Μια μάνα καλεί τον γιο της στο τραπέζι. Το φαγητό είναι έτοιμο. Η κουζίνα, τα πιάτα, το τραπεζομάντιλο, όλα είναι ίδια κι απαράλλαχτα, όπως ήταν πριν από 25 χρόνια. Ο 46χρονος Ρίστε, ο πρωταγωνιστής στο διήγημα «Εδώ είμαι. Δεν πάω πουθενά», βάζει στο στόμα του λίγο άσπρο ψωμί και σκέφτεται ότι ακόμα κι αυτό έχει χειροτερέψει σε τούτη τη χώρα, τη Βόρεια Μακεδονία, όπου διαδραματίζεται η συγκεκριμένη ιστορία. «Είναι ο λαός έτσι, φτωχός και σκληρός, δεν τρώγεται με τίποτα» αποφαίνεται ο Ρίστε, προβαίνοντας σε έναν οργίλο παραλληλισμό. Εντάξει, αργότερα, θα φτάσει μέχρι το σημείο να αποκαλέσει τους υπόλοιπους «απολίτιστους». Το θέμα όμως δεν είναι οι εύκολες και αφοριστικές γενικεύσεις, το θέμα δεν είναι τα άδικα ξεσπάσματά του, το θέμα είναι, βασικώς, η υπαρξιακή πίκρα του Ρίστε λόγω της προσωπικής συντριβής που βιώνει. Εν τω μεταξύ, η μητέρα του, η γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο, τον ακούει αλλά δεν σχολιάζει τίποτα απ’ όσα εκείνος λέει, είναι εγκλωβισμένη σε μια δική της σιωπή, «χοντρή και παραμορφωμένη», μια γυναίκα ηλικιωμένη πια και «παραμελημένη, υποτακτική, προσαρμοστική, αξιολύπητη». Ετσι ακριβώς τη βλέπει ο γιος της, «γέννημα θρέμμα Σκοπιανός», ο οποίος, τρέφοντας μεγάλες προσδοκίες, «είχε πάει να ζήσει στη Μελβούρνη, σε μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα». Εκεί, λοιπόν, η απιστία της συζύγου του θα εκτροχιάσει την πορεία της ζωής του. Και θα τον αναγκάσει να γυρίσω πίσω, να αναμετρηθεί με το παρελθόν, τον χαρακτήρα, τις επιλογές του. Μήπως, εν τέλει, η μοίρα του δεν απέχει και πολύ από εκείνη της μητέρας του; Επτά συναρπαστικά διηγήματα από τη Ρούμενα Μπουζάροφσκα για την πιο αμείλικτη πατρίδα, τον ίδιο μας τον εαυτό.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.