Τα «Αηδόνια της σιωπής» είναι το δέκατο τέταρτο βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου και έχει ήδη σκαρφαλώσει από τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του στις λίστες των μπεστ σέλερ. Στην περίπτωσή του, τι συμβαίνει άραγε στις ενδιάμεσες περιόδους, από το ένα βιβλίο στο άλλο; Και κυρίως, πώς έφτασε στο νέο του μυθιστόρημα, πώς το διαμόρφωσε;
«Στα μεσοδιαστήματα μελετώ ιδέες που είναι εντυπωμένες στο μυαλό μου και ψάχνω να βρω τρόπους που θα με οδηγήσουν μακριά από επαναλαμβανόμενες αφηγηματικές νόρμες και ήδη χρησιμοποιημένα μυθοπλαστικά μοτίβα.
Απαξ και χαρτογραφήσω το πεδίο στο οποίο θέλω να κινηθώ, αφοσιώνομαι στην έρευνα, που είναι πάντα χρονοβόρα και απαιτητική» δήλωσε προς «Το Βήμα» ο 54χρονος δημοφιλής πεζογράφος.
Στέφανος Δάνδολος – «Τα Αηδόνια της σιωπής»
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2024, σελ. 544
«Τα «Αηδόνια της σιωπής» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τον ζόφο μιας ολόκληρης εποχής και για το φως στην ψυχή που προσπαθεί να υπερνικήσει αυτόν τον ζόφο.
Γεννήθηκε ως κραυγή για τα ολέθρια εθνικά λάθη του ’44, σχεδιάστηκε ως ύμνος στην καλοσύνη των ασήμαντων και των βασανισμένων, και διαμορφώθηκε ως τοιχογραφία ενός κόσμου που παλεύει να πιαστεί από κάπου.
Ολα εκκινούν από το ερώτημα τι σημαίνει πατρίδα. Ενώ χιλιάδες Ελληνες στο βιβλίο διεκδικούν την πατρίδα τους βάσει πολιτικής ιδεολογίας και διαμέσου της βίας, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αναζητά τη δική του πατρίδα στο πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου» συμπλήρωσε ο ίδιος.
Στο εργαστήρι σας πώς συνυπήρξαν, εν προκειμένω, η έρευνα και η φαντασία; Τι παρέμεινε ίδιο στην όλη διαδικασία; Και τι άλλαξε ενδεχομένως;
Δίνω μεγάλη σημασία στην εσώτερη αρχιτεκτονική του βιβλίου, και αυτό με βοηθάει να εντοιχίζω την έρευνα στον καμβά της αφήγησης και όχι να τη φέρνω σε πρώτο πλάνο. Ολη η γνώση της εποχής πρέπει να υπηρετεί το θέμα, να μην το επισκιάζει.
Ετσι, έρευνα και μυθοπλασία δένουν αρμονικά, αβίαστα. Από εκεί και πέρα, ο καμβάς γεμίζει με απαράβατη πειθαρχία, δίχως να αλλάζουν πολλά στην πορεία, με εξαίρεση τις αφαιρέσεις που είναι απαραίτητες.
Το βιβλίο καλύπτει ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από τον 19ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Πλην όμως, γιατί επιλέξατε αυτή τη φορά τα Δεκεμβριανά του 1944 ως το κρισιμότερο κομμάτι του μυθιστορηματικού καμβά;
Πρώτον, επειδή ήθελα να καταθέσω ένα σχόλιο για τη δική μας εποχή, που κι αυτή εγκυμονεί κάτι «δεκεμβριανό», αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους καθημερινούς εμφύλιους που στήνουμε στα social media, στην πολιτική, στο ποδόσφαιρο, οπουδήποτε.
Ως λαός, βλέπετε, έχουμε διαπλαστεί με οδηγό τη δυσπιστία απέναντι στα κίνητρα του διπλανού μας, πράγμα που μας δυσκολεύει να προχωρήσουμε εντελώς αρμονικά. Δεύτερον και σημαντικότερο, επειδή μυθιστορηματικά αγαπώ τις αντιφάσεις και η συγκεκριμένη περίοδος, από τις 12 Οκτωβρίου μέχρι το τέλος του ’44, αποδείχθηκε συνώνυμο της αντίφασης.
Αρχικά οι πανηγυρισμοί για τη φυγή των Γερμανών και το τέλος της Κατοχής, και αμέσως μετά το χρονικό της κατάρρευσης, ο διχασμός, τα εμφύλια πάθη, η κόντρα του κυβερνητικού μετώπου με το ΕΑΜ, η εμπλοκή των Βρετανών. Η πρωτεύουσα γιόρτασε για λίγες μέρες και έπειτα πήρε την κάτω βόλτα.
Επίσης, το ίδιο το σκοτάδι λειτούργησε ως αντίφαση, δεδομένου ότι ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία γεμάτη φως. Από τη μία η βία και το χάος, από την άλλη η οδύσσεια ενός ταπεινού ανθρώπου προς τη συναισθηματική λύτρωσή του.
Στην αφήγηση, πάντως, κυριαρχεί ο παράξενος έρωτας μεταξύ Αριστείδη Τσόκου (εμβληματικού σερβιτόρου στο «Καφενείον Ζαχαράτου» στην Πλατεία Συντάγματος) και Ευδοξίας Τριανταφυλλίδου. Φαίνεται ότι η δυσκολία αυτού του έρωτα, παρά το δεδομένο και σκοτεινό ιστορικό πλαίσιο, δεν προκύπτει τόσο από εξωτερικούς παράγοντες, όπως θα περίμενε ίσως κανείς, αλλά από εσωτερικούς…
Ετσι είναι, και πιστεύω πως στην αληθινή ζωή αυτό υπερτερεί, ατυχούμε από τα μικρά, όχι από τα μεγάλα. Αλλοτε πέφτουμε θύματα ασήμαντων συγκυριών ή του εαυτού μας, άλλοτε είμαστε δειλοί ή συνεσταλμένοι, άλλοτε έχουμε να αντιμετωπίσουμε την κακή χρονική στιγμή, πάντως κρυβόμαστε πίσω από τη μοναξιά μας και αφήνουμε τον καιρό να περάσει.
Ο κύριος Αριστείδης και η Ευδοξία επί 20 ολόκληρα χρόνια ηττούνταν από τον εαυτό τους, και όταν το πήραν απόφαση, τότε πρόβαλλε ο εξωτερικός παράγοντας, που ήταν τα Δεκεμβριανά.
Στα «Αηδόνια της σιωπής», δίπλα στους επινοημένους χαρακτήρες, υπάρχουν εμβληματικές ιστορικές προσωπικότητες (από τον Τσόρτσιλ και τον Ελύτη μέχρι την ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη). Ως συγγραφέας, πλησιάζετε αλλιώτικα τους «διάσημους» και τους «άσημους» της Ιστορίας;
Με τις υπαρκτές προσωπικότητες υπάρχει ο κίνδυνος να μην τις αποδώσεις πειστικά, συνεπώς χρειάζονται ακόμη πιο εκτεταμένη επεξεργασία. Ολοι όμως, διάσημοι και άσημοι, υπηρετούν το ίδιο κάτοπτρο, απλώς από διαφορετικές λήψεις.
Λέγεται ότι οι συγγραφείς (ιδίως όσοι καταπιάνονται με το λεγόμενο «ιστορικό μυθιστόρημα») επιστρέφουν σε διαφορετικές περιόδους του παρελθόντος για να συνδεθούν με το δικό τους σήμερα, την εποχή τους. Ισχύει αυτό, νομίζετε, στην περίπτωσή σας; Στο εν λόγω βιβλίο και εν γένει στα βιβλία σας;
Απολύτως. Εξάλλου για ποιον άλλον λόγο να γράψεις για το παρελθόν, όταν το παρόν είναι τόσο πολυδιάστατο; Κατά τη γνώμη μου, το «ιστορικό μυθιστόρημα» πρέπει να έχει λόγο ύπαρξης στην εποχή που διαβάζεται, πρέπει να αφορά και το τώρα. Αλλιώς είναι απλά κλασικό εικονογραφημένο, μια αναλώσιμη αφήγηση.
Κύριε Δάνδολε, έχετε λάβει πολλά βραβεία αναγνωστών. Αυτό είναι γνωστό και έχει ενδιαφέρον. Μετά από τόσα βιβλία, τώρα, πώς θα περιγράφατε τη σχέση με το κοινό που σας διαβάζει; Το έχετε ψυχαγωγήσει, το έχετε συγκινήσει, είναι σαφές αυτό. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, το έχετε δυσκολέψει, το έχετε προβληματίσει όσο θα μπορούσατε;
Θα την περιέγραφα ως σχέση αλήθειας και στοχασμού. Δεν είστε υποχρεωμένος να το γνωρίζετε, αλλά επί 30 χρόνια λογοτεχνικής διαδρομής καταπιάνομαι με τις βαθύτερες στιβάδες της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, έχω αναμετρηθεί με τον θάνατο, την τρέλα, τον πόλεμο, την αυτοχειρία, το σκοτάδι, όπως φυσικά και με την Ιστορία.
Προτεραιότητά μου δεν ήταν ποτέ τα εξόφθαλμα σπουδαιοφανή παραληρήματα που τελικά υποτιμούν τη νοημοσύνη του κοινού στον βωμό μιας λανθάνουσας υψηλής κουλτούρας. Οπότε ναι, και προβληματίζω και δυσκολεύω τον αναγνώστη, με όρους όμως ουσιαστικής εσωτερικής αναζήτησης.
Το ότι έχει απήχηση η δουλειά μου, αν έχει, υποδηλώνει ότι ο κόσμος έχει ανάγκη τα δύσκολα θέματα, που τον αγγίζουν βαθιά στην ψυχή.
Τώρα, ως προς το θέμα των βραβείων που αναφέρατε, θεωρώ πως η σπουδαιότερη και η πιο ειλικρινής επιβράβευση προέρχεται όντως από το κοινό, χωρίς να μειώνω βεβαίως και τις διάφορες ολιγομελείς επιτροπές βραβείων που άλλοτε είναι αντικειμενικές και άλλοτε βρίσκονται μακριά από την πραγματικότητα».