«Εμεινε μόνος για χρόνια, για ν’ ακούσει τη φωνή/ έπειτα έφυγε μακριά, ίσως για να ξεφύγει -/ πέρασε χίλιες και μία νύχτες στα μπαρ του Αμστερνταμ/ και τώρα, δώδεκα χρόνια μετά, νύχτα Νοέμβρη/ σε μια πολυκατοικία στην Καλαμαριά, κρατιέται/ από το σώμα της, για να μην πέσει, να μη βυθιστεί» («Ηλίας Δ.»). Σαν έτοιμος από καιρό εμφανίζεται στην πρώτη του συλλογή Αλγεβρα (εκδ. Ρώμη) ο θεσσαλονικιός ποιητής Κώστας Αγοράκης, με ποιήματα υπαρξιακά γραμμένα την περίοδο 1994-2012, στα οποία κυριαρχούν ο χρόνος και το φως. Flâneurs και παρατηρητές, στη Θεσσαλονίκη, στη Λισαβόνα και στους Δελφούς, ακολουθούν διαδρομές όπου ο τόπος βιώνεται ως παρόν αλλά και ως παρελθόν και όπου η προσωπική μνήμη συναντά τη γεωλογική μνήμη της Γης. Στο στοχαστικό υπόστρωμα των ποιημάτων διακρίνεται ο διαρκής προβληματισμός αν η γλώσσα μπορεί να μεταφέρει την εμπειρία και σε τι είδους κείμενα: «Τώρα τα βράδια ξενυχτάς και γράφεις/ κι ανακατεύεις σύμβολα αρχαία// όταν οι άλλοι κοιμούνται, κι ελπίζεις/ πως ίσως κάποτε τα καταφέρεις// να πιάσεις κάτι, κάτι ελάχιστο/ από το άπειρο αυτού του κόσμου// σε μια εξίσωση, ή σ’ ένα ποίημα («Ζάπινγκ»). Στιβαρός λυρισμός, λόγος άμεσος, έκφραση λιτή, που αποδίδει με τρόπο πυκνό μια εικονοποιία των τεσσάρων διαστάσεων. Τον διάλογο με λογοτεχνικούς προγόνους υπαινίσσονται τίτλοι ιδιαίτερου σημασιολογικού φορτίου («Ιθάκη», «Ιωσήφ Κ.»): «Κυριακή πρωί στην ησυχία/ ακούς μακρινές κατολισθήσεις -// κανείς δεν πλησιάζει εκεί/ δρόμοι κλειστοί, κανένα ποίημα -// σωροί φωνήεντα και σύμφωνα» («Λάουθ»).