Δεν υπάρχει ούτε ένα σχεδόν βιβλίο του Γουίλιαμ Φόκνερ που να μην είναι σπουδαίο. Ακόμη και το Ιερό, που καθώς είχε πει ο ίδιος το έγραψε «για χρήματα». Κατά κοινή παραδοχή εν τούτοις τα αριστουργήματά του είναι το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ και το Ο αχός και το πάθος (The Sound and the Fury). Θα έλεγα πως δίπλα τους μπορούμε να τοποθετήσουμε και το Καθώς ψυχορραγώ.
Ο αχός και το πάθος δεν είναι εύκολο βιβλίο. Κατά κανόνα κανένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο δεν είναι εύκολο. Θα συνιστούσα όμως στους αναγνώστες που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το φοκνερικό έργο να διαβάσουν πιο μπροστά τα αξεπέραστα διηγήματά του «Ο αχυρώνας φλέγεται», «Ανυδρος Σεπτέμβρης», «Κόκκινα φύλλα» – και ιδίως το συγκλονιστικό «Ενα ρόδο για την Εμιλι». Ο αχός και το πάθος, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1929, είναι το τέταρτο – και πιο πολυσυζητημένο – μυθιστόρημα του Φόκνερ. Οχι μόνο για την απαράμιλλη τεχνική του αλλά και γιατί συνιστά μιαν από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του νεότερου κόσμου γραμμένη με υλικά της μυθοπλασίας.
Αγνοώντας τους εκδότες
Το πώς γράφτηκε αυτό το αριστούργημα έχει τη σημασία του, γιατί σηματοδότησε και την κατοπινή συγγραφική συμπεριφορά του Φόκνερ. Το 1927 ολοκλήρωσε το τρίτο μυθιστόρημά του, Σημαίες στη σκόνη. Ο ατζέντης του στη Νέα Υόρκη προσπάθησε να το πουλήσει σε έντεκα εκδότες, αλλά όλοι τους το απέρριψαν. Οταν κατάφερε να βρει εκδότη, τους Harcourt, Brace and Co, εκείνοι απαίτησαν να προβεί σε μεγάλες περικοπές (το ένα τέταρτο του βιβλίου). Αλλαξαν μάλιστα και τον τίτλο. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε με τον τίτλο Σαρτόρις. Ο Φόκνερ όμως δεν πέταξε τις σελίδες που περικόπηκαν και κατέθεσε το αρχικό χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Η κόρη του συγγραφέα, ανταποκρινόμενη στην επιθυμία του πατέρα της, που πίστευε πως η αρχική εκδοχή του βιβλίου του ήταν καλύτερη, την εξέδωσε το 1973, έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Φόκνερ. Εκτοτε το Σαρτόρις αποσύρθηκε από την κυκλοφορία.
Τα παραπάνω έχουν ενδιαφέρον γιατί τότε απογοητευμένος από τη συμπεριφορά των εκδοτών ο συγγραφέας αποφάσισε να γράψει το τέταρτο μυθιστόρημά του υπακούοντας μόνο στις επιταγές του εαυτού του και αγνοώντας τους εκδότες συνδυάζοντας τον ρεαλισμό με την «υπερυψωμένη γλώσσα των Ευαγγελίων». Το αποτέλεσμα ήταν ένα αριστούργημα: το Ο αχός και το πάθος. Ο τίτλος προέρχεται από τον μονόλογο του Μακμπέθ του Σαίξπηρ (πέμπτη πράξη, πέμπτη σκηνή).
Μια οικογένεια σε παρακμή
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Τζέφερσον του Μισισίπι, στη φανταστική κομητεία Γιακναπατόφα την οποία ο Φόκνερ αποκαλούσε «η απόκρυφη κομητεία μου». Από το τρίτο του βιβλίο, άλλωστε, και εξής όλα τα μυθιστορήματά και τα διηγήματά του είναι τοποθετημένα εκεί. Το όνομα Γιοκναπατόφα είναι σύνθεση δύο λέξεων από τη γλώσσα της ινδιάνικης φυλής Τσικασόου: «γιόκανα» και «πετόφα». Στον Αχό και το πάθος έχουμε μια μεγαλοαστική (ή αριστοκρατική, αν προτιμάτε) οικογένεια του αμερικανικού Νότου σε παρακμή: των Κόμπσον. Ο αρχηγός της οικογένειας, ο Κόμπσον ο 3ος, είναι αλκοολικός και αδιάφορος. Βυθίζεται σ’ ένα ψυχικό τέλμα αλλά δεν παραλείπει να προβαίνει σε κυνικά σχόλια, τα οποία τρομοκρατούν τον γιο του, Κουέντιν.
Σύζυγος του Κόμπσον του 3ου είναι η εγωίστρια, αυταρχική και υποχονδριακή Καρολάιν Μπάσκομπ Κόμπσον, που δεν δείχνει καμιά συμπάθεια για τα παιδιά της, εκτός από ένα, τον Τζέισον, μόνο και μόνο επειδή ο τελευταίος παίρνει πάντοτε το μέρος της. Την οικογένεια την αποτελούν τέσσερα παιδιά: τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο Μπέντζι, για τον οποίο τα λουλούδια ταυτίζονται με την ευτυχία, διανοητικά καθυστερημένος, είναι ο αφηγητής του πρώτου από τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος, μολονότι δύσκολα μπορεί να μιλήσει. Δεν έχει αίσθηση του χρόνου. Γι’ αυτόν όλα είναι παρόντα, αφού συγχέει το παρελθόν με το παρόν.
Ο Μπέντζι αγαπά την αδερφή του και τη συνδέει με τα χρώματα ή τις οσμές, όμως δεν μπορεί να κάνει λογικές σκέψεις ή να εκφράσει άποψη για οτιδήποτε, επειδή ο νους του είναι γεμάτος μόνο με αναμνήσεις. Γι’ αυτό και μεταφέρει στο παρόν πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν με εκπληκτική ακρίβεια και απίστευτες λεπτομέρειες. Η αφήγησή του έχει τα χαρακτηριστικά ενός εντελώς ιδιαίτερου (φοκνερικού δηλαδή) εσωτερικού μονολόγου.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του Μπέντζι, ο Κουέντιν, είναι ευφυέστατος αλλά αγαπά παθιασμένα την αδερφή του, με μιαν αγάπη σχεδόν αιμομικτική. Ομως αυτός ο περίπλοκος χαρακτήρας αναπτύσσει έμμονες ιδέες για το πέρασμα του χρόνου. Οταν χαλάει το ρολόι που του είχε χαρίσει ο πατέρας του, θεωρεί πως αυτό σηματοδοτεί την παράλυση του χρόνου (θέμα το οποίο σφραγίζει όλο σχεδόν το έργο του Φόκνερ) και συμπεραίνει ότι έφτασε και το τέλος της ζωής του – γι’ αυτό και στις 2 Ιουνίου του 1910 αυτοκτονεί.
Ο τρίτος αδερφός, ο Τζέισον, είναι ο αντιπαθέστερος. Εχοντας αναλάβει αρχηγός της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα του φέρεται αυταρχικά στους πάντες, ιδιαίτερα στην κόρη της αδελφής του, Κάντι, από την οποία έκλεψε τα χρήματα που τις είχε στείλει η μητέρα της. Αποφασίζει μόνος του το τι θα κάνει και πώς θα το κάνει καταδικάζοντας τα λάθη των συγγενών αλλά αποσιωπώντας τα δικά του.
Κάντι, μια μοναδική γυναικεία μορφή
Για την Κάντι, την αδερφή της οικογένειας, σχηματίζουμε πλήρη εικόνα από τα όσα λένε γι’ αυτήν οι τρεις αδερφοί της. Η σύνθεση γίνεται με αντιστικτικό τρόπο – σύμφωνα μάλιστα και με το ίδιο τον Φόκνερ – και με απαράμιλλη μαεστρία. Πρόκειται για μια κοπέλα με έντονο το αίσθημα της ανεξαρτησίας, που την οδηγεί στο να παραβιάσει τα οικογενειακά στεγανά και να ορίσει η ίδια τη ζωή της. Η Κάντι, για τον αδερφό της και το κοινωνικό περιβάλλον, δεν είναι μόνο «μαύρο πρόβατο». Είναι περίπου πόρνη.
Η αντιστικτική μέθοδος του Φόκνερ υπήρξε μοναδική και ανεπανάληπτη, νομίζω, στην αμερικανική πεζογραφία – και δεν περιορίζεται σε αυτήν. Γι’ αυτό κι ενώ οι αφηγητές των τριών πρώτων κεφαλαίων είναι τα αγόρια, οι αφηγήσεις τους εστιάζουν, πραγματικά και αλληγορικά, στην Κάντι. Η μοναδική αυτή γυναικεία μορφή μπορεί, τηρουμένων των αναλογιών, να σταθεί δίπλα στις μεγάλες γυναικείες μορφές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος: την Εμμα Μποβαρύ του Φλομπέρ, την Αννα Καρένινα του Τολστόι και την Ούρσουλα στο Ουράνιο τόξο του Ντ.Χ. Λόρενς.
Τα τρία πρώτα κεφάλαια τα αφηγούνται ο Μπέντζι, ο Κουέντιν και ο Τζέισον. Και φέρουν το καθένα ως τίτλο μια ημερομηνία: το πρώτο «7 Απριλίου 1928». Το δεύτερο «2 Ιουνίου 1910» και το τρίτο «6 Απριλίου 1928». Το μυθιστόρημα καλύπτει μια περίοδο τριών περίπου δεκαετιών, αλλά το κλίμα και ο ψυχισμός που αναδύονται είναι προγενέστερα και παραπέμπουν στη δεκαετία του 1860 και του 1870 και τις συνέπειες του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου στον Νότο, όταν είχαν καταρρακωθεί εκεί οι παραδοσιακές «αξίες» της φυλής, της τάξης και του σεξ.
«Η οικογένεια Κόμπσον παρακμάζει οικονομικά, ηθικά και πολιτισμικά αλλά προσπαθεί να κρατηθεί απεγνωσμένα από το παρελθόν.»
Η οικογένεια Κόμπσον παρακμάζει οικονομικά, ηθικά και πολιτισμικά αλλά προσπαθεί να κρατηθεί απεγνωσμένα από το παρελθόν. Για παράδειγμα, εξακολουθεί να «εκκλησιάζεται», μολονότι δεν πιστεύει, και πηγαίνει στην εκκλησία μόνο για να τη βλέπουν οι γείτονες. Μεταφορικά ή αλληγορικά, θα έλεγε κανείς, η ιστορία της οικογένειας Κόμπσον και η νευρωτική παράνοια που τη χαρακτηρίζει διαχέονται σε όλο το μυθιστόρημα σαν να είναι το ίδιο το δυσοίωνο φάσμα της ειμαρμένης. Πολλές φορές μία και μόνη φράση αυτού του μεγάλου συγγραφέα μάς μεταφέρει την οργή και την απελπισία των πρωταγωνιστών ως το τραγικό τέλος. Κανείς από τους χαρακτήρες δεν μπορεί να αποφύγει την κόλαση που τους καταπίνει και οδηγεί στο τέλος, που δεν είναι σωστό να το αποκαλύψω.
Η μητριαρχική Ντίλσι
Στην αρχή ο αναγνώστης, μέσω της αφήγησης του Μπέντζι, εισέρχεται σε μια εκτυφλωτική αλλά αδιαπέραστη ομίχλη. Ομως η ομίχλη αργά-αργά διαλύεται· ώσπου φτάνουμε στο τέταρτο (και καταληκτικό) κεφάλαιο, όπου πρωταγωνιστεί η Ντίλσι, η μαύρη υπηρέτρια του σπιτιού. Αυτή η μητριαρχική φιγούρα με τα τρία παιδιά αγωνίζεται να κρατήσει όσο μπορεί συνεκτική την οικογένεια Κόμπσον, παρά τις δυσκολίες και τον κοινωνικό ρατσισμό της εποχής. Σε αντίθεση με τους Κόμπσον είναι πραγματικά θρήσκα και πιστεύει στη θυσία του Χριστού.
Δεν συμφωνούν όλοι οι μελετητές για το αν είναι ή δεν είναι εκείνη που αφηγείται το τέταρτο κεφάλαιο – αλλά ίσως αυτό να μην έχει μεγάλη σημασία. Ο Φόκνερ εδώ περνά από την αντιστικτική στη γραμμική αφήγηση (η οποία χαρακτηρίζει την πεζογραφία των συγγραφέων του αμερικανικού Βορρά) χωρίς σχεδόν ο αναγνώστης να το καταλαβαίνει. Αυτό κανείς δεν θα το κατάφερνε εκτός από τον ίδιο.
Κάποτε είπε κάποιος στον Φόκνερ πως υπήρχαν αναγνώστες που διάβασαν τρεις φορές το μυθιστόρημα και δεν κατάφεραν να το καταλάβουν· στη συνέχεια τον ρώτησε τι θα τους συμβούλευε: «Να το διαβάσουν για τέταρτη φορά» είπε εκείνος ο μεγάλος συγγραφέας.
Μεταφράζοντας τα «αμετάφραστα»
Τα μεγάλα έργα χρειάζονται σπουδαίους μεταφραστές και το Ο αχός και το πάθος βρήκε έναν από τους καλύτερους που διαθέτουμε σήμερα: τον Αχιλλέα Κυριακίδη, στον οποίο οφείλουμε πλήθος ανεπανάληπτων μεταφράσεων σε εξαιρετικά ελληνικά. Σε τούτη τη θαυμάσια μετάφρασή του μπήκε επιπλέον στον κόπο να εξηγήσει γιατί και πώς κατέληξε στον τίτλο της ελληνικής έκδοσης.
Ακρίβεια; Ευαισθησία; Και τα δύο; Δεν χρειάζεται να σταθώ σ’ αυτό. Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει η ευρηματική γλώσσα που χρησιμοποίησε για να μεταφέρει στα ελληνικά το «αμετάφραστο» ιδιόλεκτο των μαύρων του αμερικανικού Νότου – και μάλιστα μιας παλιάς εποχής, δεδομένου μάλιστα ότι το ιδιόλεκτο αυτό έχει αλλάξει από τον καιρό του Φόκνερ. Ο αγώνας του μεταφραστή σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να βρει στη γλώσσα του κάτι παρόμοιο ή πιο σωστά κάτι ανάλογο σε αίσθηση και γοητεία. Αυτό διαπιστώνει και ο ενημερωμένος έλληνας αναγνώστης στην ευρηματική εκδοχή του Αχιλλέα Κυριακίδη.