Ο μυθιστοριογράφος δεν είναι θεωρητικός ούτε δάσκαλος του μυθιστορήματος, είναι πρωτίστως δημιουργός, καλλιτέχνης. Ωστόσο, υπάρχουν διακεκριμένες περιπτώσεις μυθιστοριογράφων που επιχείρησαν να δώσουν συντονισμένα τις σκέψεις τους για την τέχνη τους κάποτε με αφορμή τα διαβάσματά τους (π.χ., Ιταλο Καλβίνο, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Καστανιώτη, 2003), άλλοτε όταν μια δεύτερη, ακαδημαϊκή, ιδιότητα το απαιτούσε (Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη, 2020) και άλλοτε απευθυνόμενοι στους νεότερους (Μάριο Βάργκας Λιόσα, Επιστολές σε ένα νέο συγγραφέα, μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδ. Καστανιώτη, 2001). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις κατέχει ο προσφάτως εκλιπών τσεχο-γάλλος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα (1929-2023), με αρκετούς τόμους δοκιμίων για το μυθιστόρημα.
Ο πρώτος τόμος που συγκροτεί, με τον αποσπασματικό τρόπο του, τη θεωρία του Κούντερα για το μυθιστόρημα κυκλοφορεί στα γαλλικά το 1986 (και στα ελληνικά από την Εστία το 1988, σε μετάφραση Φ. Δ. Δρακονταειδή). Ο αναγνώστης βρίσκει εδώ απόσπασμα της συνέντευξης του Κούντερα στο περιοδικό «Paris Review», την ομιλία του κατά την τελετή απονομής του Jerusalem Prize για τη λογοτεχνία το 1985, ένα «λεξικό» 66 λέξεων-κλειδιά για το μυθιστορηματικό έργο του και εκτενή κείμενα για ομοτέχνους του, για τον Θερβάντες, τον Μπροχ, τον Κάφκα. Η πρόσφατη επανακυκλοφορία του στα ελληνικά, σε νέα μετάφραση βασισμένη στην οριστική έκδοση του πρωτοτύπου (Η τέχνη του μυθιστορήματος, εκδ. Εστία, 2023) από τον μεταφραστή όλου του έργου του Κούντερα Γιάννη Η. Χάρη, αποτελεί μια αναστοχαστική αφορμή για την εξέλιξη του είδους και τη θέση του στην εποχή μας.
Εξερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης
Ο Κούντερα ορίζει το μυθιστόρημα ως τη «μεγάλη φόρμα της πεζογραφίας όπου ο συγγραφέας διερευνά εξαντλητικά μέσα από πειραματικά εγώ (πρόσωπα του έργου) ορισμένα θέματα της ύπαρξης» και τον μυθιστοριογράφο ως έναν εξερευνητή «που προσπαθεί ψηλαφητά να αποκαλύψει μιαν άγνωστη πλευρά της ύπαρξης», που δείχνει πώς αλλάζουν νόημα οι υπαρξιακές κατηγορίες, που διερευνά τι είναι περιπέτεια, μέλλον, έγκλημα, δημόσιο και ιδιωτικό, τι είναι κωμικό, τι είναι μοναξιά.
Ο Κούντερα ορίζει τον μυθιστοριογράφο ως έναν εξερευνητή «που προσπαθεί ψηλαφητά να αποκαλύψει μιαν άγνωστη πλευρά της ύπαρξης».
Ο Τολστόι στην Αννα Καρένινα ανακαλύπτει τον αν-αίτιο, μυστηριώδη χαρακτήρα της ανθρώπινης πράξης. Ο Φλομπέρ ανακαλύπτει τη βλακεία που προοδεύει μαζί με την επιστήμη και τη νεωτερικότητα. Ο Χέρμαν Μπροχ δείχνει τη συντριβή του σύγχρονου μυθιστορήματος από το κιτς. Αυτή η αλληλουχία ανακαλύψεων συνθέτει, για τον Κούντερα, την ιστορία του μυθιστορήματος. Ο μυθιστοριογράφος εξερευνά μεν την ανθρώπινη ζωή που έχει πιαστεί στην παγίδα του σημερινού κόσμου, αλλά το μυθιστόρημα δεν είναι παράγωγο φιλοσοφικών και θεωρητικών ρευμάτων, διότι «το μυθιστόρημα γνωρίζει το υποσυνείδητο πριν από τον Φρόιντ, την πάλη των τάξεων πριν από τον Μαρξ».
Η αυτονομία του είδους
Σε αντίθεση με τον «συγγραφέα», ο οποίος εγγράφεται στον πνευματικό χάρτη της εποχής του, έχει περί πολλού τις ιδέες του και σαγηνεύεται από τη φωνή του, ο «μυθιστοριογράφος», κατά τον Κούντερα, γοητεύεται από τη φόρμα, κυνηγά τη φόρμα, η οποία βέβαια «στην τέχνη είναι πάντοτε κάτι παραπάνω από φόρμα». Οσο για την Ιστορία, την παρομοιάζει με σκηνικό, και εξηγεί ότι ο ίδιος κρατά από τις ιστορικές περιστάσεις μόνο αυτές που δημιουργούν μια αποκαλυπτική υπαρξιακή κατάσταση για τους ήρωές του.
Ο «μυθιστοριογράφος», κατά τον Κούντερα, γοητεύεται από τη φόρμα, κυνηγά τη φόρμα, η οποία βέβαια «στην τέχνη είναι πάντοτε κάτι παραπάνω από φόρμα».
Το «καφκικό», για παράδειγμα, αυτή η ιδιαίτερη ποιότητα την οποία ανακαλύπτει ο Κάφκα με τα μυθιστορήματά του, δεν είναι κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας, της αστικής ηθικής και του καπιταλισμού ή αντανάκλαση του ολοκληρωτισμού αλλά αντιπροσωπεύει μια στοιχειώδη και προαιώνια δυνατότητα του ανθρώπου και του κόσμου, κάτι που καμία κοινωνιολογική ή πολιτική σκέψη δεν θα μπορέσει να εκφράσει και το οποίο αποτελεί, για τον Κούντερα, εξαιρετικό παράδειγμα της αυτονομίας του μυθιστορήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο, γνώρισμα του πραγματικού μυθιστοριογράφου είναι ότι δεν θέλει να μιλά για τον εαυτό του. Ο δοκιμιογράφος θυμίζει εδώ ότι επιθυμία του Ναμπόκοφ, του Καλβίνο και του Φόκνερ ήταν η ιδιωτική τους ζωή να σβήσει και να μείνουν μόνο τα έργα τους, τονίζει ότι από τη στιγμή που η ζωή του μυθιστοριογράφου τραβάει την προσοχή περισσότερο από τη ζωή των ηρώων του έχει ξεκινήσει η διαδικασία του μεταθανάτιου θανάτου του και καταλήγει:
«Το μόνο πλαίσιο στο οποίο μπορούμε να συλλάβουμε την αξία ενός μυθιστορήματος είναι η ιστορία του μυθιστορήματος. Ο μυθιστοριογράφος δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν, μόνο στον Θερβάντες».
Η πιο ευρωπαϊκή τέχνη
Μεσήλικας, έχοντας πίσω του τους Κωμικούς έρωτες (1963), το Αστείο (1967), το Η ζωή είναι αλλού (1973) και το Βαλς του αποχαιρετισμού (1976), την περίοδο που ετοιμάζει τα πιο γνωστά του έργα, το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης (1979) και την Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης (1984), ο Κούντερα γράφει (1979-1985) αυτά τα επτά κείμενα για το μυθιστόρημα με την προοπτική εξαρχής να συγκροτήσουν ένα βιβλίο. Είναι το κατά Κούντερα «ευαγγέλιο» για το μυθιστόρημα, η κατάθεση βασικών αρχών τις οποίες θα επεξηγήσει αναλυτικότερα στις μεταγενέστερες συλλογές σχετικών δοκιμίων Προδομένες διαθήκες (1993), Πέπλος (2005) και Συνάντηση (2009).
Το μυθιστόρημα ήταν για τον Κούντερα «η πιο ευρωπαϊκή τέχνη».
Αναρωτιέται ο σημερινός αναγνώστης του βιβλίου πώς θα σχολίαζε ο Κούντερα, ο οποίος αναγνωρίζει στο μυθιστόρημα αυτονομία από τον μυθιστοριογράφο και από την εποχή του, την επιστροφή της βιογραφικής κριτικής – στην οποία εναντιωνόταν, γι’ αυτό είχε αποφασίσει το 1985 να μην ξαναδώσει συνεντεύξεις – που πολιορκεί το μυθιστόρημα και από μέσα (ενδεικτικά, στη νέα τάση της αυτο-μυθοπλασίας) και την κυριαρχία, όλο και περισσότερο, των ιδεολογικών και ιστορικών προσεγγίσεων σε σχέση με τις υπαρξιακές και αισθητικές. Υπάρχουν πλέον μυθιστοριογράφοι της τάξης των Κεντροευρωπαίων Κάφκα, Μούζιλ, Μπροχ, Γκομπρόβιτς, των «ποιητών του μυθιστορήματος», που θαύμαζε ο Κούντερα, των παθιασμένων με τη μορφή και τον νεωτερισμό του είδους;
Και, τέλος, γέννημα των Νέων Χρόνων – «του γέλιου του Θεού», με τον Ραμπελέ -, το μυθιστόρημα ήταν για τον Κούντερα «η πιο ευρωπαϊκή τέχνη», στου οποίου την ιστορία και τη σοφία «είναι κατατεθειμένη σαν σε ασημένια κιβωτό η ουσία του ευρωπαϊκού πνεύματος». Ισχύει το ίδιο στη μετανεωτερική εποχή; Εντάσσεται το μυθιστόρημα στις μεγάλες τάσεις της εποχής μας μαζί με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις και τα πολιτικά συμβάντα, όπως συνέβαινε στην Ευρώπη των Νέων Χρόνων, ή μήπως η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής αξίας σημαίνει πλέον και αμφισβήτηση του μυθιστορήματος;