Ηταν ένας από τους πιο επιδραστικούς κριτικούς του 20ού αιώνα. Το ευρύ κοινό θυμάται τον αμερικανό κριτικό Χάρολντ Μπλουμ (1930-2019) ως τον συγγραφέα του Δυτικού κανόνα (μτφ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εκδ. Gutenberg, 2007), την επιλογή με τα σημαντικότερα έργα της δυτικής λογοτεχνίας, εκείνον που μας δίδαξε Πώς και γιατί διαβάζουμε (μτφ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εκδ. Τυπωθήτω, 2004). Την κριτική διαμόρφωσε το πυρετικό κείμενό του για την Αγωνία της επίδρασης (μτφ. Δημήτρης Δημηρούλης, εκδ. Αγρα, 1989). Προκλητικός, αιρετικός, απόλυτος, ενίοτε αλαζόνας, ο Μπλουμ είναι ένας ιδιοσυγκρασιακός κριτικός με εγνωσμένες εμμονές. Η πρώτη είναι η «μαθητεία» στον Σάμιουελ Τζόνσον, ο οποίος, όπως σημειώνει στον Δυτικό κανόνα, «υπερέχει κάθε άλλου κριτικού στον κόσμο, πριν και μετά απ’ αυτόν». Η δεύτερη είναι ο Σαίξπηρ, για τον οποίο επιφυλάσσει μοναδική θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα του δυτικού κόσμου.
Η αναλυτική μελέτη του Σαίξπηρ. Η επινόηση του ανθρώπινου (μτφ. Αρης Μπερλής, Θέμελης Γλυνάτσης κ.ά., επιμέλεια Ηρκος Ρ. Αποστολίδης, εκδ. Gutenberg), στην οποία συναντιούνται αυτές οι δύο εμμονές, κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά. Εκκινώντας από τη μελέτη του Τζόνσον για τους χαρακτήρες του Σαίξπηρ, ο Μπλουμ προσεγγίζει το σύνολο σχεδόν του θεατρικού corpus του Σαίξπηρ, από την Κωμωδία των παρεξηγήσεων και τις άλλες πρώιμες τραγωδίες ως τις μεγάλες τραγωδίες του Αμλετ, του Οθέλλου, του Βασιλιά Λιρ και από τα πρώιμα ιστορικά δράματα ως τα μεγάλα ιστορικά δράματα του Ριχάρδου του Β΄ και του Ερρίκου Δ΄, τα «ακατάταχτα» έργα και τα ύστερα ρομάντζα.
Μορφές και χαρακτήρες
Οπως και τον Τζόνσον, τον Μπλουμ τον ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες και όχι η πλοκή και εστιάζει στο αισθητικό μέρος του Σαίξπηρ (κατά την αντίληψη των Οσκαρ Ουάιλντ και Ουόλτερ Πέιτερ) μακριά από ιδεολογικές ερμηνείες σύγχρονων σχολών που τις αποκαλεί «Σχολή της μνησικακίας». Παρατηρεί ότι οι χαρακτήρες του Σαίξπηρ μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια του έργου, ένα στοιχείο που τον ξεχωρίζει από τους προγενέστερους και σύγχρονούς του συγγραφείς, και προχωρεί τη διαπίστωση αυτή ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας ότι «ο Σαίξπηρ μάς επινόησε», επινόησε το ανθρώπινο, το πώς ακούμε τον εαυτό μας, τη σύγχρονη συνείδηση.
Σημειώνει αρκετές «μεγαλοφυείς» σαιξπηρικές μορφές που αποτελούν παραδείγματα του πώς γεννιούνται νέες μορφές συνείδησης. Σοφότερη γυναίκα στον Σαίξπηρ είναι η Ρόζαλιντ τού Οπως αγαπάτε αρέσει αλλά πιο πολυσύνθετη η Κλεοπάτρα. Ο έμπορος της Βενετίας είναι, κατά Μπλουμ, έργο αντισημιτικό και ο Σάυλοκ ένας κακός κωμικός, ένα «κωμικό παλιοτόμαρο».
Ο Λιρ είναι ο «μεγαλειωδέστερος και απαιτητικότερος» χαρακτήρας του Σαίξπηρ, απρόσμενα οικείος μέσα στην υπερβολή του, ως σύμβολο της πατρότητας, που ζητάει πάντα περισσότερη αγάπη από όση δύναται κάποιος να δώσει. Ο Ιάγος, εκφραστής ενός μηδενιστικού χριστιανισμού, ένας «ελεύθερα αυτοδημιουργούμενος χαρακτήρας», κατέχει περίοπτη θέση απ’ όλους τους κακούς της λογοτεχνίας, ενώ με τον φονικό Μακμπέθ ο Σαίξπηρ δείχνει να κατανοεί τον ανθρώπινο ερωτισμό όπως κανένας άλλος.
Από όλους τους σαιξπηρικούς χαρακτήρες ο Μπλουμ τοποθετεί στις πρώτες τέσσερις θέσεις τον Φάλσταφ, τον Αμλετ, τον Ιάγο και την Κλεοπάτρα, και ξεχωρίζει ιδιαίτερα τους δύο πρώτους, «που αποτελούν την αρχή της προσωπικότητας όπως έχουμε καταλήξει να τη γνωρίζουμε». Στην κορυφή τοποθετεί τον Αμλετ, ο οποίος «μετά τον Ιησού, παραμένει το δεύτερο πιο χαραγμένο στη Δυτική συνείδηση πρόσωπο» – άλλωστε για τον Μπλουμ ο θεός στον οποίον πιστεύουν οι άνθρωποι είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας, ο Γιαχβέ της Πεντατεύχου, ο Ιησούς του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου, ο Αλλάχ του Κορανίου.
Με αυτή την έννοια, υπερθεματίζει ότι «Η λατρεία του Βάρδου θα έπρεπε να γίνει κοσμική θρησκεία περισσότερο από ό,τι είναι» και καταλήγει ότι ο Σαίξπηρ «έχει γίνει όχι μόνο ο δυτικός αλλά και ο οικουμενικός κανόνας […], οι κύριοι χαρακτήρες του γίναν η Μυθολογία μας. Αυτός είν’ ο ψυχολόγος μας, όχι ο Φρόιντ – ο δίχως να το θέλει μαθητής του».
Το δέος και το απόλυτο
Οι αποφθεγματικές εκτιμήσεις του Μπλουμ, προκλητικές μέσα στην υπερβολή και στην απολυτότητά τους, δεν συνοδεύονται από μια μεθοδικά εξελικτική επιχειρηματολογία η οποία θα μπορούσε αποστομωτικά να αποδείξει ότι ο Σαίξπηρ επινόησε το ανθρώπινο, και η κριτική δεν ήταν επιεικής απέναντι στον «σοφό του Γέιλ» όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο στα αγγλικά το 1998.
Ωστόσο, ο Μπλουμ ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι νιώθει δέος απέναντι στον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ότι το βιβλίο είναι η έκφραση ενός «πάθους μακροχρόνιου». Η ανάγνωσή του είναι ιδιοσυγκρασιακή. Αξιοποιώντας τις δεκαετίες διδασκαλίας του Σαίξπηρ στις πανεπιστημιακές αίθουσες του Γέιλ και την απίστευτη ευρυμάθειά του, ο Μπλουμ ερμηνεύει τα έργα του Σαίξπηρ μέσω άλλων έργων του, με ανεπιτήδευτο λόγο προφορικής ομιλίας, και απευθύνεται, κατά δήλωσή του, στον «μέσο αναγνώστη και θεατρόφιλο». Αυτόν τον αναγνώστη κερδίζει η μελέτη, εμπνέοντάς τον να διαβάσει τα σαιξπηρικά κείμενα με ανανεωμένο ενδιαφέρον.
Ο ίδιος ο Μπλουμ, με αυτογνωσία, σημειώνει προλογικά: «Προσπάθησα να εξετάσω τα περισσότερα έργα όσο πιο αντικειμενικά μου επέτρεψαν οι προσωπικές ιδιορρυθμίες μου και οι περιορισμοί τού να προκρίνω περισσότερο τους χαρακτήρες από τη δράση».
Εκδίδοντας τον Μπλουμ στα ελληνικά
Ο προβληματικός διάλογος συγγραφέα – επιμελητή
Αξίζει να σχολιαστεί η πρακτική που υιοθετήθηκε στην έκδοση του έργου στα ελληνικά. Τη μετάφραση ξεκίνησε ο Αρης Μπερλής, και μετά τον θάνατό του συνέχισε ο Θέμελης Γλυνάτσης. Επιθυμία του Μπερλή ήταν να αναλάβει την επιμέλεια ο Ηρκος ή ο Στάντης Αποστολίδης. Την ανέλαβε ο πρώτος, ο οποίος συμπληρώνει την έκδοση με δική του εισαγωγή και υποσελίδια σχόλια, στα οποία εμπλέκεται σε έναν κριτικό διάλογο με τον Μπλουμ – συχνά διαφωνώντας.
Ο διάλογος συγγραφέα – επιμελητή θα μπορούσε να είναι γόνιμος αν γινόταν εκτός βιβλίου ή αν τοποθετούνταν, έστω, στο τέλος του. Τα σχόλια του Αποστολίδη στερούν από τον αναγνώστη το δικαίωμα της αθώας αναγνωστικής ανταπόκρισης στο κείμενο καθώς έχει διαρκώς την αίσθηση ότι κρατά στα χέρια του το αντίτυπο του Αποστολίδη με τις δικές του σημειώσεις στο περιθώριο, τις οποίες δεν μπορεί να αγνοήσει, και με τον οποίο εισέρχεται σε διάλογο με τη σειρά του – συχνά, ετούτη η αναγνώστρια, διαφωνώντας.
Ηταν πραγματικά αναγκαίο, στη μνεία των ονομάτων του Οσκαρ Ουάιλντ και του Ουόλτερ Πέιτερ, το σχόλιο ότι πρόκειται για αισθητιστές που δεν μπορούν να μας δώσουν «καθολικές ερμηνείες», οι οποίοι «Θόρυβο έκαναν στον αγγλόφωνο χώρο, και λίγα μένουν απ’ τις κρίσεις τους – του Πέιτερ ακόμα λιγότερα»; Και δύσκολα συντάσσεται ο σύγχρονος αναγνώστης με την υποσημειωματική εκτίμηση του επιμελητή για τον Μοντέν: «Κανένα σταθμό όμως δεν αποτελεί – εκτός Γαλλίας – ο δευτέρου χεριού φιλόσοφος Montaigne, στα σοβαρά, πέραν του ότι, απλώς, επηρέασε τον Σαίξπηρ!».
Ο Αποστολίδης διαμαρτύρεται για την αγγλοκεντρική οπτική του Μπλουμ αλλά κι εκείνος υιοθετεί μια ελληνοκεντρική οπτική, αντιπαραβάλλοντας στον Σαίξπηρ του Μπλουμ περιπτώσεις από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Ακόμη κι όταν ο Μπλουμ αναγνωρίζει τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Σοφοκλή ως πηγές του του εγώ ως ηθικού στοιχείου, ο επιμελητής διαμαρτύρεται ότι λείπουν ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης, ο Θουκυδίδης… Ο Μπλουμ είναι ένας αμερικανός κριτικός και το βιβλίο γράφτηκε πρωτίστως για το αγγλόφωνο κοινό. Η προσπάθεια, η επιθυμία έστω, εξελληνισμού της δομής της γραφής του συνιστά μια αποϊστορικοποίηση του κειμένου. Υπάρχουν πολυσυζητημένα κριτικά έργα όπως αυτό, η Μίμηση του Aουερμπαχ, τα Παλίμψηστα του Ζενέτ ή ο Ρaμπελαί και ο κόσμος του του Μπαχτίν που η, όψιμη, εκδοτική υποδοχή τους στην Ελλάδα είναι σημαντικό να γίνεται με αποστασιοποίηση που σέβεται την ιστορικότητά τους.
Για τη μετάφραση των σαιξπηρικών παραθεμάτων, ο Μπερλής είχε αντλήσει από δόκιμες μεταφράσεις. Ο Αποστολίδης έκρινε άνιση την παρουσίαση του έργου του Σαίξπηρ «μέσω διαφορετικών διαδρομών, τάσεων και Σχολών» και απευθύνθηκε για τη μετάφραση σε τρεις κοντινούς του συνεργάτες, τους Κώστα Αντωνίου, Σεραφείμ Κεφάλα και Γιάννη Μπαρτσώκα. Ωστόσο, ποιος καλύτερος «εξελληνισμός» του κειμένου του Μπλουμ από την παρουσία σε αυτό του Σαίξπηρ μέσα από τον οικείο λόγο ελλήνων μεταφραστών του δίνοντας έτσι και μια εικόνα της απήχησης του Βάρδου στα ελληνικά γράμματα, που περιλαμβάνει πληθώρα λογοτεχνών και λογίων, μεταξύ των οποίων ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Κώστας Καρθαίος, ο Βασίλης Ρώτας, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Διονύσης Καψάλης, ακόμη και ο ίδιος ο Διονύσιος Σολωμός;