Στις 25 Αυγούστου 1983 ο Μπόρχες δεν αυτοκτόνησε. Αντίθετα με όσα προφήτευε ένα διήγημα του 1977, εκείνον τον Αύγουστο ο Αργεντινός συμπλήρωνε τα ογδόντα τέσσερα χρόνια του. Στις 3 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο ποιητής και νεοελληνιστής Νάσος Βαγενάς βρίσκεται με φίλους στο καφενείο «Ζόναρς» στην Πανεπιστημίου. Τι γράφεις τώρα; τον ρωτούν. «Μόλις τέλειωσα ένα κείμενο για τον Χάρτη με τίτλο «Μπόρχες ο καβαφικός»» απαντάει εκείνος. Ζει άραγε ακόμα ο Μπόρχες, ή μήπως αυτοκτόνησε; Εδώ που τα λέμε, θα του ταίριαζε ένας τέτοιος λογοτεχνικός θάνατος. Η παρέα το σκέφτεται λίγο. Και τότε, στον καθρέφτη του «Ζόναρς», ο Βαγενάς αντικρίζει τον Μπόρχες. Δεν ήταν όραμα ή παραίσθηση. Ο Μπόρχες, στηριγμένος στο μπράτσο της γραμματέως και μετέπειτα συζύγου του Μαρίας Κοδάμα, ανέβαινε την Πανεπιστημίου. Ο Βαγενάς τους παίρνει στο κατόπι, τους πλησιάζει. «Είναι ο Μπόρχες;» ρωτάει σαστισμένος, στα ελληνικά, τη γυναίκα. Εκείνος, ακούγοντας το όνομά του, χαμογελά. «Τα είχα χάσει, δεν ήξερα τι να του πω» θα εξομολογηθεί αργότερα ο Βαγενάς. Κατάφερε μονάχα να ψελλίσει κοινοτοπίες: «Είναι η πρώτη φορά που έρχεστε στην Ελλάδα; Πώς σας φαίνεται;».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος