πορεί να έχει χάσει τη μαμά της εδώ και μια δεκαετία, αλλά το πένθος μοιάζει να κρατάει ακόμη και να την αποδιοργανώνει εσωτερικά: αυτή είναι η ιδιαιτέρως περίπλοκη κατάσταση την οποία εξωτερικεύει με αριστοτεχνικό τρόπο στον ακατάσχετο μονόλογό της η ηρωίδα της Μαρίας Λαϊνά, σε μια νουβέλα με σαφώς ειρωνικό τίτλο: Τι όμορφη που είναι η ζωή. Τίτλος ειρωνικός γιατί επί της ουσίας η αφηγήτρια-κεντρική ηρωίδα του βιβλίου δεν πενθεί τη μάνα της: θρηνεί, αντιθέτως, για τον εαυτό της επειδή καθώς τα γηρατειά πλησιάζουν ακάθεκτα, τα κάποτε μισητά μητρικά χαρακτηριστικά μετατρέπονται ύπουλα σε αναπόσπαστο μέρος του. Η ζωή, λοιπόν, όχι μόνο δεν είναι ωραία, αλλά και αποτελεί πηγή μιας εξαιρετικά δυσάρεστης συνθήκης, μιας καθημερινότητας που δεν επιτρέπει την επικοινωνία ή την ανταλλαγή, οδηγώντας σε ένα επίμονο καθεστώς μισανθρωπίας αφού οι άνθρωποι λένε και πιστεύουν άλλα αντ’ άλλων ως προς αυτά τα οποία συμβαίνουν στην πραγματικότητα: αποθεώνουν τη θεραπευτική δύναμη της τέχνης ή διαλαλούν τη λατρεία τους για την αλήθεια σε έναν κόσμο όπου ουδείς ενδιαφέρεται για την οποιαδήποτε τέχνη και για την οποιαδήποτε αλήθεια (η αλήθεια, άλλωστε, δεν συνιστά από μόνη της ηθική αρχή και η αξιοπιστία της είναι εξ υπαρχής αμφίβολη).
Η νουβέλα της Λαϊνά έχει ποιητική σκαλωσιά: με άπειρες, ηθελημένες επαναλήψεις και ασθματικό ή παραληρηματικό λόγο, με αιφνίδιες εικόνες και υπόγειες ανατροπές της σημασίας κοινόχρηστων λέξεων και φράσεων, με άμεσες παραπομπές στην ψυχολογία του εγκλεισμού και της απομόνωσης, αλλά και με αναπάντεχες υπερβάσεις του διάχυτου καταθλιπτικού κλίματος, όποτε η γλώσσα καταφέρνει να ενεργοποιήσει τα κρυφά της αποθέματα, προικίζοντας την πρωταγωνίστρια με μια αδιόρατη πλην βαθιά απελευθερωτική ανάταση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος