Οι σημαντικοί αμερικανοί μυθιστοριογράφοι είναι και εξαιρετικοί διηγηματογράφοι. Από τον Φόκνερ και τον Χέμινγκγουεϊ ως τον Τζον Τσίβερ, τον Απντάικ και τον Ρέιμοντ Κάρβερ το διήγημα γνώρισε μεγάλες δόξες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου στον 20ό αιώνα οι πεζογράφοι συνέχισαν τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση του 19ου αιώνα, όπως διαπιστώνεται στο έργο δύο κορυφαίων: του Μοπασάν και του Τσέχοφ.
Η επίδραση του Τσέχοφ μάλιστα στο αμερικανικό διήγημα υπήρξε καταλυτική, ιδιαίτερα στον Τσίβερ και τον Κάρβερ. Σ’ αυτή την παράδοση θα πρέπει να κατατάξουμε και τα διηγήματα του Μπέρναρντ Μάλαμουντ (1914-1986), από τους σπουδαιότερους αμερικανούς συγγραφείς του Μεταπολέμου. Ο Μάλαμουντ έγραψε εξαιρετικά μυθιστορήματα· δύο μάλιστα από αυτά (O Μάστορας και O Βοηθός) κυκλοφορούν και στη γλώσσα μας.
Πριν από τέσσερα χρόνια όμως κυκλοφόρησε κι ένα εξαιρετικό βιβλίο με διηγήματά του, το Μαγικό βαρέλι, και τώρα, με Το καπέλο του Ρέμπραντ ο έλληνας αναγνώστης έχει πλέον πλήρη εικόνα για το σύνολο της διηγηματογραφίας του. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ο Μάλαμουντ είναι σημαντικότερος ως μυθιστοριογράφος ή ως διηγηματογράφος. Πρόκειται για ζήτημα προτίμησης. Εχει όμως κάποια σημασία το ότι ο ίδιος είχε αδυναμία στο διήγημα, που το υπηρέτησε σε όλη τη διάρκεια του συγγραφικού του βίου με θαυμαστά αποτελέσματα.
Ενας άλλος σπουδαίος αμερικανός διηγηματογράφος, του 19ου αιώνα, ο Εντγκαρ Αλαν Πόου, έλεγε πως το διήγημα είναι τμήμα μυθιστορήματος που μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια ανάγνωση. Σε ό,τι αφορά τον Μάλαμουντ όμως αυτό δεν ισχύει. Τα διηγήματά του είναι αυτόνομα, ένα μάλιστα από αυτά, το «Ανθρωπος στο συρτάρι», που περιλαμβάνεται στον πρόσφατο τόμο Το καπέλο του Ρέμπραντ, έχει το μέγεθος νουβέλας.
Διαβάζοντας τα διηγήματα του Μάλαμουντ αποκομίζεις ένα πνεύμα αισιοδοξίας, όχι με την έννοια ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι αλλά ότι θα πρέπει αυτόν τον κόσμο και τον πολιτισμό που κληρονομήσαμε να μην τον καταστρέψουμε
Ενας ηθικός συγγραφέας
Ολα τα διηγήματα του Μάλαμουντ είναι ένα κι ένα. Και διαβάζοντάς τα αποκομίζεις ένα πνεύμα αισιοδοξίας, όχι με την έννοια ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι αλλά ότι θα πρέπει αυτόν τον κόσμο και τον πολιτισμό που κληρονομήσαμε να μην τον καταστρέψουμε. Το λέει, άλλωστε, πολύ καθαρά και ο ίδιος: «Στόχος του συγγραφέα είναι να μην επιτρέψει στον πολιτισμό να αυτοκαταστραφεί». Κι αυτό εξηγεί γιατί ο αγώνας των ηρώων στα διηγήματά του είναι για να αποκτήσουν μια καλύτερη ζωή.
Μπορεί να μην την αποκτούν, αλλά έχει μεγάλη σημασία να την επιδιώξουν και να την αναζητήσουν. Ηθικολογίες, θα έλεγε ο κυνικός. Αλλά γιατί όχι; Σε τελική ανάλυση, αυτό δεν επιδιώκουν οι πάντες, και ιδίως όσοι δεν ανήκουν στους προνομιούχους τούτου του κόσμου, όπως οι περισσότεροι από όσους περνούν στα διηγήματα αυτού του εξαιρετικού συγγραφέα;
Ο Μάλαμουντ δεν είναι «φιλοσοφικός» πεζογράφος και τα ηθικά ζητήματα που θέτει δεν έχουν φιλοσοφικό περιεχόμενο. Είναι απαράμιλλος αφηγητής, με έντονα στοιχεία προφορικότητας, γι’ αυτό και οι διάλογοί του είναι απολύτως φυσικοί και αποπνέουν μιαν αμεσότητα που συναρπάζει. Ο Μάλαμουντ απεχθάνεται τον μηδενισμό. Βάζει τον αναγνώστη του απέναντι και του μιλάει με τη γλώσσα που καταλαβαίνει αλλά χωρίς ισοπεδωτικές απλουστεύσεις. Οι ιστορίες του είναι δημιουργήματα των χαρακτήρων του και όχι το αντίθετο.
Μπέρναρντ Μάλαμουντ
Το καπέλο του Ρέμπραντ και άλλες ιστορίες
Μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2024,
σελ. 512, τιμή 24 ευρώ
Από τα 25 διηγήματα που περιέχονται στο Καπέλο του Ρέμπραντ επιλέγω εδώ τα πιο χαρακτηριστικά αρχίζοντας από εκείνο που τιτλοφορεί και το βιβλίο.
Στο «Καπέλο του Ρέμπραντ» ο Μάλαμουντ μας μεταφέρει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης, όπου διδάσκουν οι δύο πρωταγωνιστές του διηγήματος: ο γλύπτης Ρούμπιν και ο ιστορικός τέχνης Αρκιν. Οι σχέσεις τους είναι τυπικές, ώσπου μια μέρα ο Αρκιν βλέπει τον Ρούμπιν να φοράει ένα καπέλο που του θύμιζε κάποιο από τα καπέλα που φέρεται να φοράει ο Ρέμπραντ σε μια από τις προσωπογραφίες του – και του το λέει.
Ο γλύπτης εκνευρίζεται και ανάμεσά τους αναπτύσσεται σιγά-σιγά μια αντιπάθεια που σχεδόν αγγίζει το μίσος κι ο ένας αποφεύγει τον άλλον. Ο Ρούμπιν θεωρεί πως ο Αρκιν τον αναφέρει σε σχέση με τον Ρέμπραντ για να τον υποβιβάσει, ενώ ο Αρκιν διακατέχεται από σύμπλεγμα κατωτερότητας. (Αλλά φοράει κι αυτός καπέλο: ένα Στέτσον.) Η σκηνή της συμφιλίωσης είναι περίπου δακρύβρεχτη. Από εδώ και στο εξής παύουν να αποφεύγουν ο ένας τον άλλον. Και το διήγημα τελειώνει με μια εξαιρετική σκηνή, όπως συμβαίνει συχνά στα διηγήματα αλλά και στα μυθιστορήματα του Μάλαμουντ: «Μια μέρα ο Αρκιν, μπαίνοντας στην τουαλέτα των ανδρών, είδε τον Ρούμπιν να κοιτάζεται στον καθρέφτη φορώντας το άσπρο καπελάκι του, εκείνο που του είχε φανεί πως έμοιαζε με το καπέλο του Ρέμπραντ. Το φορούσε σαν κορόνα αποτυχίας κι ελπίδας».
Ενα κοράκι που ψέλνει στα εβραϊκά
Η γραφή του Μάλαμουντ είναι ρεαλιστική, όμως ο ίδιος δεν είναι τυπικός ρεαλιστής. Και καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι το δεύτερο διήγημα του τόμου, Το εβραιοπούλι. Ο ευφυής συγγραφέας πήρε αφορμή από το Κοράκι, το διάσημο ποίημα του Πόου, για να μας δώσει μια ιστορία γεμάτη σαρκασμό και υπερβολές, μιαν αλληγορία περί αντισημιτισμού. Οπως στο ποίημα του Πόου, ένα κοράκι που μιλάει κι αυτό, μπαίνει στο διαμέρισμα του Χάρι Κοέν, πωλητή κατεψυγμένων προϊόντων. Το πουλί μιλάει με ανθρώπινη φωνή και διαταράσσει τη ζωή της οικογένειας Κοέν.
Στην ερώτηση του Κοέν γιατί μπήκε στο σπίτι του εκείνο απαντά: για να ξεφύγει από τους αντισημίτες. Δεν είναι δηλαδή μόνο ένα πουλί που μιλάει μ’ ανθρώπινη φωνή αλλά ένα «εβραιοπούλι», αφού μιλάει και ψέλνει στα εβραϊκά. Εχει κι όνομα: το λένε Σβαρτς (στα γερμανικά schwartz είναι το μαύρο). Η ζωή της οικογένειας αλλάζει. Ο Σβαρτς συμμετέχει στα όσα συμβαίνουν και έχει άποψη για τα πάντα, πράγμα του κάνει έξω φρενών τον Κοέν, που στο τέλος αρπάζει το κοράκι και το πετάει από το παράθυρο. Ο Σβαρτς θα βρεθεί αργότερα νεκρός από τον Μόρι, τον γιο της οικογένειας. «Ποιος σε σκότωσε, κύριε Σβαρτς;» θα ρωτήσει ο μικρός Μόρι κλαίγοντας. «Οι αντισημίτες» αποφάνθηκε αργότερα η μητέρα του. Δηλαδή ο ένας: ο Χάρι Κοέν.
Το Ολοκαύτωμα ήταν για όλους
«Ο γερμανός πρόσφυγας», το τρίτο διήγημα που επέλεξα να παρουσιάσω, έχει μιαν ανατριχιαστική επικαιρότητα. Η αφήγηση δίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον Μάρτιν Γκόλντμπεργκ, εικοσάχρονο φοιτητή που περίμενε γεμάτος ανησυχία την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για να συμπληρώσει το εισόδημά του παρέδιδε μαθήματα αγγλικών σε τέσσερις γερμανούς πρόσφυγες. Ο πιο ξεχωριστός – και απαιτητικός – απ’ αυτούς ήταν ο Οσκαρ Γκάνσερ, επιφανής κριτικός και δημοσιογράφος από το Βερολίνο.
Θέλει να βελτιώσει τα αγγλικά του το ταχύτερο, γιατί πρόκειται να δώσει τον Οκτώβριο μια διάλεξη για τον Γουόλτ Γουίτμαν. Περνούν ατελείωτες ώρες μαζί κι ο Οσκαρ προσπαθεί να γράψει ένα πρόχειρο του κειμένου της διάλεξης είτε στα αγγλικά είτε στα γερμανικά χωρίς επιτυχία. Τα παρατάει και πέφτει σε κατάθλιψη. Ο Μάρτιν ανησυχεί και φοβάται μήπως ο φίλος του αυτοκτονήσει (το είχε επιχειρήσει και παλιότερα).
Ο Οσκαρ του εξηγεί ότι το κείμενο το έχει συνθέσει στον νου του αλλά αδυνατεί να το γράψει. Στο τέλος γράφει το μισό και κατόπιν το ολοκληρώνει. Δύο μέρες αργότερα ο Μάρτιν βρίσκει τον Οσκαρ νεκρό. Ο φίλος του είχε αυτοκτονήσει. Η αντισημίτισσα μητέρα του τον είχε ενημερώσει σε ένα γράμμα της ότι η γυναίκα του, μολονότι δεν ήταν Εβραία, είχε δολοφονηθεί από τους φαιοχίτωνες του Χίτλερ με μια σφαίρα στο κεφάλι σε κάποια μικρή πολίχνη στα σύνορα τη Πολωνίας και όπως έλεγαν οι φήμες «την πέταξαν σ’ ένα χαντάκι μαζί με τους ξεγυμνωμένους Εβραίους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους, μερικούς πολωνούς στρατιώτες και μια χούφτα τσιγγάνους».
Με «αλογίσια γλώσσα»
Δεν υπάρχει διήγημα του Μάλαμουντ που να μη διακρίνει ο αναγνώστης τα κύρια γνωρίσματα του ύφους του: την αίσθηση που αποπνέει μια μαύρη κωμωδία, την ελαφρά ειρωνεία, την κατάφαση στη ζωή παρά τα δεινά που αντιμετωπίζουν οι ήρωές του, τη συνείδηση που εκφράζουν ως πάθος ζωής, ακόμη κι όταν οδηγούνται στην αισθηματολογία.
Και είναι ασύγκριτος τεχνίτης, ικανός ένα υπερρεαλιστικό θέμα (αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι), όπως αυτό στο «Βίοι παρ-άλογοι», όπου καταφέρνει χωρίς να αφίσταται η γλώσσα που μεταχειρίζεται του ρεαλιστικού της πυρήνα να μιλήσει με γλώσσα «αλογίσια» δίνοντας μάλιστα στο άλογο του διηγήματος το όνομα Αμπράμοβιτς. Ρωσικό χιούμορ; Ναι, αν θέλετε. Λίγο Γκόγκολ και λίγο Μπουλγκάκοφ.
Στη Σοβιετική Ενωση
Ο Μάλαμουντ, τέκνο ρωσοεβραίων εμιγκρέδων, δεν ξεχνά τις καταγωγικές του ρίζες. Στο διήγημά του «Ανθρωπος στο συρτάρι» έχουμε την περιστασιακή σχέση ανάμεσα σε έναν αμερικανό συγγραφέα που επισκέπτεται τη Σοβιετική Ενωση και έναν ρώσο ταξιτζή που γράφει διηγήματα και προσπαθεί να πείσει τον Αμερικανό να μεσολαβήσει ώστε τα διηγήματά του να εκδοθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό το εκτενές διήγημα, που θα μπορούσε να είναι χρονικό, αποδεικνύει το πόσο καλά γνώριζε τη Σοβιετική Ενωση ο Μάλαμουντ, αλλά και πώς βρίσκονταν επί δεκαετίες αντιμέτωποι δύο κόσμοι. Κι ακόμη, πώς πάνω από αυτό βρίσκεται η ανθρώπινη συνθήκη.
Γιατί αλλιώς πώς εξηγείται το ότι ένας που παριστάνει τον κομμουνιστή λαχταρά να εκδώσει τα κείμενά του στον καπιταλιστικό «παράδεισο»; Το διήγημα είναι γεμάτο αναφορές σε μείζονες ποιητές που διώχθηκαν από το σταλινικό καθεστώς, όπως ο Οζιπ Μαντελστάμ και η Μαρίνα Τσβετάγεβα. Στα διηγήματά του ο Μάλαμουντ αναφέρεται συχνά στην κουλτούρα – τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική κυρίως – αλλά αυτό δεν γίνεται σε βάρος των αφηγηματικών απαιτήσεων ή σωστότερα γίνεται εξαιτίας των αφηγηματικών απαιτήσεων. Η αναφορά σε έναν μοντέρνο γλύπτη, τον Τζιακομέτι, στο «Καπέλο του Ρέμπραντ», λ.χ., είναι αυτονόητη, αφού γλύπτης είναι ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές του διηγήματος.
Το μωσαϊκό της μεγαλούπολης
Ο Μάλαμουντ είναι ένας πολύ Αμερικανός ή για να είμαι ακριβέστερος πολύ νεοϋορκέζος συγγραφέας. Η πλειονότητα των πρωταγωνιστών που περνούν τόσο στα μυθιστορήματα όσο και στα διηγήματά του είναι Εβραίοι είτε μετανάστες είτε γόνοι μεταναστών όπως και ο ίδιος. Αλλά τούτο είναι αυτονόητο, δεδομένου ότι στη Νέα Υόρκη υπάρχει πολύ μεγάλη εβραϊκή κοινότητα που διαχέεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και στην κουλτούρα της πόλης.
Ο Εβραίος του Μάλαμουντ όμως δεν είναι τόσο ο Εβραίος που ορίζεται από την ιουδαϊκή του ταυτότητα όσο ο μεσοαστός ή ο μικροαστός που προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του και να βρει τη θέση του στη μεγαλούπολη όπου είναι υποχρεωμένος να ζει. Η Νέα Υόρκη άλλωστε ήταν στην εποχή του Μάλαμουντ ένα συναρπαστικό μωσαϊκό (και είναι ακόμη), με τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις της, τα πάθη στα μικρά και τα μεγάλα, σε μια χώρα που οι συγγραφείς ακόμη και σήμερα την αποκαλούν americana.
Ο Μάλαμουντ είναι πολύ πιο Νεοϋορκέζος από τον Νόρμαν Μέιλερ. Η Νέα Υόρκη, και κυρίως ένα από τα διαμερίσματά της, το Μπρούκλιν, κυριαρχεί στα περισσότερα κείμενά του. Για τους αμερικανούς αναγνώστες είναι για τη Νέα Υόρκη ό,τι ο Σολ Μπέλοου για το Σικάγο. Για τους Ευρωπαίους, και ειδικά για εμάς τους Ελληνες, ένας συγγραφέας που μολονότι θεματικά διαφορετικός, ως ατμόσφαιρα και ευαισθησία βρίσκεται πολύ κοντά στις παραδόσεις μας. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει αγαπηθεί – δικαίως – τόσο πολύ από το αναγνωστικό μας κοινό.