Τέλος, κουβεντιάζοντας μαζί της για εκείνη την ονειρική μεθόριο, ανάμεσα στη ζωή και στο επέκεινα, που την απασχολεί στα βιβλία της, στάθηκε στο όνειρο με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. «Στα δεκάξι μου, έκανα μια επέμβαση ρουτίνας, για σκωληκοειδίτιδα. Είχε όμως κακή εξέλιξη, έγινε περιτονίτιδα. Εγώ δεν ήξερα τίποτα, είχα πυρετό και είχα περάσει σε μιαν αλλόκοσμη διάσταση. Στον θάλαμο ήμουν με άλλες τρεις γυναίκες. Οταν τους αφηγήθηκα το όνειρο με τον Μιχαήλ εκείνες σταυροκοπήθηκαν… Πριν από μόλις λίγα χρόνια έμαθα ότι η μάνα μου είχε ετοιμάσει τα ρούχα μου, με περιμένανε… Απορούσα που είχαν έρθει όλοι οι συγγενείς να με δουν. Το όνειρο αυτό, όπως το καταγράφω στο βιβλίο, είναι αληθινό, όπως ακριβώς το αποτύπωσα τότε, αυτούσιο. Οποιος έχει βιώσει επίπονες καταστάσεις ή έχει βρεθεί κοντά στον θάνατο αποκτά, νομίζω, και μια άλλη φιλοσοφία για τη ζωή. Αναπτύσσει ένα είδος σκληρότητας, κάτι σαν αυτοάμυνα η οποία έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: να αποκαθιστά τα πράγματα, να τα επανατοποθετεί στη σωστή τους διάσταση», κάτι που η ίδια δεν ξεχνά στην παρούσα συγκυρία, όσο κι αν προβληματίζεται για τις επερχόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.