Στις 6 Ιουλίου του 2007 πάνω σε έναν πανύψηλο στύλο της πλατείας «Ευρώπη» στο Μπατούμι της Γεωργίας στήθηκε ένα τεράστιο άγαλμα της Μήδειας που κρατά με το ένα χέρι το Χρυσόμαλλο Δέρας. Τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος έγιναν από τον τότε πρόεδρο της χώρας Μιχαήλ Σαακασβίλι. Κατά τον θρύλο, στη δυτική Γεωργία βρισκόταν η αρχαία Κολχίδα, η πατρίδα της Μήδειας, όπου έφτασε ο Ιάσων με τους Αργοναύτες περί το 1300 π.Χ., σύμφωνα με τον θείο, όπως απεκλήθη, Νεύτωνα, τον πρώτο που κατάφερε να χρονολογήσει με απόλυτη ακρίβεια την ελληνική αρχαιότητα.
Ιστορία και μύθος
Οι Αργοναύτες δεν ήταν οι πρώτοι ούτε οι μόνοι που ξεκίνησαν από το Αιγαίο, πέρασαν από τον Ελλήσποντο και μπήκαν στον Εύξεινο Πόντο. Το πιστοποιούν τα αρχαιολογικά ευρήματα κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας, όπου στον βυθό της βρέθηκαν όπλα και άγκυρες των μυκηναϊκών πλοίων (κάτι τεράστιες πέτρες σαν μυλόπετρες). Πολλά από αυτά τα ευρήματα μπορούσε να τα δει κανείς στα μουσεία της Κωνστάντσας στη Ρουμανία, της Οδησσού στην Ουκρανία και στο Μπατούμι της Γεωργίας. Το ταξίδι ήταν εύκολο και ανώδυνο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά όχι πλέον.
Ωστε λοιπόν ο μύθος της Αργοναυτικής Εκστρατείας έχει ιστορική βάση. Και είναι εντυπωσιακό που ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, ένας σπουδαίος συγγραφέας με τεράστιες γνώσεις του αρχαίου κόσμου και των ελληνικών μύθων, το 1944, έναν χρόνο πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, εξέδωσε το μυθιστόρημα του Το Χρυσόμαλλο Δέρας εξιστορώντας μια από τις μεγαλύτερες θαλασσοπορίες, η οποία προηγήθηκε της Οδύσσειας.
Ο Γκρέιβς βασίστηκε στα αρχαία κείμενα αλλά και στη διαίσθησή του, που την εμπιστευόταν σε όλη του τη ζωή. Τις αρχαίες πηγές τις παραθέτει σε σχετικό υπόμνημα στο τέλος του βιβλίου. Κυριότερη από αυτές είναι τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου, ένα εκτενές ποίημα του 3ου αιώνα π.Χ., της αλεξανδρινής εποχής, η αξία του οποίου στον αγγλόφωνο κόσμο δεν είχε εκτιμηθεί στον καιρό του συγγραφέα όπως θα έπρεπε – και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πενήντα πρίγκιπες σε ένα πλοίο
Το μυθιστόρημα του Γκρέιβς δεν ξεκινά με την αναχώρηση της «Αργώς» από την Ιωλκό. Στα τρία πρώτα κεφάλαια εκείνος ο ευφυέστατος δημιουργός αποκαλύπτει μια τεράστια τοιχογραφία των ελληνικών μύθων, όπου αποτυπώνεται η εποχή και το τι ήταν το Χρυσόμαλλο Δέρας, που είχε κλαπεί και έπρεπε να επιστραφεί. Επρόκειτο άραγε για έναν μανδύα που μεθυσμένος ο Δίας τον πέταξε πάνω στους ανθρώπους; Ή ήταν το δέρμα από το κριάρι που μετέφερε τον Φρίξο στην Κολχίδα;
Στη συνέχεια, αυτός ο αδιαμφισβήτητος μάστορας της γλώσσας στρέφεται στο πλήρωμα της «Αργώς». Και μας παρουσιάζει με εξαίσιο τρόπο το πορτρέτο του Ιάσονα και των σημαντικότερων από τους πενήντα Αργοναύτες οι οποίοι θα επέβαιναν στο πλοίο του: πρώτα-πρώτα του Αργου, εκείνα τα χρόνια του πιο σπουδαίου ναυπηγού που το έφτιαξε – και που τιμώντας τον το ονόμασαν «Αργώ». Επειτα των Διόσκουρων, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, τους οποίους γέννησε η Λήδα μετά την ερωτική της συνεύρεση με τον μεταμορφωμένο σε κύκνο Δία. Οι Διόσκουροι ήταν οι καλύτεροι πυγμάχοι της εποχής. Κατόπιν έχουμε τον Ναύπλιο, τον καλύτερο τότε καπετάνιο, τέκνο του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, μιας από τις Δαναΐδες. Ολοι οι επιβαίνοντες ήταν πρίγκιπες, ο καθένας με τα δικά του χαρίσματα. Δεν θα μπορούσε να λείπει ο Ορφέας, ο οποίος τους ψυχαγωγούσε με τη λύρα του που όταν την έπαιζε χόρευαν οι πέτρες και τα κλαδιά των δέντρων. Στην «Αργώ» επέβαινε μόνο μία γυναίκα, η παρθένα-κυνηγός Αταλάντη. Ο Ιάσων τη δέχθηκε γιατί ήταν ταχύτερη από όλους τους θνητούς.
Στα κεντρικά πρόσωπα ανήκε και ο Ηρακλής, πασίγνωστη μυθική φιγούρα εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες εξαιτίας των δώδεκα άθλων του – γι’ αυτό και η αμερικανική έκδοση του Χρυσόμαλλου Δέρατος φέρει τον τίτλο Hercules, my Shipmate (Ηρακλής ο συνταξιδιώτης μου, όπως μεταφράστηκε – κατά προσέγγιση, βέβαια – στα ελληνικά). Τον Ηρακλή ο Γκρέιβς τον παρουσιάζει σαν άξεστο και ολιγόμυαλο βάρβαρο, που όταν τον καταλάμβανε η μανία σκότωνε αδιακρίτως εχθρούς και φίλους.
Αρχηγός των Αργοναυτών είναι φυσικά ο Ιάσων, αλλά αυτόν κανείς από το πλήρωμα δεν τον αγαπούσε ούτε τον εμπιστευόταν. Είχε όμως ένα προσόν που δεν το διέθετε κανένας άλλος: τον ερωτεύονταν οι γυναίκες με την πρώτη ματιά. Αυτό το προσόν ακόμη και για τον Ηρακλή ήταν αρκετό ώστε να υποκαταστήσει όλα όσα δεν είχε ο Ιάσων. Ο αριθμός των Αργοναυτών ποικίλλει από συγγραφέα σε συγγραφέα: Ο Πίνδαρος αναφέρει 10, ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος 48, ο Απολλώνιος Ρόδιος 55, ο Γκρέιβς 50 και άλλοι 60.
Το θαυμαστό ταξίδι
Με τις ευλογίες των θεών και τους ευνοϊκούς ανέμους της εαρινής ισημερίας η «Αργώ» με τα πενήντα κουπιά (η πεντηκόντορος) αναχωρεί για το συναρπαστικό της ταξίδι. Η εποχή είναι ποιητική – γι’ αυτό ενδεχομένως 33 αιώνες αργότερα η UNESCO κήρυξε την εαρινή ισημερία (που συμπίπτει πάντα με την 20ή ή την 21η Μαρτίου) Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Αυτό δεν αναφέρεται καν στους κατ’ έτος εορτασμούς ακόμη και στη χώρα μας. Μήπως όμως θα έπρεπε, ειδικά εμείς οι Ελληνες, να το τονίζουμε, και όχι μόνον ότι η ποίηση, όπως και η εαρινή ισημερία, συνδυάζει το φως και το σκοτάδι, δηλαδή τη χαρά και το πένθος;
Κατά τη διάρκεια του πλου εκείνου του μυθικού πλοίου συμβαίνουν τα θαυμαστά και τα απίθανα. Οι Αργοναύτες φτάνουν στη Θράκη, όπου εκεί ο μάντης Φινέας τους λέει πώς θα περάσουν μέσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες. Κατόπιν σταματούν στη Λήμνο που την κατοικούν μόνο γυναίκες και οι Αργοναύτες τις βοηθούν στην ανοιξιάτικη σπορά. Τις βοηθούν όμως και σε άλλα: εννιά μήνες μετά την άφιξή τους γεννιούνται 200 παιδιά. Πάνω από 60 από αυτά είναι φτυστά ο Ηρακλής. Το Χρυσόμαλλο Δέρας δεν είναι μόνο ένα ποιητικό (επικό) μυθιστόρημα αλλά πού και πού κι ένα εξαιρετικά χιουμοριστικό ανάγνωσμα.
Στη Σαμοθράκη μυούνται στα εκεί θρησκευτικά μυστήρια αλλά οι νύμφες του νησιού θα ορμήσουν καταπάνω τους και θα τους τρέψουν σε φυγή. Οταν περνούν από τις Συμπληγάδες Πέτρες και μπαίνουν στον Εύξεινο Πόντο ο Ηρακλής θα τους εγκαταλείψει – προς μεγάλη τους απογοήτευση. Εχει να κάνει άλλα κατορθώματα. Φτάνοντας στην Κολχίδα, στην Αία, το βασίλειο του Αιήτη, η Αφροδίτη θα βοηθήσει τον Ιάσονα να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Η θεά ζητεί από τον γιο της, τον Ερωτα, να παραμείνει κρυμμένος πίσω από κολόνα του παλατιού του Αιήτη και να περιμένει την άφιξη του Ιάσονα με το τόξο του έτοιμο. Μόλις φτάνει ο Ιάσων και τον αντικρίζει η Μήδεια, η κόρη του βασιλιά, ο Ερως την τοξεύει και το βέλος του διαπερνά την καρδιά της. Μετά από περιπέτειες, λίγο-πολύ γνωστές ακόμη και στα παιδιά, η ερωτοχτυπημένη Μήδεια θα βοηθήσει τον Ιάσονα να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Θεωρητικά, αυτό είναι το τέλος του μυθικού ταξιδιού της «Αργώς», αλλά εξίσου μυθικό είναι και το ταξίδι της επιστροφής της, για το οποίο υπάρχουν πάμπολλες παραλλαγές.
Τα μαγικά νερά της προϊστορίας
Στο Χρυσόμαλλο Δέρας ο Γκρέιβς καταφέρνει το σχεδόν απίθανο: χρησιμοποιώντας μια από τις αρχαιότερες και γοητευτικότερες θαλασσοπορίες δημιούργησε τη δική του θάλασσα των μύθων για να μας ταξιδέψει στα μαγικά νερά της προϊστορίας· νερά διόλου ήρεμα αλλά γεμάτα περιπέτειες, αίματα, θανάτους και ηρωικές πράξεις· ενώ τα κωμικά στοιχεία που εισπράττουμε δεν ήταν διόλου κωμικά στη εποχή τους. Για την εποχή του ο Γκρέιβς έκανε κάτι μοναδικό: φόρτισε την επιστημονική γνώση (την έρευνα) με τη δημιουργική φαντασία που τη χρωματίζει και ταυτοχρόνως την αλλάζει, δημιουργώντας ένα απολύτως ρεαλιστικό και παρά ταύτα απίστευτα ποιητικό πανόραμα. Θεοί, ημίθεοι και άνθρωποι συνυπάρχουν, όμως οι θεοί τους δεν εμφανίζονται παρά μόνο μέσα από τα λόγια των ανθρώπων.
Οι θεοί που περνούν στην αφήγηση άλλαζαν κατά καιρούς ονόματα ανάλογα με τη σχέση τους με τους θνητούς, δηλαδή με τη φυλή όπου ανήκαν και την εξουσία την οποία κατείχαν. Ο Ποσειδώνας, για παράδειγμα, δεν ήταν στην αρχή θεός της θάλασσας αλλά των δασών. Θεός της θάλασσας έγινε εξαιτίας των πλοίων, δεδομένου ότι τα τελευταία κατασκευάζονταν από ξύλο.
Στο Χρυσόμαλλο Δέρας ο Γκρέιβς μας προετοιμάζει για το μεγάλο έργο του που κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια αργότερα, μολονότι το είχε ολοκληρώσει αρκετά νωρίτερα: τη Λευκή θεά. Ιστορική γραμματική του ποιητικού μύθου. Εκεί αναπτύσσει την άποψή του ότι οι παλαιές μητρογραμμικές κοινωνίες ήταν απείρως καλύτερες από τις πατριαρχικές που τις διαδέχθηκαν, με την Τριπλή Θεά (δηλαδή, τη Μούσα) να ορίζει τη ζωή και τον θάνατο μέσω της φύσης και της διαδοχής των εποχών· ότι οι Ελληνες, όταν για χάρη της φιλοσοφίας εγκατέλειψαν την ποίηση, πήραν στραβό δρόμο· κι ότι σ’ αυτό οφείλονται τα δεινά που επισώρευσε ο βιομηχανικός πολιτισμός.
Η Μήδεια: ιέρεια, γόησσα και γυναίκα
Ο Γκρέιβς δεν έχει καμία εκτίμηση για τον Ιάσονα, ενώ αγαπά τη Μήδεια, την προσωπικότητα της οποίας διαστρέβλωσαν οι μυθογράφοι της ύστερης κλασικής εποχής. Γι’ αυτόν η Μήδεια δεν είναι η φόνισσα αλλά η ιέρεια, η γόησσα και η ερωτευμένη γυναίκα – μια αθάνατη. Και χρόνια αργότερα η Κρίστα Βολφ στο θαυμάσιο μυθιστόρημά της Μήδεια θα την προβάλει σαν θύμα της προδοσίας του Ιάσονα και των μηχανισμών της εξουσίας που τη διέσυραν χαρακτηρίζοντάς την μάγισσα και φόνισσα. Ηταν αναπόφευκτο οι φεμινίστριες στη δεκαετία του 1960 να αναφέρονται θαυμαστικά στον Ρόμπερτ Γκρέιβς, για τον οποίο οι ανδρικές θεότητες υπάρχουν μόνο για να υποστηρίζουν και να υπηρετούν τη μοναδική, μία και υπέρτατη θεότητα: την Τριπλή Θεά, δηλαδή, τη Μούσα.
Η ζωή είναι σκληρή, βίαιη, απεχθής συχνά και φυσικά σύντομη – με λίγες εξαιρέσεις – στο Χρυσόμαλλο Δέρας. Αλλά μήπως αυτό δεν συμβαίνει σε όλες τις αρχαίες αφηγήσεις; Ο Γκρέιβς γράφει σαν να ζει σ’ εκείνη την εποχή, συνδυάζοντας θαυμάσια την αρχαία και τη σύγχρονη γλώσσα. Μόνο από το μολύβι ενός μάστορα σαν κι αυτόν θα μπορούσε να προκύψει ένα βιβλίο που ζωντανεύει τόσο συναρπαστικά την αρχαιότητα.
Οι Ελληνες έχουμε πολλούς λόγους όχι μόνο να διαβάζουμε τον Γκρέιβς και να μας συνεπαίρνει αλλά και να μας συγκινεί περισσότερο· όπως μας συγκινούν οι έστω και σποραδικές αναφορές στους Αργοναύτες στη νεότερη ελληνική ποίηση, σημαντικότερες από τις οποίες είναι εκείνες του Σεφέρη σε μια από τις καλύτερες συλλογές του: το Μυθιστόρημα.
Δύο «Ιάσονες» του νεότερου κόσμου
Δύο από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής Mensagem (1934) του Φερνάντο Πεσόα (1888-1935) είναι αφιερωμένα στους μεγάλους θαλασσοπόρους της Πορτογαλίας: τον Μαγγελάνο (1480-1521) και τον Βάσκο ντα Γκάμα (1460-1524)· αυτοί για τους οποίους η θάλασσα «ανοίγει την άβυσσο στην ψυχή του Αργοναύτη». Είναι, με άλλα λόγια, οι Ιάσονες του νεότερου κόσμου, που ο μεγάλος περίπλους του καθενός κάλυπτε σχεδόν όλη τη Γη ενώ ταυτόχρονα τα πλοία τους διέσχιζαν τις εσχατιές των ωκεανών. Τώρα το πλοίο, τη μυθική «Αργώ», έχει αντικαταστήσει η αρμάδα και ο μύθος του μεγάλου περίπλου αποκτά συμπαντικές διαστάσεις. Η θάλασσα δεν είναι μόνο τα μεγάλα κύματα του μύθου. Είναι και η τεράστια μνήμη της γης, το αχανές όνειρο των αυτοκρατοριών, η άνοδος και η πτώση των οποίων θα όριζε τη μοίρα των νεότερων χρόνων.
Το μεγάλο ταξίδι στις Ινδίες το πραγματοποίησε ο Βάσκο ντα Γκάμα και το απαθανάτισε τον 16ο αιώνα στο μνημειώδες έμμετρο έπος του Os Luciadas (Οι Λουζιτανοί) ο Ομηρος της Πορτογαλίας Λουίς δε Καμόες (1524-1580). Λέγεται ότι το πρότυπο του Καμόες ήταν η Αινειάδα του Βιργιλίου και ο Βάσκο ντα Γκάμα ένας νεότερος Αινείας. Αλλά γιατί να μην ήταν κι ένας άλλος Ιάσων; Ή και Οδυσσέας; Για τον Οδυσσέα και την Οδύσσεια, όμως, την επόμενη Κυριακή.
Οξφορδιανός και «κολοβή αλεπού»
Γιατί όμως είναι τόσο συναρπαστικό αυτό το μυθιστόρημα που όχι μόνο παραμένει αγέραστο αλλά σήμερα εκτιμάται πολύ περισσότερο από όσο στον καιρό του; Ο Γκρέιβς είναι ασυναγώνιστος στο ξαναζωντάνεμα παλιότερων εποχών, όπως αποδεικνύεται στα κλασικά πλέον μυθιστορήματά του: πρώτα στο δημοφιλέστερο όλων, το Εγώ ο Κλαύδιος, και κατόπιν στα εξίσου συναρπαστικά Κόμης Βελισάριος και Βασιλέας Ιησούς.
Εκείνος ο κατ’ επιλογή του «αποσυνάγωγος» οξφορδιανός ήταν απίστευτα παραγωγικός (έγραψε πάνω από 140 βιβλία). Οι γνώσεις του δεν είχαν προηγούμενο. Ισχυριζόταν μάλιστα πως δεν κατέφευγε ποτέ στις βιβλιοθήκες αλλά διέθετε ο ίδιος μια τεράστια βιβλιοθήκη που περιείχε τα πάντα. Θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή και έλεγε χαριτολογώντας πως ζούσε μεν από την πρόζα αλλά πως η ποίηση ήταν ο προορισμός του και η πρόζα ένας τρόπος να ξύνει τα μολύβια του.
Ο Γκρέιβς έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Μαγιόρκα της Ισπανίας, όπου και πέθανε, γιατί, καθώς έλεγε, ήταν σαν την αλεπού που για να ξεφύγει από το δόκανο όπου είχε πιαστεί έκοψε την ουρά της με τα ίδια της τα δόντια, δηλαδή τους δεσμούς του με τον δυτικό πολιτισμό (σαν τον αρχαίο ποιητή Τιμοκρέοντα, ο οποίος αυτοχαρακτηριζόταν «κολοβή αλεπού», θα λέγαμε).