«Δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί κανείς πως είναι ένα τίποτα που δεν κάνει τίποτα». Είναι; Εσείς τι λέτε; Ο Νικ Κόρεϊ ήταν όργανο του νόμου και της τάξης, σερίφης στη βαμβακοφυτεμένη κομητεία Ποτς, σε μια συντηρητική Πολιτεία του αμερικανικού Νότου, κάπου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Κοιτούσε τη δουλειά του και ήθελε τα πάντα να κυλούν ήρεμα και ατάραχα, δηλαδή μη φανταστείτε ότι έκανε «τίποτε συλλήψεις και τα τοιαύτα, εκτός κι αν δεν γινόταν διαφορετικά και αν τα άτομα που μπαγλάρωνα ήταν έτσι κι αλλιώς καμένα χαρτιά». Ας πούμε ότι ο Νικ Κόρεϊ το είχε φιλοσοφήσει το πράγμα εγκαίρως και είχε αντιληφθεί ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να διατηρήσει τη θέση του και το εισόδημά του, σε εκείνον τον λασπότοπο που «βρισκόταν βαθιά στην κωλοτρυπίδα της Δημιουργίας», συμπυκνωνόταν σε μία και μόνο στάση, τη συνειδητή απραξία. Ποτέ δεν συμφωνούσε εντελώς με κάποιον, ούτε όμως διαφωνούσε και απολύτως.
Από την άλλη μεριά, είχε από παλιά βάσανα μεγάλα και οχληρά, βάσανα που δεν τον άφηναν να ησυχάσει, να απλώσει θριαμβευτικά τις αρίδες του πάνω στο καταραμένο το γραφείο. Η μάνα του είχε πεθάνει στη γέννα. Ο πατέρας του, εξαιτίας αυτού, τον θεωρούσε τέρας και τον μισούσε. Στο σπίτι του πάλι, όταν νοικοκυρεύτηκε, είχε μια μέγαιρα, τη Μίρα, την κουτσομπόλα και μοχθηρή σύζυγό του, η οποία χέστη τον ανέβαζε, άχρηστο τον κατέβαζε. Και μάλιστα τον απειλούσε ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να αποκαλύψει το γεγονός, όπως εκείνη ισχυριζόταν, ότι την είχε βιάσει πριν από τον γάμο τους. Μαζί τους έμενε και ο Λένι, ο αλλόκοτος αδερφός της Μίρα, που ήταν «διαρκώς έτοιμος να μπήξει τα κλάματα ή τις φωνές» ή να επιδοθεί στο μπανιστήρι του, κρυφοκοιτάζοντας διάφορες κυρίες. Ο Νικ Κόρεϊ, έξω, στον δημόσιο χώρο, στην κοινωνία της μικρής πόλης, την οποία κατοικούσαν ακριβώς χίλιες διακόσιες ογδόντα ψυχές, προσπαθούσε να είναι καλός και ευγενικός με όλους, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που δεν του έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό και αυθαδίαζαν, για την ακρίβεια τον περιγελούσαν και του καταλόγιζαν ότι λαδώνεται, όπως το Κτήνος και ο Μπούκλας, οι δύο νταβατζήδες στο τοπικό μπορντέλο, δίπλα στο ποτάμι. Βίωνε, κοντολογίς, μια οριακή κατάσταση. Παράλληλα, τον απασχολούσε και το ζήτημα της προεκλογικής του εκστρατείας. Θα κατάφερνε άραγε να επικρατήσει του Σαμ Γκάντις, ενός ευυπόληπτου αντιπάλου; Ετσι, μια νύχτα σημαδιακή, καθώς αδυνατούσε να κοιμηθεί, συλλογίστηκε σοβαρά τα ζόρια που τραβούσε, τα ζόρια που θα του έκαιγαν το μυαλό, αν δεν έβρισκε σύντομα την οποιαδήποτε λύση. Επρεπε να ξεκουνηθεί ο Νικ Κόρεϊ, να αντιδράσει, να βρει διέξοδο, να απεμπλακεί από το τέλμα της ζωής του. «Κι έτσι σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα κι έπειτα σκέφτηκα λίγο ακόμα και κατέληξα σε μια απόφαση. Αποφάσισα ότι δεν ήξερα τι στο διάτανο να κάνω».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.