Βολταίρος
Ποίημα για την καταστροφή της Λισαβόνας
Μετάφραση Μίλτος Φραγκόπουλος. Δίγλωσση έκδοση
Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 89, τιμή 12 ευρώ
«Αν αυτός εδώ είναι ο καλύτερος των δυνατών κόσμων, πώς είναι οι υπόλοιποι;» μονολογεί ο πολύπαθος ήρωας του Βολταίρου (Καντίντ, 1759), καθώς οι ιεροεξεταστές της Λισαβόνας τον ξυλοφορτώνουν στη διάρκεια μιας μεγαλειώδους εξιλαστήριας τελετής (Auto-da-fé), που οργανώνουν προκειμένου να σταματήσει η γη να τρέμει. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας παρεμβάλλει στις περιπέτειες και στις συμφορές που πλήττουν τον νεαρό, υπεραισιόδοξο Καντίντ τις καταστροφολογικές περιγραφές του πρόσφατου ακόμη σεισμού της Λισαβόνας, δηλώνει το ενδιαφέρον του για τον όλεθρο που σκόρπισε ο Εγκέλαδος εκείνη την αποφράδα 1η Νοεμβρίου 1755 – συνταράχθηκε όχι μόνο η πορτογαλική πρωτεύουσα, αλλά σύσσωμη η Ευρώπη. Ο Βολταίρος ήταν από τους πρώτους που αντέδρασαν σε αυτή την τριπλή θεομηνία: ισχυρός τεκτονικός σεισμός (τουλάχιστον 8,5 βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ, υπολογίζουν οι ειδικοί), τεράστιο τσουνάμι, θαλάσσια κύματα που υψώνονταν στα δέκα μέτρα και καταπόντιζαν τα παράκτια κτίσματα έως και το κέντρο της πόλης, και συνάμα θηριώδεις πυρκαγιές που κατέκαψαν ολοσχερώς επί πέντε μέρες ό,τι όρθιο είχε απομείνει. Φωτιά, σεισμός και κατακλυσμός δημιούργησαν δεκάδες χιλιάδες θύματα. Δεδομένου ότι η μέρα είχε και ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα (η 1η Νοεμβρίου είναι σημαντική εορτή για την Καθολική Εκκλησία, που τιμά τη μνήμη των νεκρών και των Αγίων Πάντων, Toussaint), πολλοί ερμήνευσαν την τεράστια καταστροφή ως θεία δίκη, ένδειξη της θεϊκής οργής για την πλουτοθηρία και τη φαυλότητα των κατοίκων της κοσμοπολίτικης Λισαβόνας.
Ο Βολταίρος έχει ήδη τότε διαμορφώσει το προφίλ του ανήσυχου, παρεμβατικού διανοουμένου, φιλοσόφου, δοκιμιογράφου, αλλά και λογοτέχνη, μυθογράφου (ενεργοποιεί με επιτυχία τη φόρμα του conte philosophique). Η εικόνα Αποκάλυψης που αυτόπτες μάρτυρες μεταδίδουν από την Πορτογαλία τον αφορά άμεσα: τις πρώτες κιόλας εβδομάδες, καθώς τα ζοφερά νέα κάνουν τον γύρο της Ευρώπης, στρώνεται στη δουλειά και ξεκινά να γράφει πυρετωδώς το Ποίημα για την καταστροφή της Λισαβόνας, το τελειώνει σε χρόνο ρεκόρ εντός του Δεκεμβρίου και το εκδίδει αρχές του Ιανουαρίου 1756. Πλην της συμπαράστασης στα θύματα, του δίνεται η αφορμή να επαναθέσει το ζήτημα της θεοδικίας που απασχολεί ποικιλοτρόπως τους πνευματικούς κύκλους αυτά τα χρόνια, τα λεγόμενα των Φώτων. Πόθεν το κακό στον κόσμο; Και εφόσον η παρουσία του κακού είναι αυταπόδεικτη, πώς αιτιολογείται η πίστη στην ύπαρξη ενός πανάγαθου και φιλεύσπλαχνου Θεού; Πώς το απολύτως τέλειο ον δημιούργησε μια τόσο ελαττωματική φύση;

Ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο;

Ουσιαστικά, ο Βολταίρος αφενός επιχειρεί να αντικρούσει την τάση της πορτογαλικής Εκκλησίας προς ενοχοποίηση των πιστών, θεωρώντας ότι οι αμαρτίες τους επέσυραν τη θεϊκή τιμωρία. Γιατί όμως αυτός ο τιμωρός Θεός επέλεξε να πλήξει τη Λισαβόνα;
Η Λισαβόνα που εχάθη ήταν
πιο αμαρτωλή
απ’ το Λονδίνο ή Παρίσι
που έχουν κάθε μέρα γιορτή;
Η Λισαβόνα εχάθη, ενώ στο Παρίσι χορεύουν
θεατές αμέτοχοι, που έγνοιες
δεν τους παιδεύουν.
Αφετέρου όμως, και κυρίως, επιθυμεί να ανασκευάσει έναν υπέρμετρο «οπτιμισμό», τη φιλοσοφική αισιοδοξία που, εργαλειοποιώντας την καταστροφή, θεωρεί ότι όλα τα δεινά έχουν τον αποχρώντα λόγο τους και εντάσσονται με αιτιολογική αλυσίδα στο σχέδιο της θείας πρόνοιας, προσβλέποντας σε μια μακρόπνοη βελτιοδοξία, θετική εξέλιξη της ανθρώπινης κατάστασης, έστω και αν τα τωρινά βάσανα είναι ανυπόφορα. Ολα πάνε πρίμα λοιπόν; «Ολα είναι καλά» (tout est bien); Αρκεί αυτό το εφησυχαστικό σύνθημα να παρηγορήσει τον άνθρωπο που σφαδάζει από πόνο και τον δέρνουν απανωτές συμφορές; Ο Βολταίρος εκθέτει στην κοινή θέα την οικτρή κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι σεισμοπαθείς της Λισαβόνας και με δηκτική ειρωνεία γελοιοποιεί το σύστημα αισιοδοξίας που συγκροτούν οι αντιλήψεις των Pope και Leibniz. To Δοκίμιον περί του ανθρώπου (Εssay on Man, 1733-34) του Πόουπ, γραμμένο σε μορφή έμμετρου ποιήματος, του δίνει μάλλον την ώθηση για μιαν ανάλογη έμμετρη αναίρεση της αντίληψης ότι τα πάντα δένουν αρμονικά, σε πλήρη συνάφεια, και κάθε επιμέρους κακό απορροφάται στο καθολικό καλό. To κομψό ποιητικό δοκίμιο του Πόουπ αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις λεϊβνίτειες ιδέες περί θεοδικίας, διατυπωμένες μάλιστα γαλλιστί (Εssais de théodicée, 1710), σχετικά με την παναγαθοσύνη του Θεού, την ελευθερία του ανθρώπου και την προέλευση του κακού. O Βολταίρος, δίχως να ασπάζεται την αθεΐα, προβάλλει έντονα τον σκεπτικισμό του για τούτη την αισιοφροσύνη που διακονείται στα πανεπιστήμια και στους κύκλους της ευρωπαϊκής διανόησης. Γράφει το δικό του αντιρρητικό ποίημα για τη σεισμοπαθή Λισαβόνα σε άψογο αλεξανδρινό στίχο και συναιρεί επιδέξια τις φιλοσοφικές του απόψεις με τη λογοτεχνική τεχνοτροπία, πιστός στο πρόγραμμα του Διαφωτισμού, στη διασταύρωση της τέρψης με την ωφέλεια – όχι ξύλινος διδακτισμός ούτε παράλογα φαντασιοκοπήματα.
Το βολταιρικό ποίημα είχε άμεση ανταπόκριση, έγινε αφορμή για να χυθεί πολύ μελάνι. Δείγμα της διαμάχης που προξένησε ήταν η αντίδραση του Ρουσσώ, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπερασπιζόμενος μάλλον τους «οπτιμιστές». Δεν είναι υπαίτιος ο Θεός για την καταστροφή της Λισαβόνας, αλλά οι αστοί της που γύρισαν ανεύθυνα την πλάτη τους στη φύση και έκτισαν αλόγιστα εξαώροφες και επταώροφες οικοδομές σε περιοχή σεισμογενή. Παραβλέπει την ελπίδα, με την οποία κλείνει το ποίημά του ο Βολταίρος, ως αόριστη και αστήρικτη: ο ίδιος χρειάζεται ισχυρότερες βεβαιότητες για να διαχωρίσει τελεσίδικα την προϊούσα εκκοσμίκευση από την προνοιακή αντίληψη. Ενα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που θα έθετε τέρμα στην πολιτική και κοινωνική ανισότητα θα ήταν χρησιμότερο από την επικοινωνιακή κάλυψη του σεισμού. Η ανταπάντηση του Βολταίρου θα είναι ορμητικότερη: ο Καντίντ του σαρώνει και σαρκάζει κάθε ψήγμα θρησκοληψίας ή πίστης σε έναν αγαθό πριμιτιβισμό (η στρεβλή αναπτυξιακή παρέμβαση του ανθρώπου στην πορεία της φύσης ευθύνεται για τα δεινά που αντιμετωπίζει η νεωτερικότητα). Κυνικός ρεαλισμός ή πρόταγμα ταπεινότητας; Ο άνθρωπος οφείλει να καλλιεργεί τον μικρό του κήπο, να χαίρεται την καθημερινότητά του, παραμερίζοντας όλες τις δογματικές βεβαιότητες.
Είναι ευτύχημα που έχουμε επιτέλους μεταφρασμένο το διάσημο βολταιρικό ποίημα στη γλώσσα μας. Ο Μίλτος Φραγκόπουλος σε ένα «Σημείωμα του μεταφραστή» εκθέτει τις δυσκολίες του εγχειρήματός του και αιτιολογεί τις λύσεις που επέλεξε (π.χ. την έμμετρη απόδοση σε ζευγαρωτό δεκαπεντασύλλαβο προκειμένου να διατηρήσει στα ελληνικά τη δυναμική συνοχή του πρωτοτύπου). Το γεγονός άλλωστε μιας ανοιχτής και ελέγξιμης αναμέτρησής του με το γαλλικό κείμενο, καθώς η παρούσα έκδοση είναι δίγλωσση, τον τιμά ιδιαιτέρως. Το βιβλίο περιλαμβάνει χρονολόγιο, ένα μικρό «Σημείωμα» του Michel Delon, μεταφρασμένο από τον Γιώργο Φαράκλα, καθώς και τον Πρόλογο και τις Σημειώσεις του ίδιου του Βολταίρου, που συνοδεύουν πλέον κάθε αξιοπρεπή έκδοση του Ποιήματος της Λισαβόνας. Μια καλοδεχούμενη λοιπόν πρόταση από τον μακρινό 18ο αιώνα που άρχισε να στοχάζεται, να εννοιολογεί τις φυσικές καταστροφές και να τις εγγράφει στη συλλογική συνείδηση ως ισχυρές μνήμες.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.