Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα εκδόθηκαν αν όχι τα σημαντικότερα μυθιστορήματα, σίγουρα αυτά που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στη μεταπολεμική εποχή – αλλά και στις μέρες μας.
Σε αυτά θα πρέπει να περιλάβουμε τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, τη Βουή και τη μανία του Γουίλιαμ Φόκνερ, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ, τον Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ, τους Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ και βέβαια το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν.
Επιλογές αυτού του είδους είναι σχεδόν πάντα προσωπικές, αλλά η παραπάνω λίστα συνιστά περίπου κοινό τόπο. Εύλογα λοιπόν τα 100 χρόνια από την έκδοση του Μαγικού βουνού σηματοδοτούν μια μεγάλη επέτειο για τη γερμανική, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια πεζογραφία. Το μαγικό βουνό είναι η προέκταση του μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου στον 20ό αιώνα και γι’ αυτό αρκεί ίσως να θυμάται κανείς ότι ο Μαν θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα του 19ου αιώνα. Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση βέβαια, διότι εκείνο που έχει σημασία είναι πως το μυθιστόρημα αυτό λέει και για τη δική μας εποχή πολύ περισσότερα από όσα θα φανταζόταν ίσως και ο συγγραφέας του.
Ο Μαν έγραψε ένα μυθιστόρημα 1.000 περίπου σελίδων στήνοντας ένα απίστευτο βαυαρέζικο κάστρο του λόγου και πραγματοποιώντας το σχεδόν αδιανόητο: να καταστήσει πρωταγωνιστές όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά, κυρίως, τις ιδέες που εκφράζουν χωρίς να προδίδει στο ελάχιστο τα αφηγηματικά του μέσα, επεκτείνοντας την εμπειρία και προσδίδοντάς της ένα απίστευτο πολιτικό, κοινωνικό, ψυχολογικό και μεταφυσικό βάθος.
Τρία ήταν πάντοτε – και εξακολουθούν να είναι – τα εμβληματικά θέματα της μεγάλης λογοτεχνίας: η ζωή, ο θάνατος και ο χρόνος. Και αυτά αναδεικνύονται εδώ όχι μόνο από το περιεχόμενο της αφήγησης αλλά και από την ασύγκριτη αρχιτεκτονική της. Ποια ήταν η αφορμή που παρακίνησε τον Τόμας Μαν να γράψει το Μαγικό βουνό; Μια επίσκεψη στο σανατόριο Μπέργκχοφ στο Νταβός της Ελβετίας, λίγα χρόνια προτού ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το σανατόριο ήταν μια μικρή πόλη με ασθενείς απ’ όλη την Ευρώπη, όχι μόνο η μικρογραφία της αλλά και η σκοτεινή της πλευρά. Και πρωταγωνιστής της ένας νεαρός μηχανικός, ο Χανς Κάστορπ, που δεν είναι φθισικός αλλά πάει στο σανατόριο για να επισκεφθεί εκεί τον άρρωστο εξάδελφό του Γιοάχιμ Τσίμσεν.
Η ολιγοήμερη επίσκεψή του προεκτείνεται: η μία εβδομάδα γίνεται δύο και ο Κάστορπ καταλήγει να περάσει στο Μπέργκχοφ επτά ολόκληρα χρόνια. Λίγες μέρες μετά την επίσκεψή του διαπιστώνεται ότι είναι κι αυτός φυματικός και η παραμονή του εκεί θα τον αλλάξει ριζικά σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τη ζωή, τον θάνατο και τον χρόνο. Ο πρακτικός μηχανικός (ναυπηγός) Κάστορπ θ’ αρχίσει να μελετά βιβλία φιλοσοφίας, ψυχολογίας, μεταφυσικής, αστρονομίας, θεολογίας και γενικά ό,τι αφορά τον κόσμο του επιστητού.
Αξέχαστοι χαρακτήρες
Το Μαγικό βουνό αρχίζει αργά, όπως συμβαίνει με όλα τα μυθιστορήματα του Τόμας Μαν, με πλήθος λεπτομέρειες, και ο αναγνώστης βυθίζεται έπειτα από μερικές σελίδες σε μια διαβρωτική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία κινούνται οι χαρακτήρες. Διαπιστώνεις σε κάποια στιγμή ότι το Μπέργκχοφ δεν είναι ένα απλό σανατόριο αλλά ένα ίδρυμα ιδεών. Αυτό ορίζει τη ζωή στο βαθύτερο περιεχόμενό της. Ο Μαν είχε την εκπληκτική ικανότητα μέσα από τις ιδέες να δημιουργεί ζωντανούς χαρακτήρες. Και τι χαρακτήρες!
Εχουμε τον Σετεμπρίνι, ιταλό ανθρωπιστή, οπαδό των ιδεών του Διαφωτισμού και της δημοκρατίας, διακεκριμένο λόγιο με τον οποίο ο Χανς Κάστορπ αποκτά στενούς δεσμούς και παρά τις διαφορές τους ο Ιταλός γίνεται ο μέντοράς του. Αντίποδάς του είναι ο ριζοσπάστης Λέο Νάφτα που εχθρεύεται τη δημοκρατία και πιστεύει σε ένα είδος χριστιανικής δικτατορίας του προλεταριάτου και σε μια εξουσία που την ορίζει μόνο η δύναμη.
Οι συζητήσεις ανάμεσα στον Σετεμπρίνι και τον Νάφτα είναι οξύτατες και σε κάποια στιγμή ο τελευταίος προκαλεί τον πρώτο να λύσουν τις διαφορές τους σε μονομαχία με πιστόλια. Ο ειρηνιστής Σετεμπρίνι όμως δεν πιστεύει στη βία, γι’ αυτό αντί να πυροβολήσει τον αντίπαλό του πυροβολεί στον αέρα. Ο τρομερός Νάφτα τότε βάζει το πιστόλι του στον κρόταφό του και αυτοκτονεί. Πιστεύει απόλυτα στις ιδέες του. Στη δύναμη που τη στρέφει ακόμη και εναντίον του εαυτού του.
Ο Γιοάχιμ Τσίμσεν, ο εξάδελφος του Κάστορπ, που είναι στρατιωτικός, πιστεύει στον κόσμο της πεδιάδας, δηλαδή στον κάτω από το μαγικό βουνό, και ψυχικά είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να πάει και να πολεμήσει αλλά δεν μπορεί εξαιτίας της αρρώστιας του, αναγκασμένος να ζει σ’ ένα καθεστώς μόνιμης αδράνειας. Είναι στο βάθος μια τραγική φιγούρα. Μένει στο σανατόριο – κι εκεί θα πεθάνει. Θέλει να φύγει και παρά τις συζητήσεις με τον εξάδελφό του και τις επισκέψεις τους σε ασθενείς στα πρόθυρα του θανάτου, προκειμένου να τους καταλάβουν και να τους παρηγορήσουν δεν επιθυμεί, σε αντίθεση με τον Κάστορπ, να κατανοήσει τις δυνάμεις που ορίζουν τη ζωή και τον θάνατο.
Ερωτας, έντονος και άγονος
Ο Κάστορπ ερωτεύεται την παντρεμένη αριστοκράτισσα Κλάβντια Σοσά, έρωτας έντονος αλλά άγονος, και ζει μέσα στην ψυχρότητα και την έξαψη, παρότι εκείνη εκπροσωπεί, επιφανειακά τουλάχιστον, ό,τι απορρίπτει η δική του αστική ευαισθησία. Η επιθυμία του συγκρούεται με την παθητικότητά του, δηλαδή την αυτοάμυνά του.
Ο δόκτωρ Κροκόφσκι, ένας από τους δύο γιατρούς του σανατορίου, ισχυρίζεται ότι όλες οι ιδέες δεν είναι παρά παραμορφωμένος έρωτας. Για τον Χανς Κάστορπ όμως τα πράγματα έχουν άλλη σημασία. Πρώτα απ’ όλα, γιατί η παραμονή του στο Μπέργκχοφ είναι η δεύτερη ενηλικίωσή του. Επειτα, γιατί καταλήγει ν’ αγαπήσει το σανατόριο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος στον κόσμο – για έναν πολύ απλό λόγο: εκεί μένει η αγαπημένη του και μπορεί να τη βλέπει κάθε μέρα.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά – και κανείς από τους χαρακτήρες του Μαν δεν είναι απλός. Παρά τις επιθυμίες του ο Κάστορπ δεν είναι βέβαιος. Αλλοτε δείχνει να μη θέλει να επιστρέψει στον κόσμο κάτω από το μαγικό βουνό και άλλοτε τον πιάνει άγχος επειδή περνάει μήνες και μήνες στο σανατόριο. Είναι σαν να σπαταλά τα νιάτα του.
Δεν υπάρχει μείζων πεζογράφος που να μην έχει αίσθηση του χρόνου. Ο Προυστ αναζητεί τον δικό του «χαμένο χρόνο». Είναι η κινητήρια δύναμη, όπως είναι και στο Μαγικό βουνό. Ο χρόνος στο σανατόριο λειτουργεί όπως και σε συνθήκες εγκλεισμού. Είναι σαν να μην υπάρχει. Και επειδή δίνει αυτή την εντύπωση είναι ο αόρατος αντίπαλος του Κάστορπ. Μπορεί να του δίνουμε όσους ορισμούς θέλουμε, αλλά δεν ξέρουμε τίποτε γι’ αυτόν. Κι εδώ είναι σταματημένος. Είναι το κενό διάστημα, όπως τον θεωρούσαν οι αρχαίοι έλληνες ποιητές. Φαουστικός μεν, αλλά κατά κύριο λόγο απολλώνιος.
Γιατί το φάσμα του θανάτου ακυρώνει το ενδεχόμενο της εξαγοράς του. Αυτό το κενό διάστημα το γεμίζουν τα μικρά και μεγάλα περιστατικά στο Μπέργκχοφ: τα πολυτελή γεύματα και δείπνα, η ανία που τη μεταμορφώνουν οι συζητήσεις, οι αυτοκαταστροφικές εξομολογήσεις των ασθενών, οι συνεχείς αβεβαιότητες. Η φυματίωση, όπως και κάθε ανίατη ασθένεια, οδηγεί στην παθητικότητα. Μπορεί να φαίνεται σαν να μην υπάρχει ο χρόνος για τους ασθενείς, όταν όμως τον νιώθουν κάπως μέσα στη μονοτονία τους, αυτό τους προκαλεί σοκ.
Ο Τόμας Μαν με το μυθιστόρημά του αυτό έφτιαξε μια τεράστια παγίδα για να ρίξει τον αναγνώστη στα σκοτεινά μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής. Η φυματίωση, ο προθάλαμος του θανάτου όμως δίνει ένα νέο περιεχόμενο στη ζωή. Και είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ένας ρεαλιστής, όπως ο Μαν, έδωσε ένα νέο, ένα τηλεσκοπικό περιεχόμενο στη φθίση, μια κατά βάση έμμονη ιδέα στη λογοτεχνία των ρομαντικών, δημιουργώντας ένα έργο κλασικό αλλά ταυτοχρόνως και σύγχρονο. Μπορεί να στήνει έναν κοσμικό Αδη ψηλά, όμως υπάρχει κάτι ακόμη πιο ψηλά από το μαγικό βουνό: ο ουρανός.
Ο Τόμας Μαν έφτιαξε μια τεράστια παγίδα για να ρίξει τον αναγνώστη στα σκοτεινά μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής
Ο άνεμος των Αλπεων και το μετέωρο φινάλε
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Μαγικό βουνό, όπως και το άλλο αριστούργημα του Τόμας Μαν, ο Δόκτωρ Φάουστους (για το οποίο ο Μαν μελετούσε με τη βοήθεια του Σένμπεργκ τη δωδεκαφθογγική μουσική), έχει πίσω του κοπιώδη έρευνα. Υπάρχει και στο Mαγικό βουνό μουσική, παρεμπιπτόντως. Γερμανική, βέβαια. Βάγκνερ, κυρίως. Είναι ο άνεμος των Αλπεων, όπως τον ακούμε στο συγκλονιστικό κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Χιόνι». Υπάρχει επιπλέον και Ντοστογέφσκι και Νίτσε, αλλά σε πολύ μικρό βαθμό.
Ομως εκείνο που μας θυμίζει το πόσο σύγχρονο είναι σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, το Μαγικό βουνό, συνοψίζεται στο τέλος του: Ο Χανς Κάστορπ έχει φύγει από το σανατόριο, έχει ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και εκείνος βρίσκεται μέσα στη φωτιά της μάχης. Δεν ξέρουμε αν θα ζήσει ή αν θα σκοτωθεί. Ο Τόμας Μαν αφήνει το ερώτημα αναπάντητο και αναρωτιέται: «Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτή την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά που πυρπολεί τον βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;». Με δύο πολύνεκρους πολέμους στη γειτονιά μας, το ερώτημα παραμένει οδυνηρό και αναπάντητο έναν αιώνα μετά την έκδοση του αριστουργήματος εκείνου του μεγάλου Τεύτονα.
Το Μαγικό βουνό μεταφράστηκε δύο φορές στα ελληνικά: Την πρώτη από τον Αρη Δικταίο (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δίφρος το 1956/57). Τη δεύτερη από τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο. Κυκλοφόρησε από τον Εξάντα το 1995. Σε αυτή την τελευταία – εξαιρετική – μετάφραση κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, όπως και στην πιο πρόσφατη από τον ίδιο εκδότη.
Ο άνεμος των Αλπεων και το μετέωρο φινάλε
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Μαγικό βουνό, όπως και το άλλο αριστούργημα του Τόμας Μαν, ο Δόκτωρ Φάουστους (για το οποίο ο Μαν μελετούσε με τη βοήθεια του Σένμπεργκ τη δωδεκαφθογγική μουσική), έχει πίσω του κοπιώδη έρευνα. Υπάρχει και στο Mαγικό βουνό μουσική, παρεμπιπτόντως. Γερμανική, βέβαια. Βάγκνερ, κυρίως. Είναι ο άνεμος των Αλπεων, όπως τον ακούμε στο συγκλονιστικό κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Χιόνι». Υπάρχει επιπλέον και Ντοστογέφσκι και Νίτσε, αλλά σε πολύ μικρό βαθμό.
Ομως εκείνο που μας θυμίζει το πόσο σύγχρονο είναι σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ, το Μαγικό βουνό, συνοψίζεται στο τέλος του: Ο Χανς Κάστορπ έχει φύγει από το σανατόριο, έχει ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και εκείνος βρίσκεται μέσα στη φωτιά της μάχης. Δεν ξέρουμε αν θα ζήσει ή αν θα σκοτωθεί. Ο Τόμας Μαν αφήνει το ερώτημα αναπάντητο και αναρωτιέται: «Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτή την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά που πυρπολεί τον βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;». Με δύο πολύνεκρους πολέμους στη γειτονιά μας, το ερώτημα παραμένει οδυνηρό και αναπάντητο έναν αιώνα μετά την έκδοση του αριστουργήματος εκείνου του μεγάλου Τεύτονα.
Το Μαγικό βουνό μεταφράστηκε δύο φορές στα ελληνικά: Την πρώτη από τον Αρη Δικταίο (κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δίφρος το 1956/57). Τη δεύτερη από τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο. Κυκλοφόρησε από τον Εξάντα το 1995. Σε αυτή την τελευταία – εξαιρετική – μετάφραση κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, όπως και στην πιο πρόσφατη από τον ίδιο εκδότη.