Στις 25 Αυγούστου 1944 το Παρίσι απελευθερώνεται και οι Γερμανοί παραδίδονται. Την ίδια ημέρα ο Ερνεστ Χεμινγκγουέι, που βρίσκεται στη Γαλλία ως πολεμικός ανταποκριτής για λογαριασμό του περιοδικού «Collier’s» και είναι συνδεδεμένος με το αμερικανικό 5ο Σύνταγμα Πεζικού, προελαύνει στα Ηλύσια Πεδία, με μια ομάδα άτακτων ανδρών της Ελεύθερης Γαλλίας (France Libre), και αφού παραγγείλει σαμπάνια στο Travelers Club (που υπάρχει ακόμη στην ίδια θέση) φτάνει στο ξενοδοχείο Ritz, στην πλατεία Βαντόμ. Το καταλαμβάνει και το απελευθερώνει. Στην πραγματικότητα το ξενοδοχείο ήταν άδειο, ο στρατός κατοχής το είχε εγκαταλείψει και ο μόνος που είχε απομείνει στους χώρους του ήταν ο διαχειριστής του. Ο μύθος της απελευθέρωσης του Ritz από τον Χεμινγκγουέι και τους ατάκτους της Ελεύθερης Γαλλίας είναι πολύ ωραίος για να τον καταρρίψουμε. Στην πραγματικότητα ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας «απελευθέρωσε» το μπαρ του Ritz και, σύμφωνα με τον μύθο, παράγγειλε πενήντα μαρτίνι, για τον ίδιο και την ομάδα του. Ο Χεμινγκγουέι λάτρευε το παριζιάνικο Ritz. Αλλωστε είχε γράψει: «Οταν ονειρεύομαι τη μετά θάνατον ζωή στον Παράδεισο, όλα συμβαίνουν στο Ritz, στο Παρίσι. Δύο μαρτίνι στο μπαρ, μετά ένα υπέροχο δείπνο κάτω από την ανθισμένη καστανιά στον κήπο, κατόπιν μπράντι και τέλος ύπνο, σ’ ένα από τα μεγάλα κρεβάτια του Ritz, με τέσσερα τετράγωνα μαξιλάρια, γεμισμένα με αληθινά πούπουλα χήνας, δύο για μένα και δύο για την εντελώς παραδεισένια σύντροφό μου».
Μετά θάνατον
Ακριβώς δώδεκα χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1956, ο Ερνεστ Χεμινγκγουέι ανακοίνωνε στον εκδότη του Τσαρλς Σκρίμπνερ Τζούνιορ ότι είχε ολοκληρώσει το γράψιμο πέντε διηγημάτων με θέμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήρωες κυρίως άτακτους άνδρες της Ελεύθερης Γαλλίας. Μάλιστα είχε υποδείξει στον Σκρίμπνερ ότι τα διηγήματα αυτά μπορούν να εκδοθούν μετά τον θάνατό του. Ο Χεμινγκγουέι αυτοκτόνησε το 1961 και μέχρι πριν από λίγες ημέρες μόλις ένα από αυτά τα πέντε διηγήματα είχε εκδοθεί, το «The Cross Roads», γνωστότερο με τον τίτλο «The Black Ass at the Crossroads». Μέσα στο καλοκαίρι όμως το αμερικανικό περιοδικό «The Strand Magazine» (τεύχος 55, Ιούνιος-Οκτώβριος 2018) δημοσίευσε ένα ακόμα διήγημα από αυτό το πεντάπτυχο, ένα λογοτεχνικό κόσμημα με τίτλο «A Room on the Garden Side» (Δωμάτιο στον Κήπο). Το «Strand» δημοσιεύει κυρίως ιστορίες μυστηρίου αλλά και ανέκδοτα έργα μεγάλων συγγραφέων. Μάλιστα τον περασμένο Νοέμβριο είχε τροφοδοτήσει και πάλι τις πρώτες σελίδες των αμερικανικών Μέσων δημοσιεύοντας μια άγνωστη ιστορία του Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Οι μελετητές του Χεμινγκγουέι γνώριζαν φυσικά το διήγημα αυτό, όπως και τα άλλα πέντε, τα οποία είναι γραμμένα ως ένα σύνολο με τους ίδιους χαρακτήρες, πράγμα που δεν αναιρεί όμως την αυτονομία του καθενός. Το χειρόγραφο του «A Room on the Garden Side», δεκαπέντε σελίδες, με μολύβι, περιλαμβάνεται στη συλλογή Χεμινγκγουέι της Προεδρικής Βιβλιοθήκης και Μουσείου John F. Kennedy στη Βοστώνη. Ο Κερκ Κέρνατ, μέλος του συμβουλίου της Hemingway Society, στο επίμετρό του για τη δημοσίευση του διηγήματος από το «Strand», γράφει ότι στο διήγημα αυτό οι αναγνώστες θα βρουν όλα τα στοιχεία που αγαπούν στον συγγραφέα. Υπάρχει φυσικά ο πόλεμος, υπάρχει το Παρίσι, αλλά υπάρχει και η δεοντολογία της γραφής, όπως και η ανησυχία ότι η λογοτεχνική φήμη διαφθείρει την αφοσίωση του συγγραφέα στην αλήθεια.
Ξέρουμε ότι ο Χεμινγκγουέι μισούσε τη διασημότητά του. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950, μετά την παγκόσμια επιτυχία του μυθιστορήματός του «Ο γέρος και η θάλασσα», που είχε κυκλοφορήσει το 1952, ο συγγραφέας έλεγε ότι έχασε τα ελάχιστα ψήγματα ιδιωτικότητας που του είχαν απομείνει. Λίγο αφότου είχε ολοκληρώσει το διήγημα «A Room on the Garden Side», ο Χεμινγκγουέι εκμυστηρεύθηκε σε έναν φίλο του ότι μισούσε «την αποσταθεροποιητική φύση της φήμης». Η εφημερίδα «The New York Times», στο ρεπορτάζ της για το αδημοσίευτο διήγημα (φύλλο 3ης Αυγούστου 2018), δημοσιεύει μια φράση του Χεμινγκγουέι από ένα γράμμα που είχε στείλει στον αρχισυντάκτη του ενθέτου για τα βιβλία της εφημερίδας, Χάρβεϊ Μπράιτ: «Μάλλον είναι καλύτερα να μην ξαναεκδώσω πλέον τίποτα» έγραφε. «Καλύτερα να αφήσω υλικό για μετά τον θάνατό μου».
Αυτοβιογραφικό
Μολονότι το διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας, δεν λείπει απ’ αυτό η αυτοβιογραφία. Ο αφηγητής του είναι ένας Αμερικανός, ο Ρόμπερτ, που οι άνδρες της ομάδας του, άτακτοι της Ελεύθερης Γαλλίας, τον αποκαλούν «papa», όπως ακριβώς αποκαλούσαν και τον Χεμινγκγουέι. Ελάχιστο χρόνο μετά την απελευθέρωση του Παρισιού, η δράση λαμβάνει χώρα μέσα στο ξενοδοχείο Ritz. Ο Ρόμπερτ πίνει σαμπάνια Περιέ Ζουέ του 1937, από υπέροχα κρυστάλλινα ποτήρια, διαβάζει, παρακολουθεί το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς στα δέντρα του κήπου και συζητάει με τους άνδρες του, που λύνουν και καθαρίζουν τα όπλα τους. Οι ήρωές του έχουν πραγματικά ονόματα γάλλων ανταρτών, ο οδηγός του Ρόμπερτ έχει το όνομα του οδηγού του Χεμινγκγουέι, ενώ μια σκηνή του διηγήματος με τον Αντρέ Μαλρό φαίνεται ότι είναι πραγματική, ότι είχε συμβεί.
Η γλώσσα είναι άμεση, σκληρή και κυριολεκτική, τόσο που σόκαρε τον εκδότη Σκρίμπνερ όταν διάβασε το διήγημα. Ο ήρωας, που αγαπάει βέβαια την πολυτέλεια και ιδιαίτερα την άνεση που του προσφέρει το Ritz, λαχταράει να βγει έξω, στην ελευθερία.
Ο Χεμινγκγουέι λάτρεψε το Παρίσι και δεν έπαψε να το αποθεώνει κάθε στιγμή. Λένε ότι το διήγημα «A Room on the Garden Side», όπως και τα άλλα τέσσερα για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γαλλία, παρ’ όλο που είναι τέλεια, δεν παύουν να αποτελούν μια άσκηση για ένα μείζον έργο του συγγραφέα όπου πρωταγωνιστεί το Παρίσι. Είναι το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Μια κινητή γιορτή» (Καστανιώτης), η ζωή του Χεμινγκγουέι στη γαλλική πρωτεύουσα κατά τη δεκαετία του 1920. Πρωτοεκδόθηκε το 1964, μετά τον θάνατό του.