Ηγοτθική έπαυλη του Τόνι Λαστ στην αγγλική εξοχή «δεν ήταν στη μόδα» πλέον και εκείνος «το κατανοούσε πλήρως». Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε ότι το αποδεχόταν κιόλας, καθώς πίστευε ακράδαντα ότι η περιουσία του στο Χέτον, τόσο η οικία όσο και το κτήμα του, αποτελούσαν αναντίρρητα «κομμάτι του εγγλέζικου τρόπου ζωής» που, αν μη τι άλλο, κινδύνευε και έπρεπε να προστατευθεί. Ο Τόνι, απλούστατα, δεν μπορούσε να διανοηθεί τον εαυτό του κάπου αλλού. Πολλώ δε μάλλον στο Λονδίνο όπου κυριαρχούσαν τα ατέλειωτα πάρτι και το ακατάσχετο κουτσομπολιό, ένα διασκεδαστικό μα και κουραστικό πανηγύρι ματαιοδοξίας, υποκρισίας και κενότητας που συνδιαμόρφωνε το πνεύμα της νέας εποχής, την οποία προσδιόριζε εκείνη η «έκρηξη ιλαρότητας που σημειώθηκε μετά το τέλος του πολέμου».
Ο Τόνι λοιπόν, ευρισκόμενος στον απομακρυσμένο πύργο του, την προέκταση τρόπον τινά της προσωπικότητας και της ταυτότητάς του, προσπαθούσε να διατηρήσει τις αποστάσεις του, αποφεύγοντας όσο ήταν δυνατόν την πολύβουη συνάφεια με τη λεγόμενη «καλή κοινωνία» (ναι, είστε ελεύθεροι να φανταστείτε ό,τι χειρότερο σας κάνει κέφι). Απολάμβανε την ηρεμία του ο άνθρωπος, για να το πούμε καθαρά. Ομως η λαίδη Μπρέντα, η γυναίκα του, δεν τα έβλεπε ακριβώς έτσι τα πράγματα. Για την ακρίβεια, την ενοχλούσε που ο σύζυγός της, μέσα στην όλη «παρωχημένη» κατάστασή τους, καμωνόταν ακόμη τον «φεουδάρχη». Οι φίλοι τους πίστευαν ότι «το ζευγάρι είχε βρει το μυστικό της αρμονικής συμβίωσης» αλλά, προφανέστατα, έκαναν λάθος. Κάτω από τη φαινομενικά αδιατάρακτη και ευτυχισμένη επιφάνεια, ύστερα από επτά χρόνια γάμου και ένα παιδί (έναν ατίθασο και αθυρόστομο μπόμπιρα, τον Τζον Αντριου), η συνύπαρξή τους άρχισε να κλυδωνίζεται από τον πιο αθόρυβο σεισμό, την αφόρητη πλήξη της Μπρέντα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος