λογοτεχνικό παρελθόν; «Οπως η Ελλάδα, έτσι και η Κίνα, είναι μια χώρα με μεγάλη ποιητική παράδοση. Η γενιά μου κληρονόμησε αυτή την παράδοση «επαναστατώντας» εναντίον της, υπό μία έννοια, επειδή εκείνα τα χρόνια μάς ενδιέφερε περισσότερο να διαβάσουμε τη δυτική λογοτεχνία του μοντερνισμού. Καθώς όμως μεγάλωνε η εμπειρία μας, ανακαλύπταμε εκ νέου την παράδοσή μας. Προσωπικά με έχουν επηρεάσει πολύ ο Τσου Γιουάν (340-278 π.Χ.), ο οποίος συνδέεται με τη γενέτειρά μου, και ο Ντου Φου (712-770) από τη Δυναστεία των Τανγκ. Μπορώ να πω ότι ζουν μέσα μου. Γενικότερα, είναι σημαντικό να αναζωογονούμε την παράδοση με νέους εκφραστικούς τρόπους, εγώ τουλάχιστον αυτό προσπαθώ να κάνω». Από την άλλη μεριά, ο Γουάνγκ Τζιαχσίν έχει μεταφράσει ορισμένους από τους κορυφαίους ποιητές του δυτικού κόσμου. «Δεν είμαι κατ’ επάγγελμα μεταφραστής. Μεταφράζω πάντα από αγάπη, και από μια βαθύτερη ταύτιση που αρχίζω να αναπτύσσω με ορισμένους ποιητές, η οποία ακολούθως με βοηθά να αναγνωρίσω πιο πολύ και τον εαυτό μου. Αλλά εννοείται ότι προσπαθώ να φέρω κάτι καινούργιο και χρήσιμο στην κινεζική ποίηση μέσω των μεταφράσεών μου». Γράφει επίσης δοκίμια, αλλά προσπαθεί να το κάνει με τον εξόχως ποιητικό τρόπο που το έκαναν ο Μίλος και ο Μπρόντσκι. «Αναλογιστείτε το, έχουν ακτινογραφήσει την εποχή μας όχι μόνο με την ποίησή τους, αλλά και με τα δοκίμιά τους, τα οποία διακρίνονται για την εμπνευσμένη διορατικότητά τους αλλά και την πνευματική τους ρώμη».
Το να είσαι ποιητής σήμερα στην Κίνα, επισημάναμε στον Γουάνγκ Τζιαχσίν, πρέπει να είναι μια αβέβαιη αλλά και αινιγματική συνθήκη. Είναι η ποίηση πάντοτε πολιτική; Μπορεί να γίνει ουσιωδώς πολιτική; ‘Η πρέπει να αναζητούμε σε αυτήν μονάχα την αισθητική απόλαυση; «Το να είσαι ποιητής στη σημερινή Κίνα, όπως και στη σημερινή Ελλάδα υποθέτω, σημαίνει ότι δεν είσαι μόνο συνδεδεμένος με μια τεράστια παράδοση, το παρελθόν, αλλά και με την τρέχουσα ζωή, η οποία ασφαλώς συμπεριλαμβάνει την πολιτική. Εκτιμώ πολύ τους ποιητές που βασίζονται στην ατομικότητά τους αλλά, την ίδια στιγμή, στοχάζονται για ολόκληρο τον κόσμο που τους περιβάλλει. Οπως το κάνει ο Καβάφης στο ποίημά του «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το οποίο θαυμάζω απεριόριστα. Δυστυχώς η εκπληκτική διαίσθηση που είχε για την εποχή του γίνεται όλο και περισσότερο απτή πραγματικότητα στις μέρες μας. Πλην όμως, ακριβώς εξαιτίας αυτού, συναισθανόμαστε το μεγαλείο του Καβάφη. Γιατί τέτοιοι ποιητές, και όχι κάποιοι αισθητιστές, είναι που υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια του ποιητικού πνεύματος, την ίδια την ποίηση εν τέλει».

Μεταθανάτια αφιέρωση

Μετά τα τριάντα αποτραβήχτηκες
ακόμα πιο μακριά από το πλήθος.

Ο,τι απόμεινε απ’ τον κόσμο σου βρίσκεται στον κήπο σου,
μια μοναχική βελανιδιά,
μια συστάδα μαραμένα κρίνα δίπλα στον φράχτη,
άγριες μέλισσες μόνο να πετούν ανάμεσα στις λέξεις.

Στο πάνω πάτωμα δυο παράθυρα στην κρεβατοκάμαρα,
το ‘να να κοιτάει στον νότο,
τ’ άλλο στη δύση,
δύσκολο να τα δει κανείς
και τα δυο ταυτόχρονα.

Εκατό χρόνια μετά τον θάνατό σου
στέκω εδώ,
η αρχαία βελανιδιά ακόμα ψηλή μέσα στον κήπο
λέει τ’ αθάνατο όνομά σου.
Αγριόκρινα σκόρπια σαν άστρα
εκπέμποντας μια παράξενη λάμψη.
Δειλινό –
δειλινό στο Αμχερστ –
η πιο λαμπερή, η πιο ψυχρή ώρα
να παίζει σαν τσέλο ως το τέλος.
Μια αιφνίδια ριπή φωτός
αστράφτει για μιαν ακόμα αφορά στο παράθυρό σου
κι έπειτα σβήνει.

Κάπου στο σκοτάδι παραδέρνει βαρύς ήχος από ροκ μουσική.