Εκείνο το χάραμα ήταν «θλιβερό, γκρίζο, σκεπασμένο με πάχνη» και το «λεπτό, υγρό φως» του πρωινού «έμοιαζε με πύον». Σε λίγη ώρα «η μηχανή της πόλης» θα ξυπνούσε. Στον κεντρικό σταθμό είχε κιόλας φτάσει από τον Νότο ένα ξεχωριστό τρένο, «στο τέλος του οποίου άστραφτε ένα γαλάζιο βαγόνι-σαλόνι, σιωπηλό». Εκεί μέσα βρισκόταν ο στρατάρχης Νικολάι Ιβάνοβιτς Γκαβρίλοφ, «ένας κοντός, πλατύστερνος άνθρωπος, ξανθός, με μακριά μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω». Ο ίδιος είχε ανταποκριθεί σε μια «ακατανόητη πρόσκληση» και περίμενε τις εξελίξεις. Εν τω μεταξύ, μια φρεσκοτυπωμένη σοβιετική εφημερίδα ανακοίνωνε την άφιξή του, επισημαίνοντας μάλιστα ότι «έχει αφήσει τη μονάδα του προκειμένου να χειρουργηθεί για έλκος στο στομάχι».
Πλην όμως, η λεπτομέρεια που ακολουθεί είναι σημαντική, ο Γκαβρίλοφ δεν έχει συμφωνήσει να χειρουργηθεί. Αφενός, η υγεία του έχει πλέον βελτιωθεί αρκετά, αισθάνεται καλά, για την ακρίβεια περδίκι. Αφετέρου, έχει ήδη αρχίσει να ψυλλιάζεται διάφορα από τη στιγμή που κάποιος σύντροφος με κομματικό παρατσούκλι «προσπαθούσε να με πείσει με πολύ ύποπτο τρόπο» για την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης επέμβασης. Ο Γκαβρίλοφ εκμυστηρεύεται αυτό το περιστατικό που συνέβη στο Ροστόφ σε έναν παλιό του φίλο από τα χρόνια ακόμα που και οι δύο εργάζονταν στο Ορέχοβο-Ζούγεβο ως υφαντουργοί. «Φοβάμαι την εγχείρηση σαν παιδάκι» λέει στον Ποπόφ κατά την πρώτη τους συνάντηση στη Μόσχα. «Δεν θέλω να με ανοίξουν. Εξεγείρεται όλο μου το είναι. Αύριο θα με βάλουν κάτω από το μαχαίρι» του λέει έπειτα ο Γκαβρίλοφ, όταν πια καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, όταν συνειδητοποιεί και αποδέχεται το αναπόφευκτο.
Η επιβεβλημένη επέμβαση
Λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα σε τούτη την ιστορία, «ένας στρατάρχης του Κόκκινου Στρατού, ένας ήρωας του Εμφυλίου, ένας ήρωας της μεγάλης Ρωσικής επανάστασης, ένας άνθρωπος θρύλος, αυτός που είχε τη βούληση και το δικαίωμα να στέλνει ανθρώπους να σκοτώνουν ομοίους τους και να πεθαίνουν», ο Γκαβρίλοφ δηλαδή, πρέπει να φύγει από τη μέση. Και θα φύγει, αλίμονο. Καμία αμφιβολία δεν έχουμε. Η συνήθης μοίρα του «εκκαθαριστή» είναι να «εκκαθαριστεί» κι αυτός. Από τις εναρκτήριες σελίδες στη Νουβέλα της άσβεστης σελήνης του Μπορίς Πιλνιάκ μπαίνουμε γρήγορα στο ανατριχιαστικό νόημα. Η απειλητική ατμόσφαιρα και η αφηγηματική προοικονομία είναι δοσμένες αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα.
Στο σύντομο αυτό βιβλίο, γραμμένο μια τριετία πριν από την απόλυτη κυριαρχία του σταλινισμού, υπάρχουν δύο τρομερές σκηνές. Από τη μια μεριά, ο Γκαβρίλοφ σε ένα επιβλητικό γραφείο απέναντι στον «αλύγιστο άνθρωπο», ο οποίος δεν παραλείπει να του εξηγήσει, με ψύχραιμη ειρωνεία εξυπακούεται, ότι πρόκειται να χειρουργηθεί ακριβώς επειδή «είσαι απαραίτητος για την επανάσταση». Από την άλλη μεριά, ο Γκαβρίλοφ ξαπλωμένος αλλά και κάπως αδιαχείριστος πάνω σε ένα λευκό νοσοκομειακό τραπέζι, με τους γιατρούς Κοκόσοφ και Λοζόφσκι, αντιστοίχως τον πρεσβύτερο και τον νεότερο «θεράποντα», να απορούν που δεν πιάνουν τα αναισθητικά τον επιφανή «ασθενή» τους ώστε να πέσει και το νυστέρι. Που θα πέσει κι αυτό, ασφαλώς.
Η περίπτωση Φρούνζε
Στην εισαγωγή του πεζογραφήματός του, μπορεί ο Πιλνιάκ να προειδοποιούσε τότε τον επίδοξο αναγνώστη «να μην αναζητάει στη νουβέλα μου πραγματικά γεγονότα και ζώντα πρόσωπα», ωστόσο έχει αποδειχθεί, το ξέρουμε σήμερα και από κατοπινές μαρτυρίες της δεκαετίας του 1990, ότι επίκεντρο της δικής του αφήγησης αποτέλεσαν οι «φήμες περί δολοφονίας του στρατάρχη της ΕΣΣΔ και ήρωα του ρωσικού εμφυλίου Μ. Φρούνζε από τους Στάλιν, Ζινόβιεφ και Κάμενεφ», όπως γράφει στο διαφωτιστικό επίμετρό της η μεταφράστρια από τα ρωσικά Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σλαβολόγος και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Οντως, ο Μιχαήλ Βασίλιεβιτς Φρούνζε (1885-1925) πέθανε υπό μυστηριώδεις και ανεξιχνίαστες συνθήκες κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης που, για να μη μακρηγορούμε, του επιβλήθηκε. Αλλωστε, την περίοδο εκείνη, «ο Στάλιν είχε ήδη ξεκινήσει να εξαλείφει τους ανταγωνιστές και τους αντιπάλους του» υπενθυμίζει η Σοφί Μπενές στον πρόλογο της έκδοσης.
Ο τροχός της επανάστασης
Η Νουβέλα της άσβεστης σελήνης δημοσιεύτηκε αρχικά τον Μάιο του 1926 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέος Κόσμος» αλλά σύντομα αποσύρθηκε (για ευνόητους λόγους) και το τεύχος επανακυκλοφόρησε χωρίς το κείμενο του Πιλνιάκ (όσοι πρόλαβαν δε να πάρουν την επίμαχη εκδοχή του τεύχους, τους επισκέφθηκαν ύστερα εκπρόσωποι του κράτους και τους το κατέσχεσαν). «Μα καλά, δεν σε έχουν συλλάβει ακόμα;» αναρωτιόντουσαν κάμποσοι που συναντούσαν τυχαία τον Πιλνιάκ μετά από καιρό και διαπίστωναν ότι δεν είχε εξαφανιστεί.
Παραδόξως, έπρεπε να περάσουν δέκα και πλέον χρόνια για να τον «μαζέψουν», το φθινόπωρο του 1937. Και μερικούς μήνες αργότερα, στις 21 Απριλίου 1938, ο Πιλνιάκ εκτελέστηκε με μια σφαίρα στον αυχένα (καθότι πολυταξιδεμένος, κατηγορήθηκε ότι υπήρξε «κατάσκοπος των Ιαπώνων» και ο ίδιος «ομολόγησε» στο πλαίσιο της ανάκρισής του από τις μυστικές υπηρεσίες, το πώς μπορείτε εύκολα να το φανταστείτε). Ο Μπορίς Πιλνιάκ-Βογκάου, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, ιδιαίτερη περίπτωση λογοτέχνη, «Γερμανός του Βόλγα» και «ακομμάτιστος», ανήκε στους λεγόμενους «συνοδοιπόρους» των επίσημων και ιδεολογικώς αυθεντικών κομμουνιστών. Ηταν «ο αγαπημένος, προστατευόμενος συγγραφέας του Τρότσκι» αλλά και «φίλος του Καρλ Ράντεκ».
Αυτά και το σκάνδαλο που προκάλεσε η Νουβέλα της άσβεστης σελήνης δεν ξεχάστηκαν ποτέ, όπως αντιλαμβάνεστε. Τον οδήγησαν, όταν «ο τροχός της επανάστασης» το αποφάσισε, στο τραγικό σοβιετικό πεπρωμένο του.
Ο αποδεκατισμός της λογοτεχνίας
Ο Βιτάλι Σενταλίνσκι, ο βασικός ερευνητής για τις διώξεις των συγγραφέων στην ΕΣΣΔ, στο βιβλίο του Οι δούλοι της Ελευθερίας τονίζει μεταξύ άλλων ότι «στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας έγιναν περίπου δύο χιλιάδες συλλήψεις λογοτεχνών, περίπου χίλιοι πεντακόσιοι πέθαναν σε φυλακές και στρατόπεδα, πριν προλάβουν να ζήσουν ξανά ελεύθερα. […] Δεν μπορεί κανείς να αναστήσει τους νεκρούς, αλλά μπορούσαμε και έπρεπε να αποζημιωθούμε για την πνευματική καταλήστευσή μας». Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, ο άνθρωπος που έγραψε τις συνταρακτικές Ιστορίες από την Κολυμά, αναφέρει στις δικές του Αναμνήσεις ότι «στην εκπληκτική βιβλιοθήκη της φυλακής Μπουτύρκα» ανακάλυψε τη Νουβέλα της άσβεστης σελήνης του Μπορίς Πιλνιάκ. Πρόκειται για ένα κείμενο εφιαλτικό και συναρπαστικό. Το μοντερνιστικό ύφος της αφήγησης (οι συρραπτικές, συμβολικές επαναλήψεις, το σχεδόν κινηματογραφικό μοντάζ, η νουάρ φόδρα της πλοκής) μας βυθίζουν σε ένα αρυτίδωτο, καθηλωτικό και αξιομνημόνευτο έργο.