Η μετάβαση της Ευρώπης από τον 19ο στον 20ό αιώνα βρίσκει τις μεγαλουπόλεις της ηπείρου σε φάση μεγάλης ακμής, τουλάχιστον στη γενική εικόνα τους και όσον αφορά τον επί δεκαετίες συσσωρευμένο μνημειακό πλούτο δημόσιων και ιδιωτικών αρχιτεκτονημάτων. Κατά κοινή ομολογία είναι το Παρίσι που παραμένει ασυναγώνιστο στην ποιότητα του χτισμένου περιβάλλοντος, με τις λαμπρές λεωφόρους και την αρχιτεκτονική τους την εκφρασμένη στις επιβλητικές μορφές της «αυτοκρατορικής» παράδοσης (Second Empire), την περί το 1900 ανήσυχη νοοτροπία του art nouveau, ή του νεωτερικού στυλ art déco που εμφανίστηκε αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυτό το πλουσιότατο, το ζωντανό δειγματολόγιο των μορφών, απολάμβαναν, εκτός από τους κατοίκους και τους τυχερούς επισκέπτες της Πόλης του Φωτός, ένα πλήθος φοιτητών ποικίλων προελεύσεων. Πολλοί δε από αυτούς στόχευαν σε σπουδές ουμανιστικού, ή πολύ περισσότερο καλλιτεχνικού περιεχομένου. Ανάμεσά τους ήταν οι φοιτητές της αρχιτεκτονικής που ξεχώριζαν για το προνόμιό τους να βρίσκονται στην πόλη αυτή, η οποία αποτελούσε πραγματικά ένα διαχρονικό θερμοκήπιο καλλιέργειας της «μητέρας των Τεχνών». Και την ύψιστη τιμή στο δικαίωμά τους να ασκούν την Αρχιτεκτονική έφεραν κατά τεκμήριο οι διπλωματούχοι της παρισινής Σχολής, της περίφημης École nationale et spéciale des beaux-arts.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω