«Τα σύμβολα του διχασμού, το φόβητρο δεκαετιών, τα εκατομμύρια των φακέλων που για χρόνια ταλάνιζαν τη χώρα, ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Χθες το πρωί, σε όλες τις μεγάλες πόλεις, οι περιβόητοι φάκελοι ρίχτηκαν στην πυρά, σε μια πράξη συμβολική για το ουσιαστικό τέλος μιας εποχής». Το ρεπορτάζ των «Νέων» στις 30 Αυγούστου 1989 υπήρξε χαρακτηριστικό του τρόπου που η καύση των ατομικών φακέλων κοινωνικών φρονημάτων πέρασε στον Τύπο της εποχής. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο επίκουρος καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας του ΕΚΠΑ Βαγγέλης Καραμανωλάκης στο πρόσφατο βιβλίο του Ανεπιθύμητο παρελθόν αναδεικνύει με τρόπο πολύτιμο για τον αναγνώστη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας τις περιπλοκές του ζητήματος: τη μοναδικότητα της καταστροφής στο συγκριτικό διεθνές πλαίσιο, τον παράγοντα της πολιτικής συγκυρίας. Μιλώντας στο «Βήμα» τονίζει το εύρος των μηχανισμών, όπως και τη χαμένη ευκαιρία για μια ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας του 20ού αιώνα. Ας ξεκινήσουμε με ένα θεμελιώδες ερώτημα: Πόσοι ήταν οι φάκελοι και ποια είναι η κατάστασή τους σήμερα; «Κανείς στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να μιλήσει για ακριβή αριθμό φακέλων στη Μεταπολίτευση. Το 1984 ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιάννης Σκουλαρίκης έκανε λόγο για 30.000.000 φακέλους. Το 1989 ειπώθηκε ότι κάηκαν 17.500.000 φάκελοι. Δεν έχουμε όμως τρόπο να το ελέγξουμε γιατί δεν κρατήθηκε κανένα πρωτόκολλο. Σήμερα οι περίπου 2.300 φάκελοι που σώθηκαν βρίσκονται στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και δίνονται στους συγγενείς των προσώπων. Υπό όρους και προϋποθέσεις, μπορούν να τους δουν και ιστορικοί. Κατά την άποψή μου οι φάκελοι θα πρέπει πια να δοθούν σε ένα κρατικό αρχείο ή να ιδρυθεί ειδικό αρχείο στο υπουργείο – δεν μπορεί να το διαχειρίζεται όμως η Αστυνομία, για λόγους αρχής». Είναι δυνατή μια συνολική μελέτη και αποτίμηση των φακέλων από την ιστορική έρευνα ή η καύση στέρησε οριστικά αυτή τη δυνατότητα; «Θα πρέπει να πούμε ότι «φάκελοι» δεν είναι μόνο οι φάκελοι της Ασφάλειας. Υπάρχουν και αυτοί της ΚΥΠ, αυτοί του Στρατού, αυτοί των Συμβουλίων Νομιμοφροσύνης ως το 1974. Μιλάμε λοιπόν όχι μόνο για τα εκατομμύρια των φακέλων, αλλά και για τους μηχανισμούς που τους παράγουν. Θα φανταζόταν κανείς ότι αν άνοιγε το αρχείο της Αστυνομίας της περιόδου αυτής, που σήμερα είναι κλειστό, θα μπορούσαμε να βρούμε πολλά τεκμήρια. Πάντα όμως θα μιλάμε για μια απουσία. Για παράδειγμα, στους φακέλους που έχουμε κατά κύριο λόγο δεν υπάρχουν εκθέσεις πληροφοριοδοτών, υπάρχουν μόνο αστυνομικών οργάνων. Υπήρχαν αυτές και καταστράφηκαν; Υπάρχουν κάπου αλλού, σε ένα άλλο στάδιο; Ακριβή εικόνα λοιπόν δεν θα μπορούμε να έχουμε, μπορούμε όμως ως πολιτεία και κοινωνία που θέλει να μάθει για το παρελθόν της να προβούμε σε ενέργειες ώστε να πλησιάσουμε όσο το δυνατόν κοντύτερα στην πραγματική εικόνα». Ο χαρακτηρισμός των κοινωνικών φρονημάτων στα τεκμήρια ως αφορούντων «τας κοινωνικάς σκέψεις, τας ιδέας και τας αρχάς» αφήνει τον ορισμό τους στη διακριτική ευχέρεια των Αρχών. «Και καθιστά τον συνολικό μηχανισμό απειλητικό και εκφοβιστικό για τους πολίτες. Δεν υπάρχει θετική περιγραφή του ποιος είναι ο νομιμόφρων πολίτης, αλλά αρνητική: ποιος δεν είναι. Η αρνητική περιγραφή συστέλλεται και διαστέλλεται ανάλογα με τη στιγμή και την προσωπική αντίληψη του αστυνομικού οργάνου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν οριοθετημένες κατηγορίες πολιτών, αλλά ρευστές. Και γκρίζες. Οχι μόνο «εθνικόφρονες» και «κομμουνιστές», αλλά και «συμπαθούντες» ή «ανανήψαντες» και ούτω καθεξής. Η ρευστότητα προξενεί στον πολίτη την αίσθηση ότι μπορεί να περιπέσει από τη μία κατηγορία στην άλλη». Τι συμπεράσματα προκύπτουν από το υλικό που σώθηκε για τη χρησιμότητα που θα είχε για τον έλληνα ιστορικό το σύνολό του; «Σώθηκαν 2.300 φάκελοι επωνύμων, όμως έναν σύγχρονο ιστορικό θα τον ενδιέφεραν οι ανώνυμοι πολίτες. Θα μπορούσαμε, κι αυτό ήταν το τότε αίτημα των ιστορικών που αντιτάχθηκαν στην καύση, να σχηματίσουμε δυνητικά μια ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας σε δύο κατευθύνσεις: ποιοι είναι οι «αριστεροί», ποιοι είναι αυτοί που βρέθηκαν φακελωμένοι, γενικότερα, και ποιες είναι οι λογικές των σωμάτων ασφαλείας». Στις τότε συζητήσεις γίνεται οπωσδήποτε λόγος για την αξία της μνήμης και της ιστορικής έρευνας, καθόλου όμως για το ζήτημα της απονομής δικαιοσύνης, όπως συνέβη αλλού, στην Ανατολική Ευρώπη ή στη Νότια Αμερική. «Γιατί στην πραγματικότητα το κύριο αίτημα των ιστορικών, και των αγωνιστών, ήταν να διασωθούν οι φάκελοι για ιστορικούς λόγους. Στην Ελλάδα αυτό που θα λέγαμε «αποκατάσταση» συνέβη ερήμην των φακέλων, μέσα από μια σειρά σημαντικών συμβολικών πράξεων: νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, αναγνώριση του Εμφυλίου. Αρα, οι φάκελοι μεταβλήθηκαν, για να το πω κάπως ποιητικά, σε «άταφους νεκρούς». Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού δεν ήθελε να σωθούν γιατί είχε ήδη συντελεστεί η αποκατάσταση. Τη στιγμή της καύσης, λοιπόν, και πολλοί άνθρωποι της Αριστεράς δεν θα ήθελαν να ανοίξουν οι φάκελοι – δεν θα ήθελαν να θυμίσουν ένα παρελθόν που το είχαν αφήσει πίσω τους ούτως ή άλλως». Ηταν επομένως η διαγραφή ενός συλλογικά «ανεπιθύμητου παρελθόντος». «Διαγραφή δεν σημαίνει λήθη, βέβαια, ακόμα κι αν αυτό υποστηρίχθηκε εμφατικά για πολιτικούς λόγους. Σημαίνει επανοργάνωση του παρελθόντος. Η καταστροφή των φακέλων εξυπηρετούσε την ιδέα ότι σβήνεται ένα παρελθόν για το οποίο είχαν ευθύνη και οι δύο πλευρές. Σβηνόταν έτσι όλη η μετεμφυλιακή δράση του κράτους εναντίον των αριστερών, αλλά αποδυναμωνόταν και σε σημαντικό βαθμό η μοναδική προσπάθεια της Αριστεράς να καταλάβει ένοπλα την εξουσία στην Ελλάδα. Επίσης, στην πολιτική συγκυρία της στιγμής αυτό έδειχνε ότι οι δύο μεγάλες παρατάξεις μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και, άρα, το ΠαΣοΚ εμφανιζόταν ως ο ανεπιθύμητος μεσάζων». Πώς συνδυάζεται αυτή η περίσταση με εκείνη των τελών της επόμενης δεκαετίας, με την ανάδυση της ενασχόλησης με τον Εμφύλιο όχι απλώς ως ιστορικού αντικειμένου αλλά ως ευρύτερου κοινωνικού φαινομένου; «Θα πρέπει και πάλι να δούμε τη σύνδεση με την πολιτική. Το 1989 είναι μια στιγμή όπου λόγω των διεθνών εξελίξεων υπάρχει μια στροφή προς το Κέντρο. Κατά τη γνώμη μου η συζήτηση της δεκαετίας του 2000 θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο των μεθεόρτιων της πτώσης του κομμουνισμού και της σταδιακής ανάδειξης ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Η συζήτηση αυτή θα έχει και πολιτικό διακύβευμα ως ανάγκη να ξαναδιαβαστεί η δεκαετία του ’40 μέσα σε ένα άλλο, φιλελεύθερο πρίσμα, που έρχεται κοντά στις διεθνείς εξελίξεις, στη συζήτηση για τα άκρα, στη συζήτηση για το αν υπάρχουν δύο ολοκληρωτισμοί. Εδώ η ιστοριογραφία, και όχι μόνο αυτή – θυμίζω την Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού -, έρχεται να αποδομήσει μια πρότερη ανάγνωση συνομιλώντας, όπως κάθε φορά, με τις πολιτικές εξελίξεις».