Τα γράμματα στην Πάολα. Τι μας λένε για τον Κωνσταντίνο Α΄
Εκδόσεις Πατάκη, 2018
σελ. 160, τιμή 8,5 ευρώ
Ερωτικές επιστολές αποτελούν το υλικό του πιο πρόσφατου βιβλίου του ιστορικού Γιώργου Μαυρογορδάτου «Τα γράμματα στην Πάολα» (εκδ. Πατάκη). Δεν θα τον κατηγορήσει κανείς όμως για ιστοριογραφία της κλειδαρότρυπας: η αλληλογραφία της λεγόμενης κόμισσας Φον Οστχαϊμ και του Κωνσταντίνου Α΄ χρησιμοποιείται για μια απόπειρα ψυχογραφήματος του τελευταίου. Φυσική προέκταση ενός τέτοιου κειμένου ωστόσο είναι άλλα ζητήματα που αναδύονται κατά την ανάγνωσή του: χαρισματικής (και μη) ηγεσίας, πολιτικού περιβάλλοντος του ηγέτη, ρίσκου και ευκαιριών. Αυτά και συζητούμε στη διάρκεια της συνομιλίας μας.
Η διαμάχη Βενιζέλου – Κωνσταντίνου είναι η σύγκρουση ενός χαρισματικού ηγέτη με έναν φορέα άλλων χαρισματικών ιδιοτήτων;
«Για τον Κωνσταντίνο θα χρησιμοποιούσα τον όρο «χαρισματική μορφή». Συνδυάζει το θεσμικό χάρισμα που είναι ενσωματωμένο στην κληρονομική βασιλεία – ακόμη και σήμερα αντιπαραθέτουμε τους «γαλαζοαίματους» στους κοινούς θνητούς με το κόκκινο αίμα -, αυτό το αρχέγονο μυθικό στοιχείο, με το προσωπικό χάρισμα του νικηφόρου στρατηγού. Στο πρόσωπό του υπάρχει ένα εκρηκτικό μείγμα που δεν βρίσκεται στη διάθεση κάθε βασιλιά. Δεν το είχε ούτε ο πατέρας του, ο Γεώργιος Α΄, ούτε οι γιοι του, Γεώργιος Β΄ και Παύλος».
Θέτει η περίπτωσή του, αυτή ενός βασιλιά εύπιστου, εγωκεντρικού και ρηχού στη σκέψη, όπως τον περιγράφετε, το ζήτημα της ποιότητας ενός ηγέτη και την έκταση της ισχύος του περιβάλλοντός του, όταν αυτός είναι αδύναμος;
«Ναι. Ο Κωνσταντίνος είχε έναν στενό κύκλο προσώπων γύρω του στον οποίο οι βασικότεροι ήταν ο νομικός Γεώργιος Στρέιτ, οι στρατιωτικοί Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς, και η σύζυγός του και αδερφή του γερμανού Κάιζερ Γουλιέλμου, βασίλισσα Σοφία. «Κακούς δαίμονες» σε αυτόν τον κύκλο θα χαρακτήριζα πρωταρχικά τους Δούσμανη και Στρέιτ. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος, εγώ θεωρώ κατόπιν διαπαιδαγώγησης από ανθρώπους όπως ο Δούσμανης και ο Στρέιτ, πίστεψε ότι για να είναι αληθινός βασιλιάς έπρεπε να είναι και αληθινός αρχηγός του στρατού. Αν το συνδυάσουμε με τις πρωσικές επιρροές των σπουδών του, έχουμε μια συγκροτημένη συνταγή που λέει ότι όντας ο βασιλιάς αληθινός αρχηγός του στρατού μπορεί να αποκτήσει μια εξουσία μοναρχική, αντικοινοβουλευτική».
Αυτό δυνητικά θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε ένα κίνημα με πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά;
«Οδήγησε. Η δύναμη κρούσης των Επιστράτων που έδρασαν στα Νοεμβριανά του 1916 κατά των Βενιζελικών και αποτελούνταν από στρατιώτες που είχαν πολεμήσει υπό τον Κωνσταντίνο στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13 ήταν ένα πρωτοφασιστικό κίνημα. Το κλειδί όμως για τη μετεξέλιξη σε κανονικό φασισμό είναι η λατρεία του ηγέτη – ενός ηγέτη όμως που δεν προκύπτει από κληρονομική διαδοχή, ενός ηγέτη αυτοδημιούργητου. Ο βασιλεύς λοιπόν δεν μπορεί ο ίδιος να είναι ηγέτης φασιστικού κόμματος, οι δε φασίστες δεν μπορούν να μοιράσουν την τυφλή υπακοή τους μεταξύ ενός παραδοσιακού θεσμού, όπως είναι το στέμμα, και ενός Φύρερ. Εχω πει λοιπόν ότι όσο οι έλληνες πρωτοφασίστες, με επικεφαλής τους κατ’ εξοχήν τον Ιωάννη Μεταξά, παρέμεναν μοναρχικοί, ήταν μια χρυσαλλίδα που δεν μπορούσε να γίνει φασιστική πεταλούδα».
Υπάρχει ένα καίριο σημείο στην υπόθεση του Διχασμού;
«Ο πυρήνας της τραγωδίας είναι ότι ο Βενιζέλος γνωρίζει από νωρίς, από τα χρόνια του στην Κρήτη ήδη, πως η Ελλάδα οφείλει να πάρει μέρος σε επικείμενο πόλεμο, αν θέλει να επεκταθεί. Ποιος θα μπορούσε να είναι επικεφαλής του στρατού της; Ο Κωνσταντίνος ήταν ο διάδοχος του θρόνου και λογιζόταν διάδοχος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Είχε γερή στρατιωτική μόρφωση, μπορούσε αν όχι να χαράξει, να κατανοήσει τα ζητήματα και να αποδεχθεί τις ορθές εισηγήσεις επιτελών. Υπήρχε άλλος να ηγηθεί; Οσοι έχουν επικρίνει τον Βενιζέλο για την επιλογή του να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο στην αρχηγία του στρατεύματος, δεν έχουν κάποιο όνομα να αντιπροτείνουν. Ο πυρήνας της τραγωδίας λοιπόν είναι ότι ο Βενιζέλος δεν είχε άλλη επιλογή».
Είναι ενδιαφέρον ότι ο «διχασμός» ως έννοια έχει έντονη ζωή ως ρητορικός τρόπος του μεταπολιτευτικού λόγου.
«Ο Εθνικός Διχασμός, με κεφαλαία, ήταν κάτι το μοναδικό, ως κρίση εθνικής ολοκλήρωσης από την οποία κρινόταν ποια Ελλάδα θα προέκυπτε για το μέλλον – οριστικά. Γιατί άλλες ευκαιρίες για επεκτάσεις εδαφικές, όπως ξέρουμε τώρα, δεν θα παρουσιάζονταν. Εξ ου και οι μεν ήταν διατεθειμένοι να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο, οι δε να περάσουν από στρατοδικείο δεκάδες επώνυμους και ανώνυμους και να τους εκτελέσουν δημόσια, κάτι που δεν συνέβη ξανά παρά μόνο στον Εμφύλιο. Αλλά πρέπει να πω ότι ένας βαθμός διχασμού, με πεζά, είναι απαραίτητος στην πολιτική ζωή μιας δημοκρατίας, διαφορετικά δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Βρετανοί αποκαλούν τις ψηφοφορίες «division», διαίρεση».
Σε επίπεδο σύγκρισης με το χάρισμα του Βενιζέλου, πώς αποτιμώνται οι άλλοι χαρισματικοί ηγέτες της Ελλάδας του 20ού αιώνα;
«Χαρισματικούς ηγέτες έκτοτε με βάση τα αυστηρά κριτήρια της επιστημονικής θεωρίας του χαρίσματος είχαμε μόνο δύο: τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στο επίπεδο του Βενιζέλου δεν νομίζω ότι έφτασε κανείς. Βέβαια, οι συνθήκες δεν είναι συγκρίσιμες. Ο Βενιζέλος δρα σε μια εποχή κοσμογονίας στην περιοχή και με ριψοκίνδυνο τρόπο αρπάζει τις ευκαιρίες που εμφανίζονται στιγμιαία – η απόβαση στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 είναι μια ευκαιρία που παρουσιάζεται για λίγες μόνο ημέρες. Ο Καραμανλής δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, βρισκόταν στο εντελώς άλλο άκρο ως προς την ανάληψη κινδύνου. Ο Καραμανλής έχει μεγάλη διορατικότητα ως προς το ποια πρέπει να είναι η πορεία της χώρας μετά τον Εμφύλιο αν πρόκειται να στερεώσει τη θέση της στον δυτικό κόσμο και μετά στην Ευρώπη. Η διορατικότητα του Παπανδρέου είναι όση και ο τυχοδιωκτισμός του. Εβαλε διάφορα στοιχήματα, με κορυφαίο την απόρριψη της Ενωσης Κέντρου μετά το 1974, όταν έφτιαξε το δικό του πολιτικό μαγαζί, το οποίο ήλεγχε ο ίδιος απόλυτα. Οχι σε όφελος της χώρας, θα έλεγα. Είχε όμως τη μεγαλοφυή διορατικότητα να δει ότι στις συνθήκες της Μεταπολίτευσης ούτε η Δεξιά, όσο ανακαινισμένη και να ήταν από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ούτε το παλιό Κέντρο θα είχαν τη δυνατότητα να αναπροσαρμοστούν σε νέες συνθήκες και νέα αιτήματα και ότι αυτό που πρόσφερε και στην αρχή φαινόταν ανεδαφικό, σε πέντε ή δέκα χρόνια θα αγοραστεί – και μάλιστα θα αγοραστεί με φανατισμό».