Χαν Γκανγκ: Τα «Μαθήματα Ελληνικών» μιας «Χορτοφάγου»

Η 53χρονη νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Γκανγκ τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2024 σε μια αξιοσημείωτη και δυναμική επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας.

Το μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης η Σουηδική Ακαδημία έκανε την έκπληξη απονέμοντας το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2024 στη Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ «για την έντονη ποιητική πεζογραφία της που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής». Η 53χρονη δημιουργός έγινε έτσι η πρώτη συγγραφέας από τη χώρα της που λαμβάνει την ύψιστη οικουμενική τιμή για την τέχνη του λόγου αλλά και η πρώτη γυναίκα από την Ασία εν γένει στην ιστορία του θεσμού.

Πρόκειται, δίχως αμφιβολία, για μια αξιοσημείωτη και δυναμική επιλογή (που χαιρετίστηκε στο μεταξύ από κριτικούς, μέσα ενημέρωσης και αναγνώστες). Ας δούμε μερικούς από τους λόγους.

Πρώτον, ύστερα από μία δεκαετία και πλέον, το πολιτισμικό ενδιαφέρον στράφηκε από τη Δύση στην Απω Ανατολή (αυτό δεν ήταν εντελώς απρόβλεπτο) και επιπλέον σε μια γλώσσα «μικρότερη», «διαφορετική» και «εξωτική», την κορεατική γλώσσα (μια καλοδεχούμενη κίνηση από πλευράς των Σουηδών, η οποία συνιστά, σε ένα άλλο επίπεδο, και αναγνώριση μιας ολόκληρης εθνικής παράδοσης, διακριτής και παλλόμενης, πέραν της Κίνας και της Ιαπωνίας).

Φωτογραφία: TT NEWS AGENCY VIA AFP/Alexander Mahmoud/DN

Δεύτερον, παρά το νεαρό της ηλικίας της, η Χαν Γκανγκ είναι μια παραγωγική συγγραφέας που έχει ήδη διαγράψει μια γόνιμη πορεία σχεδόν τριάντα ετών στον χώρο της λογοτεχνίας και, επιπροσθέτως, κατάφερε να φτάσει σε μια σημαντική διεθνή διάκριση το 2016, όταν απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Booker για τη μεταφρασμένη στα αγγλικά Χορτοφάγο, το πιο γνωστό και διαβασμένο έργο της.

Γήινη, ονειρική και μεταμορφωτική ματιά

Τρίτον και κρισιμότερον, η Χαν Γκανγκ ανταποκρίνεται τόσο στις ρητές όσο και στις άρρητες προϋποθέσεις που απασχολούν συνήθως τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, δηλαδή αφενός είναι μια ποιοτική λογοτεχνική φωνή, αφετέρου εστιάζει μέσω των βιβλίων της εξίσου στο ατομικό και στο συλλογικό πεπρωμένο, αγκαλιάζοντας μάλιστα κάθε συνθήκη με την καλλιτεχνική της ιδιαιτερότητα, με την απέριττη ματιά της, γήινη και ονειρική και μεταμορφωτική συνάμα, είτε καταπιάνεται με τα σκοτάδια της ανθρώπινης φύσης είτε με το επίπονο παρελθόν, κοινωνικό και πολιτικό, της πατρίδας της.

Στο σημείο αυτό, κάτι συμπληρωματικό που δεν γίνεται να παραβλέψουμε (επειδή φανερώνει, κατά τα λοιπά, και σε ποιο πλαίσιο εργάζεται και ανθίζει μια άξια συγγραφέας όπως η Χαν Γκανγκ). Την τελευταία εικοσαετία ιδίως, πιθανώς και να μην υπάρχει άλλο κράτος στον κόσμο που να υποστηρίζει και να προωθεί με τέτοια έγνοια, συστηματικότητα και αποτελεσματικότητα την πολιτιστική του παραγωγή και ταυτότητα. Η Νότια Κορέα αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση, όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στις υπόλοιπες τέχνες. Πλην όμως, επανερχόμαστε στην εφετινή νικήτρια, «διαθέτει μια μοναδική επίγνωση για όσα συνδέουν σώμα και ψυχή, ζωντανούς και νεκρούς∙ με το ποιητικό και πειραματικό της ύφος έχει αναδειχθεί σε ανανεώτρια της σύγχρονης πεζογραφίας» αναφέρει στο εκτενές σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας ο Αντερς Ολσον, πρόεδρος της Επιτροπής του Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Η Χαν Γκανγκ έχει ήδη διαγράψει μια γόνιμη πορεία σχεδόν τριάντα ετών στον χώρο της λογοτεχνίας, ενώ το 2016 είχε αποσπάσει το Διεθνές Βραβείο Booker

Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στην πόλη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας. Οταν ήταν εννέα χρόνων μετακόμισε οικογενειακώς στην πρωτεύουσα Σεούλ (ο πατέρας της υπήρξε επίσης συγγραφέας). Η ίδια σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε.

Αρχισε, από το 1995, να δημοσιεύει συλλογές διηγημάτων, νουβέλες, μυθιστορήματα και δοκίμια. Με το μυθιστόρημα Η χορτοφάγος (2007) προκάλεσε αίσθηση. Στο επίκεντρο αυτής της καφκικής αφήγησης βρίσκεται η «παθητική αντίσταση» μιας απλής νοικοκυράς, ονόματι ΓιόνγκΧιε, η οποία αποφασίζει κάποια στιγμή να μην ξαναφάει κρέας. Αργότερα, υποστηρίζει ότι θέλει να ζήσει σαν φυτό. Η κεντρική ηρωίδα προκαλεί μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στον περίγυρό της που αποκαλύπτουν την εξουσιαστική βία των καταπιεστικών συμβάσεων.

Στο μυθιστόρημα Μάθημα ελληνικών (2011) αποτυπώνει, με αφορμή ακριβώς τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής, τη βαθύτητα μιας σχέσης ανάμεσα σε μια γυναίκα και σε έναν άνδρα που έχουν εκδηλώσει προβλήματα, αντιστοίχως, σε ομιλία και όραση. Ακολούθησαν οι Ανθρώπινες πράξεις (2014), όπου η Χαν Γκανγκ καταβυθίζεται σε ένα αληθινό γεγονός, τη σφαγή εκατοντάδων σπουδαστών και άοπλων πολιτών στην ΓκουάνγκΤζου το 1980 από το τότε στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς της Νότιας Κορέας, με τα ανεξακρίβωτης ταυτότητος άταφα κορμιά να φέρνουν στον νου, όπως επισήμανε η Σουηδική Ακαδημία, το βασικό μοτίβο της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Το Λευκό βιβλίο (2016) είναι μια ελεγειακή σπουδή πάνω στο πένθος.

Επιστρέφοντας σε μία ακόμη σφαγή

Στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της Δεν ξεχνώ (2021), βιβλίο που συναποτελεί με τις Ανθρώπινες πράξεις ένα δίπτυχο, θα μπορούσαμε να πούμε, η Χαν Γκανγκ επιστρέφει σε μία ακόμη σφαγή, παλιότερη και εκτεταμένη, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, στο νησί ΤζέΤζου, όταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ αυτών ηλικιωμένοι και παιδιά, εκτελέστηκαν, καθώς τους υποψιάζονταν ότι είχαν «συνεργαστεί» με τον εχθρό. Δύο έργα της Χαν Γκανγκ κυκλοφορούν προσώρας στα ελληνικά, η Χορτοφάγος και το Μάθημα ελληνικών, σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη από τα κορεατικά, στις εκδόσεις Καστανιώτη.

Η γυναικεία φύση που ασφυκτιά

Της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη

Στις μέρες μας κανείς συγγραφέας δεν παίρνει το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας για ένα και μοναδικό βιβλίο. Ομως για τι άλλο να μιλήσει κανείς όταν ένα και μόνο βιβλίο τής άρτι βραβευθείσας Νοτιοκορεάτισσας Χαν Γκανγκ γνωρίζει;

«Η χορτοφάγος» (διεθνές βραβείο Booker 2016, στα ελληνικά σε μετάφραση Αμαλίας Τζιώτη από τις εκδόσεις Καστανιώτη) είναι ένα παράξενο, χαμηλόφωνο τραγούδι αποποίησης της πατριαρχικής βίας με τρόπο πλάγιο, σχεδόν μουγγό: η πρωταγωνίστρια – που δεν μιλάει ποτέ η ίδια σε όλο το βιβλίο – αρχίζει και αποστρέφεται ξαφνικά ένα πρωί την κρεατοφαγία και τα ποτάμια αίματος που τη δημιουργούν, αλλά (αλληγορικά) και όλα τα «πρέπει» της μέχρι τότε ζωής της.

Οσο πιο τρελή και απρόβλεπτη τη θεωρούν οι μέχρι τότε ελεγκτές της (ανδρικές φιγούρες όλοι τους) τόσο πιο ερωτικά εκκεντρική γίνεται εκείνη, τόσο πιο σιωπηλή, τόσο πιο ολιγόφαγη, τόσο πιο ακατανόητη, άπιαστη, απροσάρμοστη. Οι παραλληλισμοί με την άλλη πρόσφατη νομπελίστρια Ανί Ερνό είναι αναπόφευκτοι: δύο γυναίκες που γράφουν – η μία σχεδόν αυτοβιογραφικά, η άλλη εντελώς μυθοπλαστικά – για τον τρόπο με τον οποίο η γυναικεία φύση και ισορροπία και ο γυναικείος ερωτισμός ασφυκτιούν μέσα σε συστήματα που τις ταΐζουν με το ζόρι αξίες και όρια που οι ίδιες δεν ασπάζονται.

Η μία, η Γαλλίδα, αποκηρύσσει τους περιορισμούς του καθολικού καθωσπρεπισμού· η άλλη, η Νοτιοκορεάτισσα, την αυστηρά ρυθμιζόμενη θέση της γυναίκας σε τόσες και τόσες κοινωνίες της Απω Ανατολής. Και οι δύο γράφουν για αμέτρητες γυναίκες παγιδευμένες μεταξύ παραδοσιακών ρόλων και νεωτερικότητας, από τις οποίες οι κοινωνίες απαιτούν να εκπληρώνουν πολλαπλούς ρόλους χωρίς παράπονα ή συμβιβασμούς.

Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.