Η φυλακή είναι ένα χοντρό θηρίο που βαριανασαίνει στο σκοτάδι, ένα αηδιαστικό πλάσμα που χωνεύει όσους βρίσκονται μέσα στην αχόρταγη κοιλιά του. Ωσπου να τους στείλει βέβαια, με τον προβλεπόμενο τρόπο, στον αχανή απόπατο της κοινωνίας. Κάπως έτσι φαντάζεται ο Πωλ το σωφρονιστικό κατάστημα του Μοντρεάλ, όπου τον συναντούμε έγκλειστο και μελαγχολικό, να εκτίει ποινή κάθειρξης δύο ετών. Ο ίδιος νιώθει θαμμένος ζωντανός αλλά δεν θεωρεί το αδίκημα στο οποίο υπέπεσε ασήμαντο. Σε κάθε περίπτωση όμως αρνείται να επιδείξει την οποιαδήποτε μεταμέλεια για την πράξη του. Πριν από εκείνο το βίαιο περιστατικό (που επρόκειτο να αναποδογυρίσει τη θλιβερή καθημερινότητα ενός κατά τα λοιπά πράου, καλόβολου ανθρώπου και να τον μετατρέψει σε θύτη πνιγμένο από το δίκιο) το ποινικό του μητρώο ήταν κάτασπρο, σαν το χιόνι που κάλυπτε τα πάντα κατά τους δύσκολους χειμερινούς μήνες.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.