Το αφήγημα με το οποίο ο Θωμάς Κοροβίνης βιογραφεί τη γιαγιά του, Ελπινίκη, πλεγμένο και με αυτοβιογραφικά στοιχεία, ξεδιπλώνει πτυχές μιας ατομικής μικροϊστορίας μέσα στη μεγάλη, τη λεγόμενη γενική ιστορία. Το θέμα το γνωρίζουμε όλοι από τις μυριάδες παραλλαγές του που ακούσαμε και ακούμε από γονείς, παππούδες, δικούς μας ή φίλων: τις αφηγήσεις για τα δεινά της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.

Θωμάς Κοροβίνης, Σταυροί στο ακροθαλάσσι, Εκδόσεις Αγρα, 2024, σελ. 232, τιμή 17 ευρώ.
Η κηλίδα του υποχρεωτικού εκπατρισμού με νόμιμο μανδύα υπήρξε και εξακολουθεί να είναι θέμα πολλών έργων στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ολη η ανθρωπογεωγραφία της προσφυγιάς ζωντανεύει σε αυτά. Οι Σταυροί στο Ακροθαλάσσι (εκδ. Αγρα) είναι ένα από τα πιο σημαντικά.
Εχει τη δομή διαλόγου, ανάμεσα στον συγγραφέα και στη γιαγιά του στο παραθαλάσσιο προσφυγικό χωριό της Νέας Ηράκλειας Χαλκιδικής το 1975. Πυρήνας της είναι ο θάνατος του εικοσιπεντάχρονου γιου της από νάρκη που ξέθαψε για να αφαιρέσει το εκρηκτικό υλικό και να ψαρέψει με αυτό. Στα επίμονα ερωτήματα του εγγονού για το δράμα η κυρα-Ελπινίκη ανταποκρίνεται χωρίς ίχνος αυτολύπησης ή συναισθηματισμού.
Στοιχείο αφηγηματικής δεινότητας είναι η ένταξη αποσπασμάτων από τη δημοτική ποίηση. Ντούρα και αδάκρυτη μπροστά σε τρίτους, η μάνα του σκοτωμένου, σπαραγμένη από το διαρκές πένθος της, καταφεύγει στις ερημιές του δράματος και τραγουδάει «κατ’ τραγούδια του Χάρου, καμιά φορά τα λέγω στα κρυφά»: «Τα μοιρολόγια τά ‘σωσα, τα δάκρυα μου στερέψαν/ Θα πάρω δάκρυα δανεικά και μοιρολόγια ξένα/ Τα μοιρολόγια απ’ τα ορφανά τα δάκρυα από τις χήρες».
Σε αυτό το βιβλίο, ο Θωμάς Κοροβίνης χειρίζεται τη γλώσσα με την πειθαρχία που συνήθως χαρακτηρίζει τον σφιχτό κανόνα του ποιητικού λόγου.
Ο Κοροβίνης χειρίζεται τη γλώσσα, σε αυτό ειδικά το βιβλίο, όχι ως φιλόλογος (που είναι η επαγγελματική του ιδιότητα) αλλά με την πειθαρχία που συνήθως χαρακτηρίζει τον σφιχτό κανόνα του ποιητικού λόγου. Η πρακτική αυτή ενισχύει την αυθεντικότητα του χαρακτήρα. Το θρακιώτικο ιδίωμα της γιαγιάς, άμεμπτα συνθεμένο, χωρίς δυσκολία για τον αναγνώστη, εκφέρεται, λόγω ιδιοσυγκρασίας, ως λόγος κατηγορηματικός, αξιωματικός, συχνά διανθισμένος από αμίμητες παροιμίες (είναι γνωστή η εποπτεία τουρκικών και ελληνικών παροιμιών του συγγραφέα από δύο παλαιότερα βιβλία του) κάνοντας την αφήγηση απολαυστική και δίνοντας στη λαϊκή σοφία τους διαστάσεις επιγράμματος. Τα καταγωγικά ήθη των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, με τα οποία είναι εμποτισμένη, συνυπάρχουν με μια εγρήγορη κριτική συνείδηση.
Ωστόσο, ο ψυχικός της προσανατολισμός ελέγχεται πολύ πιο κοντά σε σημερινό άνθρωπο από όσο θα περίμενε κανείς για γυναίκα που γεννήθηκε σε αγροτική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Θα έλεγα ότι ο συγγραφέας δίνει στην προσωπογραφία της μιαν αναπάντεχη διάσταση που περιέχει και δικές του αρχές, πεποιθήσεις, αξίες. Δείγματος χάριν: « – Ανατολή και Δύσ’! Δεν τα ξεχωρίζω. Ακου να σε πω, όλ’ μας είμαστε θεατρίν’! Θεατρίν’ χωρίς μισθό! – Τι θες να πεις; – Είμαστε μαθημέν’ να παίζουμε κάποιον άλλο! Των αλλουνών τα κέφια κάνουμε. Ε, λευτεριά λέγετ’ αυτό;».
Με ολοφάνερη αφηγηματική μαεστρία, ο Κοροβίνης οδηγεί την αφήγηση στο πιο δυνατό της σημείο, ένα συνταρακτικό gran finale: η Ελπινίκη ζει την πραγματοποίηση της αδιάκοπης λαχτάρας του βίου της – να ξανασυναντήσει το παιδί της. Η εις Αδου κάθοδός της έχει δαντικές διαστάσεις και αναφορές στο τελετουργικό και την εκπλήρωσή της. Tην αφηγείται στον εγγονό της σαν να συνέβη στην πραγματικότητα.
Θα ευχόμουν η διαλογική δομή του κειμένου να οδηγήσει τον συγγραφέα να επιχειρήσει και μια θεατρική της εκδοχή. Είναι βέβαιο ότι θα προκύψει ένας συγκλονιστικός ρόλος.
*Ο κύριος Αντώνης Κωτίδης είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.