Ο Γιώργος Χέλης, με τέσσερις ποιητικές συλλογές ως τώρα, είναι ολιγογράφος ποιητής, αλλά κάθε φορά μας ξαφνιάζει η πρωτοτυπία της γραφής του, η αναζήτηση της καίριας έκφρασης και της ακαριαίας σκέψης. Προηγήθηκαν οι ποιητικές συλλογές Οτι στείρα έτεκεν επτά (εκδ. Καστανιώτη, 1989), Ψευδές βάσιμον (εκδ. Καστανιώτη, 1997), Ο καθρέφτης της Hildegard-Apocryphae Aeternum (εκδ. Υψιλον, 2008).
Η πρόσφατη διπλή ποιητική του συλλογή Hildegard εσχάτη (2024) από τις αισθητικά άρτιες εκδόσεις Περισπωμένη είναι ένα ποίημα-ποταμός, που ο ποιητής το χαρακτηρίζει «Μυθιστόρημα 1 & 2» παρότι η φόρμα του είναι από την αρχή ως το τέλος ποιητική.
Ποια ήταν η Χίλντεγκαρντ του τίτλου; Γνωστή και ως ευλογημένη Χίλντεγκαρντ του Μπίγκεν ή Αγία Χίλντεγκαρντ και Σίβυλλα του Ρήνου, η γερμανίδα συγγραφέας, μύστρια, συνθέτις και φιλόσοφος ήταν θρησκευτική ηγέτιδα του 12ου αιώνα, προάγγελος του μετέπειτα αναγεννησιακού «καθολικού ανθρώπου» (homo universalis).
Μούσα του ποιητικού υποκειμένου είναι η ερήμην ερωμένη, που στο πρόσωπο της Χίλντεγκαρντ αντανακλάται το αντικείμενο του πόθου του, στο οποίο απευθύνει λόγο ερωτικό, μια ωδή στο πάθος της οδύνης. Ολες οι συνθέσεις, κατανεμημένες σε ενότητες, κεφάλαια, τίτλους και υπότιτλους, είναι ένα ενιαίο ποίημα που διαβάζεται απνευστί. Ενα δείγμα, το ποίημα με τίτλο «Velut Umbra»: «Απόψε έχει πανσέληνο / Μαλαματένια… / Κλάψε για μένα έστω μια φορά… / Κι αν δεν μπορείς τραγούδα μια χαρούμενη στροφή / Μια λυπημένη έστω σιγανά / Για ψυχικούς που φέρνουνε συγκίνηση / Και δώρα και χρυσά / Κι έναν μικρό σακάτη που γελά / Tον ουρανό σα μολυβένιο στρατιωτάκι / Queen of my heart… / Ο δόκιμος σε στάση απωλείας / Δίχως εσένα μοιάζω ορφανός / Και κάνω πως κοιμάμαι / Μαλαματένιος έγινα… / Και πια δεν σε φοβάμαι…».
Ωσάν παραλογισμένος, ο μικρός προφήτης συνομιλεί με την αγαπημένη του και από τις κεκαυμένες λέξεις διαχέεται το βάσανο του έρωτά του. Πάνω του «ο ουρανός άκαυτη βάτος που δεν σβήνει». Aμφιβάλλει, διερωτάται ή οραματίζεται «Γιατί φοράς το κόκκινό σου φόρεμα και με κοιτάς; / Δεν με κοιτάς… αλλά γελάς… […] Θα κοιμηθούμε άραγε μαζί; […]». Κι αλλού «Τι πάει να πει πλεκτάνη; / Τι πάει να πει αγάπη του λοιπού;». Ή διατυπώνει τα παράπονα του ερωτευμένου «[…] Μίλα λοιπόν / Μίλα στους διπλανούς μου / Μήπως κι εγώ μπορέσω να σ’ ακούσω μια φορά… […]».
Κάποτε-κάποτε μέσα στην παραφορά του εκστομίζει απειλές. Αλλοτε ζωγραφίζει το σώμα της, καταγράφει τις μικρές λεπτομέρειες του κορμιού της, τη μορφή της ντυμένη σε υπέρλαμπρο φως – αυτός «Μόνος ιεροδιάκονος μιας σέχτας αομμάτων» – και άλλοτε της αποδίδει τα χαρακτηριστικά της «αγριεμένης θάλασσας». Είναι εμφανής ο απόηχος σολωμικής ποίησης και ρυθμοί δεκαπεντασύλλαβου δημοτικού τραγουδιού, στίχοι με επιγραμματικό χαρακτήρα που φτάνουν σε κορύφωση γνωμικού: «Εσύ κι εγώ αλαφροΐσκιωτες εικόνες σε ξωκκλήσι» ή «Κάπου χορεύουνε δελφίνια κι αγαπιούνται».
Στις διακόσιες σελίδες της συλλογής ο ποιητής εξαντλεί κάθε πτυχή του έρωτά του: πολυποίκιλες προσφωνήσεις, φέτες ζωής, που καταγράφουν κομμάτια βιωμένης συνύπαρξης. Επινοήσεις που είναι αδύνατον να εφεύρει κάποιος «εγκεφαλικά» αν δεν τις έχει βιώσει, και τότε μόνο μπορεί να μεταφέρει το βίωμά του στο χαρτί. Η τολμηρή γλώσσα, οι μεταφορές και παρομοιώσεις («Ανθισε και λάμψε καθώς λαγοκοιμάσαι», «Σου γνέφω σαν σκισμένος ουρανός»), λυρικές και ακουστικές εικόνες ολοζώντανες, χαρακτηρίζουν την ποιητική σύνθεση του Γιώργου Χέλη. Ο λόγος του κεντημένος με το βελονάκι, καθαρός και απλός, μοιάζει ενίοτε με χείμαρρο που ορμά αφρίζοντας και αλλού πλαταίνοντας παρασέρνει τον αναγνώστη στην έντασή του.
Μα όπως συμβαίνει με όλα τα αυτοκαταστροφικά πάθη, το ποιητικό υποκείμενο αδυνατεί τελικά να χωρέσει το μεγαλειώδες κάλλος της ερωμένης· η υπαρξιακή πυκνότητα της Χίλντεγκαρντ αντιμάχεται την ουσιώδη απλότητά της και ο ερωτευμένος εκλαμβάνει την ερωμένη σαν ανερμήνευτη οντότητα – και άρα μη δυνάμενη να κατακτηθεί: «Φεύγα… / Φεύγα… γύρνα στο θλιβερόσου χάος. / Τι να ψιθυρίσω τώρα… άδειασα / Ποτέ δεν άκουγε… υπάρχει πουθενά… υπήρξε; […] Ο,τι αγαπούσα πέθανε…».
Ο κ. Κώστας Λογαράς είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα έχει τίτλο «Διπλή ζωή» (εκδ. Καστανιώτη, 2024).