Καθώς κατά την πολυετή επιφυλλιδογραφική μου θητεία στις «Νέες Εποχές» έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις λογοτεχνικές επετείους, σε βαθμό που ένας ημικαλόπιστος φίλος να με χαρακτηρίζει επετειογράφο, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ σε μια μεγάλη φετινή λογοτεχνική επέτειο: στη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη δημοσίευση του πρώτου Υπερρεαλιστικού Μανιφέστου του Αντρέ Μπρετόν (15 Οκτωβρίου 1924).
Πολλώ μάλλον που οι μέχρι στιγμής τιμητικές εκδηλώσεις για το υπερρεαλιστικό κίνημα, το οποίο έδωσε ισχυρή ώθηση στις ριζοσπαστικές αλλαγές που ανανέωσαν ουσιαστικά την ποίησή μας κατά τη δεκαετία του 1930, δεν είναι στον τόπο μας τόσες όσες θα περίμενε κανείς: ένα κοινό Συνέδριο των Τμημάτων Φιλολογίας των Πανεπιστημίων Κύπρου, Πατρών και Ιωαννίνων (12-14 Ιουνίου), ένα δημοσίευμα στο «BHMAgazino» (15 Αυγούστου) αναφερόμενο κυρίως στην απήχηση του Υπερρεαλισμού στη ζωγραφική και κάποιες σκόρπιες αναφορές στο Διαδίκτυο.
Ο ορισμός της έννοιας του λογοτεχνικού μανιφέστου είναι, βέβαια, σχετικός. Ο όρος γενικά δηλώνει διακήρυξη προγραμματικών αρχών αναφερόμενη στην κατάσταση της λογοτεχνίας σε μια συγκεκριμένη εποχή, κατάσταση που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) φτάσει σε ένα εκφραστικό αδιέξοδο ανάλογο με εκείνο των αρχών του 20ού αιώνα. Για την έξοδο από το οποίο απαιτήθηκαν ισχυρές Μοντερνιστικές) έως και εκρηκτικές (στην περίπτωση των λεγόμενων Πρωτοποριών, στις οποίες ανήκει ο Υπερρεαλισμός) τεχνοτροπικές αντιδράσεις. Είναι κυρίως με τις εκδηλώσεις της Πρωτοπορίας που η ρομαντική πεποίθηση ότι η λογοτεχνία γεννιέται περισσότερο μέσα από τη ζωή και λιγότερο μέσα από τη λογοτεχνία διαψεύδεται.
Τεχνοτροπική εγρήγορση
Ο Ελληνας είναι ον μανιφεστογραφικόν (με τη διπλή έννοια της λέξεως: μανιφεστογράφος και, ως εκ τούτου, γραφικός). Οι διακατεχόμενοι από τη βιβλιοδιφική δίψα της ποιητικής έρευνας σε παλαιοβιβλιοπωλεία θα έχουν ασφαλώς έρθει κατά πρόσωπο με μια σφοδρή επιθυμία «εξόδου του ποιητικού μας λόγου» από τα εκάστοτε «λιμνάζοντα ύδατά» του εκφραζόμενη με ποικίλες διακηρύξεις επί του πρακτέου.
«Τα ξένα λογοτεχνικά ρεύματα ‒ εις πείσμα του μύθου της αργοπορίας της εισόδου τους στη χώρα μας, ο οποίος επιβιώνει ακόμη ‒ εμφανίζονται στα καθ’ ημάς νωρίτερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.»
Δεν είναι χωρίς σημασία ότι το Μανιφέστο του Φουτουρισμού, που δημοσιεύτηκε στο Παρίσι στις 20 Φεβρουαρίου 1909, είχε γνωρίσει ως τον Δεκέμβριο του 1910 τέσσερις μεταφράσεις στα ελληνικά, και ότι συγχρόνως είχε δημιουργηθεί φιλοφουτουριστική ομάδα στη Σμύρνη με το ενεργητικότερο μέλος της αυτοπροσδιοριζόμενο ως «ο πρώτος Ελληνας Φουτουριστής». Ούτε είναι τυχαίο ότι από τη δεκαετία του 1920 ως το τέλος του αιώνα εμφανίζεται στον τόπο μας, κυρίως έξωθεν παρακινούμενος, ένας μεγάλος αριθμός ποιητικών μανιφέστων με ποικίλες ονομασίες («Αισιόδοξος Εντυπωτισμός», «Ζωικός Λυρισμός», «Καταιγισμός», «Συναισθηματισμός», «Βιταλισμός», «Νεοκλασικισμός», «Νεορομαντικός Πραγματισμός», «Συνθετικός Ρεαλισμός» κ.ο.κ.), τα οποία, εάν κάποτε συγκεντρωθούν και μελετηθούν, θα αποκάλυπταν ένα όχι χωρίς κριτική χρησιμότητα κεφάλαιο της ιστορίας της παραλογοτεχνίας μας.
Με λίγα λόγια, τα ξένα λογοτεχνικά ρεύματα ‒ εις πείσμα του μύθου της αργοπορίας της εισόδου τους στη χώρα μας, ο οποίος επιβιώνει ακόμη ‒ εμφανίζονται στα καθ’ ημάς νωρίτερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.
Ως προς τον Υπερρεαλισμό, η βεβαιότητα ότι άργησε να κάνει αισθητή την παρουσία του στην Ελλάδα αποτελεί ένα ισχυρό τεκμήριο του εν λόγω μύθου. Παραθέτω μερικές χαρακτηριστικές (κατά το ότι προέρχονται από όχι ασήμαντους μελετητές) διατυπώσεις της: «Η μεταφύτευση του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα έγινε πολύ αργά» (1940)· «Η μεταφύτευση του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα έγινε καθυστερημένα» (1977)· «Στην Ελλάδα η ενημέρωση για το κίνημα και τις δραστηριότητές του βραδυπορεί» (1987).
Οι πεποιθήσεις αυτές έχουν συναχθεί χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις για τη μετακένωση των ιδεών: η ελληνική υπερρεαλιστική αργοπορία διαπιστώνεται με μιαν απλή αφαίρεση του έτους της εμφάνισης του κινήματος στη γενέθλια χώρα από το έτος της εισόδου στον τόπο μας, χωρίς να συνεκτιμώνται οι προϋποθέσεις της πρόσληψής του στην ίδια τη Γαλλία, ο χρόνος της διάδοσής του και σε άλλες χώρες και ο βαθμός της δεκτικότητας του ελληνικού λογοτεχνικού πεδίου εκείνης της εποχής.
Ποιητικές βόμβες
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του ελληνικού Υπερρεαλισμού είναι ότι εμφανίστηκε στον τόπο μας χωρίς μανιφέστο. Διότι η περίφημη απολεσθείσα και μετά επτά δεκαετίες ευρεθείσα (δημοσιεύτηκε το 2006) διάλεξη «Περί του Σουρρεαλισμού» (1935) του Ανδρέα Εμπειρίκου στην Αθήνα ενώπιον ενός ασαφούς αριθμού ακροατών – «γύρω στα εκατόν πενήντα με διακόσια άτομα» (Εμπειρίκος), «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν φανερά ενοχλημένοι» (Ελύτης) – αδυνατούσε να εκτελέσει χρέη ποιητικής εξαγγελίας. Γι’ αυτό, παρότι οι συζητήσεις για τον Υπερρεαλισμό ήταν ζωηρές κατά τη δεκαετία 1924-1934 (ο Παλαμάς αναφέρει σε άρθρο του τον «συρρεαλισμό» ήδη από την 1η Ιανουαρίου 1925), η δημοσίευση της Υψικαμίνου του Εμπειρίκου (1935) έπεσε σαν βόμβα στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας, που αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα ποιήματα της συλλογής, ενώ στα αποτελέσματα του γεγονότος ήρθαν να προστεθούν και εκείνα της έκρηξης των – γραμμένων με μέθοδο ανάλογη ως έναν βαθμό με εκείνη της Υψικαμίνου – ποιημάτων του Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938) και των Κλειδοκυμβάλων της σιωπής (1939) του Νίκου Εγγονόπουλου.
Μπορούμε να πούμε ότι το Μανιφέστο του ελληνικού Υπερρεαλισμού το αποτελούν – επειδή λειτούργησαν αναποτρέπτως εξαγγελτικά – αυτές οι τρεις συλλογές των δύο πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών. Γραμμένα με τη θεμελιώδη την αρχή της εμφάνισης του κινήματος «μέθοδο της αυτόματης γραφής», κατά την οποία, σύμφωνα με το Μανιφέστο του Μπρετόν, ο ποιητής γράφει χωρίς να το σκεφτεί ό,τι του κατέβει – σωστότερα: ό,τι του ανέβει – γιατί με τον τρόπο αυτό αποτυπώνει στο χαρτί εκείνο που αναδύεται από τα βαθύτερα στρώματα του ασυνειδήτου του, τα οποία του επιτρέπουν να αναχθεί στο «θαυμάσιο», σ’ «εκείνο το ύψιστο ψυχικό σημείο στο οποίο αίρονται όλες οι αντιθέσεις της ζωής και ο άνθρωπος βιώνει μιαν αίσθηση της υπερπραγματικότητας» (surréalité), δηλαδή της απόλυτης πραγματικότητας, τα τρία βιβλία του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου προκάλεσαν με την εμφάνισή τους παταγώδεις αντιδράσεις, όχι μόνο στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Παρά το γεγονός αυτό – ή μάλλον χάρη σε αυτό – τα τρία εν λόγω πρωτοποριακά βιβλία αποτελούν το επιτυχέστερο ελληνικό ποιητικό μανιφέστο· για την ακρίβεια, το μόνο επιτυχές. Διότι οι βόμβες τους εκρηγνυόμενες προκάλεσαν στην ποίησή μας ουσιώδεις παράπλευρες ωφέλειες όχι μόνο για τη μετέπειτα πορεία των δύο πυροτεχνουργών, που αναδείχθηκαν σε σπουδαίους δημιουργούς, αλλά και για αρκετούς νεότερους ποιητές· που από τα χαλάσματα της έκρηξης μπόρεσαν να περισυλλέξουν πολύτιμα διδάγματα για τη διαμόρφωση της τέχνης τους (καινοφανή σύμβολα, απροσδόκητους σχηματισμούς της παρομοίωσης και της μεταφοράς, ανορθόδοξη δόμηση της έκθεσης των πραγμάτων). Τα οποία, με τη δραστικότερη συνέργεια των μοντερνιστικών αναζητήσεων της εποχής (πρωτίστως του Σεφέρη και του συνομιλούντος με το υπερρεαλιστικό πνεύμα Ελύτη), κατόρθωσαν να αλλάξουν αποφασιστικά το ελληνικό ποιητικό «παράδειγμα».
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.